Ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της Ιστορίας Θεάτρου είναι το Θέατρο Νο. Το θέατρο Νο κατάγεται από την Ιαπωνία και γεννήθηκε τον 14ο αίωνα. Χαρακτηρίζεται ως ένα θέατρο φορμαλιστικό, με βαθιές ρίζες στην παράδοση, την οποία επιθυμεί να τελειοποιήσει, παρά να καινοτομήσει. Στα στοιχεία του συμπεριλαμβάνεται η μουσική, ο χορός και το δράμα, ενώ όλοι οι ερμηνευτές στο Θέατρο Νο είναι άντρες.
Ο όρος Νο στα Ιαπωνικά δηλώνει το χάρισμα ή το ταλέντο και παρατηρείται μία αξιοσημείωτη αντιστοιχία στην ιαπωνική παράδοση με την αρχαία τραγωδία. Αρχικά, οι παραστάσεις τους, που διαρκούσαν μία ολόκληρη ημέρα, έπρεπε να συμπεριλαμβάνουν πέντε δράματα του θεάτρου Νο, με ενδιάμεσα Κυογκέν. Τα Κυογκέν είναι συντομότερα έργα, σατυρικής διάθεσης και ενώ τα έργα του θέατρου Νο βασίζονται περισσότερο στην μουσικοχορευτική παράδοση, τα Κυογκέν περιέχουν έξυπνους διαλόγους, ρυθμική γλώσσα και αστεία με σκοπό να προκαλέσουν το γέλιο του κοινού. Παίζονται συνήθως από δύο ή τρεις ηθοποιούς. Σήμερα, μία παράσταση συνήθως αποτελείται από δύο έργα του Θεάτρου Νο και ένα ενδιάμεσο κωμικό Κυογκέν. Τα δύο αυτά είδη συνθέτουν το παραδοσιακό Ιαπωνικό Θέατρο με τον όρο Νογκάκου.
Η ανάπτυξη αυτού του ιαπωνικού είδους θεάτρου έχει τις ρίζες της σε θρησκευτικά τελετουργικά, καθώς επίσης σε λαϊκές αλλά και αριστοκρατικές μορφές τέχνης. Οι καλλιτέχνες που συνέβαλαν στην διαμόρφωση του είδους είχαν ανάγκη από έναν προστάτη-πάτρονα. Καθοριστική στο είδος θεωρείται η συμβολή του Zeami Motokiyo, ο οποίος επηρέασε την διαμόρφωση του είδους στην πρώτη περίοδο ανάπτυξής του (1333-1573) και μάλιστα κατάφερε να εξασφαλίσει ένα είδος κρατικής επιχορήγησης. Ακόμα κι όταν έχασε την πολιτική του εύνοια ο Zeamiκαι εξορίστηκε, το είδος συνέχισε να ανθίζει και αναγνωρίστηκε και επίσημα ως ένα εθνικό είδος θεάτρου, που μάλιστα επηρέασε με την σειρά του άλλες θεατρικές φόρμες, όπως το θέατρο Καμπούκι και το Μπούτο. Μετά το τέλος της κρατικής επιχορήγησης, αναπύχθηκαν τέσσερις θεατρικές ομάδες που συνέχισαν να δουλεύουν και να εξελίσσουν το είδος, λαμβάνοντας πλέον χρηματοδότηση και προστασία από ναούς και ιερά.
Η επόμενη φάση ανάπτυξης (1603-1867) υπήρξε και η πιο καθοριστική, καθώς το Shogunate (ένα είδος στρατιωτικής κυβέρνησης) υιοθέτησε το Θέατρο Νο ως την επίσημη μορφή τελετουργικής τέχνης και μάλιστα εξέδωσε κανόνες στους οποίους θα έπρεπε αυτό ως φόρμα να υπακούει. Την ίδια περίοδο σχηματίστηκε και μία πέμπτη ομάδα του Θεάτρου Νο και αυτοί οι πέντε θίασοι επιβιώνουν και δίνουν παραστάσεις έως τις μέρες μας.
Το θέατρο Νο αποκτά πλέον και επίσημα τον τελετουργικό του χαρακτήρα, δομημένο γύρω από το τραγούδι και τον χορό. Η κίνηση είναι αργή, σχεδόν ιερατική, η γλώσσα είναι ποιητική, αλλά η εκφορά του λόγου οφείλει να είναι «μονότονη» και αυστηρή. Τα έργα αντλούν συχνά τα θέματά τους από θρύλους και παραδόσεις για πνεύματα, στοιχεία της φύσης, θρύλους, καθώς επίσης την λογοτεχνική και ιστορική παράδοση της χώρας. Στο πλούσιο θέαμα συμβάλλουν επίσης τα βαριά και φαντασμαγορικά κοστούμια, που συχνά είναι φτιαγμένα από μετάξι, ενώ χρησιμοποιούνται και διάφορα αντικείμενα, όπως μεγάλες βεντάλιες που διπλώνουν και ανάλογα με το σχήμα που παίρνουν, μπορούν με την σειρά τους να υποδηλώσουν άλλα αντικείμενα.
Ο σκηνικός χώρος των παραστάσεων Νο είναι τετράγωνος, ανοιχτός από τις τρεις πλευρές και κλειστός μόνο στο βάθος με έναν τοίχο, που φέρει ζωγραφισμένη πάνω του μια βελανιδιά. Τέσσερις κολώνες στηρίζουν την οροφή, ενώ υπάρχει μία μικρή γέφυρα σε γωνία από την σκηνή, από την οποία μπαίνουν στον χώρο οι ερμηνευτές. Ενώ κατά την παράδοση οι παραστάσεις του Θεάτρου Νο δίνονται σε ανοιχτούς χώρους, τελευταία άρχισαν να χρησιμοποιούνται και σύγχρονα, κλειστά θέατρα.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι ερμηνευτές είναι μόνο άντρες, ενώ η τεχνική του θεάτρου Νο βασίζεται στην χρήση της μάσκας. Οι μάσκες, που απεικονίζουν άλλοτε δαιμονικές και άλλοτε ευνοϊκές δυνάμεις, άλλοτε άντρες και άλλοτε γυναίκες διαφόρων ηλικιών, είναι κατασκευασμένες τρισδιάστατες, από υλικά όπως το ξύλο, το χαρτί, ο πηλός, το ύφασμα κτλ. Οι ηθοποιοί εκπαιδεύονται σε διαφορετικές κλίσεις της κεφαλής, έτσι ώστε η μάσκα να μεταμορφώνεται και ο χαρακτήρας τους να υποδηλώνει διαφορετικά συναισθήματα, ενώ φυσικά αναπτύσσουν μία εντελώς διαφορετική σωματικότητα από όσους δεν φορούν μάσκα.
Οι χαρακτήρες στα έργα του θεάτρου Νο είναι συγκεκριμένοι, καθώς αφηγούνται καθιερωμένους μύθους και το στοίχημα κάθε φορά δεν είναι η πρωτοτυπία, αλλά η τελειοποίηση της λεπτομέρειας στην κίνηση και την εκφορά του λόγου. Στους βασικούς χαρακτήρες ανήκει ο σίτε, που είναι κάθε φορά ο πρωταγωνιστής και μπορεί να είναι μία θεότητα, ένας δαίμονας, ένας σοφός γέροντας κτλ, ο γουάκι, που είναι ένας δεύτερος ρόλος και σε αντίθεση με τον σίτε πρέπει πάντα να απεικονίζει κάποια ζωντανή μορφή (ενός σαμουράι πολεμιστή, ενός ιερέα, μοναχού κτλ), οι γιουτάι που επιτελούν τον ρόλο του χορού, είναι στημένοι στο αριστερό τμήμα της σκηνής και βοηθούν τον σίτε στην αφήγηση της ιστορίας, οι χαγιάσι που είναι οι τέσσερις μουσικοί που συνοδεύουν την παράσταση, ενώ στην σκηνή υπάρχουν και οι κόκεν, οι οποίοι είναι ντυμένοι στα μαύρα και δεν είναι ηθοποιοί, βοηθούν όμως τους ηθοποιούς επί σκηνής όταν χρειάζονται σκηνικά αντικείμενα. Πέρα από τις βεντάλιες, τις οποίες χρησιμοποιούν όλοι οι ηθοποιοί που έχουν βασικό ρόλο, άλλα συνήθη αντικείμενα είναι τα εξής: ξίφη, πηγάδια, βωμοί, βάρκες κτλ.
Σήμερα, το θέατρο Νο μετράει περίπου 250 έργα στο ρεπερτόριό του και 1500 ενεργούς ηθοποιούς. Οι ηθοποιοί του θεάτρου Νο εκπαιδεύονται από μια πολύ νεαρή ηλικία (συνήθως από τα τρία τους έτη) και ασκούνται στην πειθαρχία. Ζουν μια πολύ αφιερωμένη ζωή, σκληρής τεχνικής λόγου και κίνησης, την οποία προσπαθούν να τελειοποιήσουν