Κριτική Κάτια Σωτηρίου
Το Νέο Rex επαναλειτουργεί μετά από 22 χρόνια στο ισόγειο του κτιρίου Rex στην Πανεπιστημίου και παρουσιάζει την «Μάγκντα Γκαίμπελς», σε κείμενο του Γιώργου Βέλτσου και σκηνοθεσία της Άντζελας Μπρούσκου.
Με ένα έργο που πραγματεύεται σκληρά ιστορικά γεγονότα και αμείλικτες προσωπικότητες της Ναζιστικής Γερμανίας, ο Βέλτσος παρουσιάζει το ζεύγος Τζόζεφ και Μάγκντα Γκαίμπελς (και σε δευτερεύοντες ρόλους τον υπασπιστή του Γκαίμπελς, Σβέγκερμαν, και τη βοηθό της Μάγκντα), και εστιάζει στα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην αυτοκτονία τους στο μπούνκερ, μία μέρα μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ, και φυσικά τη δολοφονία των έξι παιδιών τους. Ωστόσο, η γραφή του παραμένει αντισυμβατική, αφού επιδιώκει να δώσει το θέατρο της ιστορίας μέσα από διαλόγους και μονολόγους δωματίου, που περιγράφουν γεγονότα σε τετελεσμένο μέλλοντα, σαν κάθε δευτερόλεπτο που περνά να αφορά μια πράξη που θα μπορούσε να έχει γίνει με τον έναν τρόπο ή τον άλλο.
Τα ιστορικά γεγονότα
Σκοπός του κειμένου, αλλά και της παράστασης δεν είναι να διδάξει ιστορία, αλλά να προσεγγίσει τα ιστορικά πρόσωπα μέσα από μια ματιά κατανόησης όχι των προθέσεων, αλλά των πράξεων τους. Ο Γκαίμπελς, Υπουργός Προπαγάνδας του Χίτλερ, είχε σπουδάσει φιλοσοφία και λογοτεχνία, και κατείχε τόσο το λόγο όσο και τη δυνατότητα ανάλυσης της προσωπικότητας, και της διάθεσης της μάζας. Για το λόγο αυτό τα εγκλήματα του Γ΄ Ράιχ συνδέονται με τις ψυχολογικές θεωρήσεις του Φρόυντ, την ιδέα του κακού όπως εκφράστηκε από τον Κάντ, αλλά και τις ζυμώσεις που οδήγησαν τη Μάγκντα στην παιδοκτονία. Τα ζητήματα που θίγονται είναι πολλά και σημαντικά, ίσως περισσότερα από όσα μπορεί να αντέξει και να κατανοήσει σε ένα μόνο δίωρο καταιγιστικού λόγου ο μέσος θεατής.
Οι Γυναίκες στο Γ Ράιχ
Οι γυναίκες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο σχέδιο του Χίτλερ για να δημιουργήσει την ιδανική γερμανική κοινότητα (Volksgemeinschaft). Ο Χίτλερ πίστευε ότι ο μεγαλύτερος, φυλετικά καθαρότερος πληθυσμός θα ενίσχυε τη στρατιωτική δύναμη της Γερμανίας και εφάρμοσε μια επιθετική πολιτική πληθυσμού του Τρίτου Ράιχ ενθαρρύνοντας τις “φυλετικά αγνές” γυναίκες να φέρουν στον κόσμο όσα “Άρια” παιδιά θα ήτο δυνατόν. Η πολιτική αυτή έλαβε την πιο ριζοσπαστική της μορφή το 1936, όταν οι ηγέτες των SS δημιούργησαν το κρατικά κατευθυνόμενο πρόγραμμα γνωστό ως Lebensborn , που προέβλεπε ότι κάθε μέλος των SS θα πρέπει να έχει τουλάχιστον τέσσερα παιδιά, εντός ή εκτός γάμου.
Εκ πρώτης, η Μάγδα Γκαίμπελς φαίνεται να είναι η τέλεια επιλογή ως η απόλυτη ενσάρκωση του Ναζιστικού προγράμματος. Ένθερμη υποστηρικτής των Ναζί, σύζυγος του Γιόζεφ Γκέμπελς, πολλές γυναίκες την έβλεπαν ως την ενσάρκωση της αφοσίωσης προς το Ράιχ. Ήταν ξανθιά, με μπλε μάτια, και έχει γεννήσει έξι υγιή, Άρια παιδιά για τη Γερμανία. Κατά τη διάρκεια δώδεκα χρόνια της κυριαρχίας του Χίτλερ, θα ήταν έγκυος πάντα. Έτσι, η Μάγδα Γκαίμπελς φαινόταν να πληροί τα ναζιστικά ιδανικά και ως εκ τούτου φάνηκε η φυσική επιλογή για τη θέση της Πρώτης Κυρίας του Γ Ράιχ. Ήταν μάλιστα τέτοια η λατρεία και το πάθος της για τον Χίτλερ, που επέλεξε να ονομάσει κάθε της παιδί με ένα όνομα που θα ξεκινούσε από «Χ».
Παρά το γεγονός ότι ο γάμος των Γκαίμπελς ήταν κάπως θυελλώδης αφού τόσο η Μάγδα και ιδιαίτερα ο Ιωσήφ είχαν άλλους εραστές, έμειναν μαζί και όταν ο Χίτλερ αποσύρθηκε στο καταφύγιο , η Μάγδα, ο Ιωσήφ, και τα 6 παιδιά ακολούθησαν τον ήρωα τους. Οι Γκαίμπελς πίστευαν ότι τα παιδιά θα χρησιμοποιούντο ως προπαγάνδα εναντίον των ίδιων και του ναζιστικού καθεστώτος, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να πεθάνουν.
Το έργο προσεγγίζει το ζήτημα της επιλογής της θανάτωσης των παιδιών μέσα από μια τετελεσμένη πολλαπλότητα, αλλά και αμφιβολία ως προς τον τρόπο θανάτωσης τους. Η Μάγκντα περιγράφει την παιδοκτονία σαν σε παραλήρημα, παρουσιάζοντας πολλαπλές εκδοχές, σαν να πρόκειται να συμβούν σε κάποιο μελλοντικό, αλλά απροσδιόριστο χρόνο.
Ο Γκαίμπελς παρουσιάζει κι εκείνος την δική του εκδοχή της χρονικά ρευστής ιστορίας, μέσα από αλλεπάλληλους μονολόγους – λόγους. Ο Goebbels έπασχε από ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας που τον οδήγησε να αναγνωρίσει τον Χίτλερ ως εκείνον που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να επιτύχει τη βαθιά και σκοτεινή επιθυμία για εξουσία πέρα και πάνω από οποιαδήποτε σκέψη περί ηθικής, και αυτό είναι κάτι που τονίζεται ιδιαίτερα και στην παράσταση.
Η αναπηρία του σε συνδυασμό με την υψηλή νοημοσύνη, τη φιλοδοξία του, την αδηφάγο σεξουαλικότητα και την σχετική φτώχεια του, δημιούργησε ένα πλούσιο μείγμα με πικρά συμπλέγματα που φάνηκαν όταν άρχισε να γράφει αποκαλυπτικά κείμενα στα περιοδικά Του.
Μόλις απέκτησε θέση δίπλα στον Χίτλερ, ο Γκαίμπελς χρησιμοποίησε την απεριόριστη εξουσία του για να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία πέρα από τα όνειρα των μιμητών του σήμερα. Απέκτησε τον πλήρη έλεγχο του Γερμανικού Τύπου, των εκδόσεων, ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, θεάτρου και κινηματογράφου. Υπαγόρευε στις εφημερίδες τη «γραμμή» που έπρεπε να περνάνε, χάρισε οικονομικές συσκευές ραδιόφωνο σε σχεδόν κάθε σπίτι για να διασφαλιστεί ότι όλοι θα ακούν το μήνυμα του, και ανέθεσε σε ηθοποιούς και σκηνοθέτες να αναλάβουν την οπτικοποίηση του μηνύματος του.
Ερμηνείες
Η Παρθενόπη Μπουζούρη ερμηνεύει την Μάγκντα Γκαίμπελς με τρόπο φλογερό, παρανοϊκό, αλλά ταυτόχρονα γήινο. Η ηρωίδα της αναδύεται όντως μέσα από τους καπνούς της ιστορίας, με την «κατάρα» να ζει και να ξαναζεί την πτώση της εν είδη μαρτυρίου… Ενσαρκώνει την απόλυτη κατάρρευση του Ναζισμού, ως θύτης και ως μάρτυρας. Κινείται με ακρίβεια στη σκηνή, είναι εξαιρετικά εύγλωττη στις σιωπές της και δημιουργεί εικόνες της ζωής και της ψυχοσύνθεσης της Μάγκντα, ακόμα και όταν δεν είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Οι μονόλογοι της στο δεύτερο μισό του έργου – η ερωτική επιστολή προς τον Χίτλερ, και η περιγραφή της ζωής της πλάι στον Γκαίμπελς στην βοηθό της – είναι ανατριχιαστικά έντονοι, φωνές αυτογνωσίας και ενδοσκόπησης. Η ηρωίδα της Μπουζούρη παραπαίει ανάμεσα στην ωμή πραγματικότητα και τη φαντασία της, στη λογική και τη σχάση. Ίσως είναι και οι δυνατότερες στιγμές του έργου.
O Θάνος Παπακωνσταντίνου ενσαρκώνει τον Τζόζεφ Γκαίμπελς κινούμενος καθ’όλη τη διάρκεια του έργου σε υψηλούς τόνους, και ρυθμούς. Οι μονόλογοι του είναι χειμαρρώδεις και καταιγιστικοί, και καταφέρνει να αποδώσει την εριστική και εφιαλτική προσωπικότητα του Γκαίμπελς, και το μέγεθος της διαστροφής του ευφυούς του ήρωα.
Σωστοί και με ακρίβεια στην έκφραση και την κίνηση τους η Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου, που θυμίζει λίγο σε ύφος τη Μαρλένε από την Φον Καντ, και ο Δημήτρης Κίτσος.
Η παράσταση είναι στο σύνολο της οριοθετημένη και κλειστοφοβική, σκοτεινή και ζοφερή στο ύφος της, και καταφέρνει να μεταφέρει το μέγεθος της παρανοϊκής λογικής μέσα από την πάντα αιχμηρή και διεισδυτική ματιά της Άντζελας Μπρούσκου, η οποία είχε να αναμετρηθεί με ένα δύσκολο κείμενο. Καταφέρνει να δώσει ψήγματα από τον εκρηκτικό και αλληλοσυγκρουόμενο χαρακτήρα και τη ζωή των ηγετών του Γ Ράιχ, σαν σε κομμάτια από παζλ. Ωστόσο αν ο θεατής δεν είναι γνώστης των βασικών γεγονότων, αλλά και των φιλοσοφικών θεωριών με τις οποίες συνδέεται ο ναζισμός και η προπαγάνδα στην αρχή του έργου, ίσως δυσκολευτεί να παρακολουθήσει τον γρήγορο ρυθμό και τον εκρηκτικό τρόπο έκφρασης των ηρώων, και να θεωρήσει την εναλλαγή συναισθημάτων και εικόνων ως έλλειψη ειρμού. Αυτό όμως είναι πρόβλημα του κειμένου, το οποίο προσπάθησε με μεγάλη αφοσίωση να διασώσει η σκηνοθεσία. [Ίσως μάλιστα η προσθήκη του κειμένου στο πρόγραμμα της παράστασης να βοηθούσε το θεατή να συνθέσει έστω και εκ των υστέρων τα κομμάτια του έργου που μπορεί να μην έχει κατανοήσει].
Η Μπρούσκου έχει τη μοναδική ικανότητα να αποδίδει τη σκοτεινιά της ανθρώπινης ψυχής, την ψύχωση και την μανία της, και η ικανότητα της αυτή δεν την προδίδει ούτε στη Μάγκντα Γκαίμπελς. Μετέτρεψε την νέα σκηνή του Ρεξ στο μπούνκερ, επένδυσε εκ νέου στο μαύρο σκηνικό, έβαλε τη Live camera που βοηθά στην αποτύπωση εικόνων και πολλαπλών θεάσεων – η πολλαπλότητα είναι σημαντικό στοιχείο της παράστασης γιατί αποδίδει και τη θεατρικότητα της Ναζιστικής έκφρασης – και δημιούργησε μια παράσταση υψηλής αισθητικής. Η τελευταία σκηνή του έργου είναι αριστουργηματική στην ακρίβεια της σύλληψης και της εκτέλεσης της.
Συνολικά, η Μάγκντα Γκαίμπελς στο Ρεξ είναι μια παράσταση – πρόκληση για το θεατή, και προφανώς δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό… ποιος είπε όμως ότι το θέατρο δεν έχει – απόλυτη – ανάγκη αυτές τις παραστάσεις;
Σκηνικά-κοστούμια-live camera: Άντζελα Μπρούσκου
Μουσική και Sound design: Θάλεια Ιωαννίδου
Video artist–επεξεργασία video: Νατάσσα Ιωάννου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Στέβη Κουτσοθανάση.
Παίζουν: Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου, Δημήτρης Κίτσος, Παρθενόπη Μπουζούρη, Θάνος Παπακωνσταντίνου.
[Η παράσταση είναι κατάλληλη από 18 ετών και άνω]