Στο Θέατρο Αθηνών
- Κριτική: Ειρήνη Μάρκου
Το Θέατρο Αθηνών είναι ένα θέατρο όπου, από πέρυσι ακόμα, γνωρίζει συνεχείς ουρές στα ταμεία, μία πλατεία ασφυκτικά γεμάτη, διαρκή sold-out και λίστες αναμονής.
Η συνταγή της επιτυχίας: ένα εξαιρετικό έργο, που αν και πόρρω απέχει από τα εύπεπτα θεάματα, χάρη στην τόλμη του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, έγινε –και δικαίως– μία από τις εμπορικότερες παραστάσεις της περσινής (και προβλέπεται και της φετινής) σεζόν, επαναπροσδιορίζοντας τον ίδιον τον όρο «εμπορικό» θέατρο και επιστρέφοντάς το στην ζώνη των υψηλών καλλιτεχνικών αξιώσεων, ανεβάζοντας τον πήχη για όλους. Πρόκεται, φυσικά, για το προσωπικό στοίχημα του ηθοποιού-σκηνοθέτη, που έφερε σε μία από τις κεντρικότερες σκηνές της πόλης ένα από τα συγκλονιστικότερα έργα της σύγχρονης δραματολογίας, τον Πουπουλένιο του Martin Mc Donagh.
Το έργο
Ο Martin Mc Donagh θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς, σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς. Έχει αναπτύξει ένα πολύ ιδιαίτερο, προσωπικό ύφος γραφής, επιλέγοντας θέματα σκοτεινά, χαρακτήρες-αντιήρωες και μία γλώσσα καθημερινή με μεγάλες δόσεις ποιητικότητας, συνοδευόμενη από το πιο σκοτεινό χιούμορ. Το έργο του «Ο πουπουλένιος» ανέβηκε πρώτη φορά από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας το 2003, κερδίζοντας το 2004 το Βραβείο Olivier για καλύτερο νέο έργο και γνωρίζοντας άμεσα ανεβάσματα σε πολλές άλλες χώρες. (Στην Ελλάδα, η παράσταση στον Εξώστη του Αμόρε το 2005, πρωτοσύστησε το έργο στο ελληνικό κοινό, γράφοντας ιστορία.)
Πρόκειται για ένα έργο που βρίθει διαστρωματικών αναγνώσεων και πολλαπλών επιπέδων ερμηνειών. Μία σκοτεινή αλληγορία για την χαμένη αθωότητα, ένας ύμνος στην παιδική ηλικία που κατασπαράσσεται από τον κόσμο των ενηλίκων, ένα έργο για την αγωνία του αληθινού δημιουργού και την φύση και τις πηγές της τέχνης ή μία πολιτική παραβολή; Όποια απάντηση και να δώσει κανείς, δεν θα αστοχήσει, καθώς το έργο, διαθέτοντας ένα γερά στερεωμένο κέντρο, απλώνει την ακτίνα του κυκλώνοντας ζωτικά και καίρια, όλα τα προαναφερθέντα θέματα. Και ίσως αυτό να είναι που μεγαλώνει ακόμα περισσότερο την αξία του: το ότι επιθυμεί να μιλήσει για την παιδική ηλικία και την απώλεια της αθωότητας, κατασκευάζοντας ένα ολόκληρο σύμπαν μυθοπλασίας, με εξαιρετικά πλασμένους χαρακτήρες, φορτωμένοι ο καθένας με το δικό του σκοτεινό μυστικό και παρελθόν και μια προσωπική ιστορία που θα στιγματίσει την μεταξύ τους σχέση και αλληλεπίδραση.
Σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που δεν κατονομάζεται, ένας συγγραφέας, ο Χατούριαν Χατούριαν Χατούριαν, συλλαμβάνεται από την αστυνομία και ανακρίνεται σχετικά με τις ιστορίες που γράφει, χωρίς όμως να μπορεί να μαντέψει αρχικά το γιατί. Ιστορίες που δεν έχουν δημοσιευτεί ποτέ, -εκτός από μία-, ιστορίες σκοτεινές, που περιστρέφονται γύρω από παιδιά που υποφέρουν, παιδιά που κακοποιούνται, παιδιά που πεθαίνουν. Γρήγορα θα μάθει πως ο μικρότερος αδερφός του, ο Μίκαλ, ο οποίος έχει μια μορφή νοητικής υστέρησης, έχει επίσης συλληφθεί και βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο, ενώ και οι δυο τους κινδυνεύουν με την κατηγορία του φόνου παιδιών, καθώς, τον τελευταίο καιρό, παιδιά εξαφανίζονται υπό τις ίδιες μυστηριώδεις συνθήκες που περιγράφει ο Χατούριαν στις ιστορίες του.
Διάλογοι σε καταιγιστικό ρυθμό, που σπάει ευπρόσδεκτα η εγκιβωτισμένη αφήγηση των ιστοριών του Χατούριαν, γλώσσα ανάμεικτη, αποχρώσεις τρυφερές και σκληρές μαζί, μια πλοκή αστυνομική με στοιχεία θρίλερ, η μοίρα και η αγωνία του καλλιτέχνη σε πρώτο πλάνο, γονεϊκά πειράματα και φυσικά, στο κέντρο όλων αυτών, τα παιδιά…
Η παράσταση
Το εγχείρημα του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, να μεταφέρει ένα τέτοιο έργο σε κεντρική σκηνή, με αξιώσεις μεγάλης παραγωγής, μπορεί –μόλις δει κάποιος την παράσταση– να φαντάζει αυτονόητο το ότι απέφερε καρπούς, δεν παύει όμως να αποτελεί ένα τολμηρό ρίσκο, που ευτυχώς τον δικαίωσε. Η παράσταση στέκεται αντάξια ενός έργου που έχουν αγαπηθεί όσο λίγα, επιλέγοντας να φωτίσει κυρίως το υποδόριο και σαρδόνιο χούμορ του κειμένου, κρατώντας παράλληλα στο ζενίθ την αγωνία του θεατή, έχοντας βρει τον ρυθμό και τις ανάσες του έργου, με μία σκηνοθεσία που αποφεύγει (έξυπνα) να εστιάσει στο δραματικό κομμάτι τις στιγμές που το κείμενο θα κινδύνευε να γίνει μελοδραματικό –μέσω πιο προφανών επιλογών– και επιλέγει να το αποφορτίσει και να το ελαφρύνει ακόμα και αισθητικά˙ για παράδειγμα, με την σαν animation, καρτουνίστικη ζωντανή αναπαράσταση των πιο φρικωδών ιστοριών να παίρνει το focus από την αφήγηση, χωρίς να την υπονομεύει. Αντιθέτως, με την αντίστιξη που δημιουργεί ως ένα πολύχρωμο –και διασκεδαστικό στην όψη– σύμπαν, να ενδύει τις πιο μελανές αφηγήσεις, αποφορτίζοντας τον λόγο, ενισχύει την ουσία του.
Το εξαιρετικό σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή (υπεύθυνη και για τον σχεδιασμό των κοστουμιών της παράστασης), οπτικοποιεί και συνάδει με την γύμνια, την ασχήμια και την έλλειψη κάθε νότας ανθρωπιάς σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς: πώς επηρεάζονται από αυτό οι ήρωες που καθημερινά εδώ υπάρχουν και εργάζονται και πώς αισθάνονται όσοι τους «ρίχνουν» βίαια σ’ ένα τέτοιο σκηνικό;
Αν όμως όλα τα στοιχεία της παράστασης (σκηνοθεσία, σκηνικά, φωτισμοί, μουσική) αναδεικνύουν το κείμενο και λειτουργούν υπέρ του έργου, αυτό που το απογειώνει είναι οι ερμηνείες των τεσσάρων πρωταγωνιστών. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, στον ρόλο του συγγραφέα, δίνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες του (γεγονός διόλου εύκολο ή αυτονόητο εάν σκεφτεί κανείς ότι αυτοσκηνοθετείται). Ο Χατούριάν του φοβάται, απορεί, εξανίσταται, ελπίζει, απελπίζεται, αγαπάει τον αδερφό του και λατρεύει τα κείμενά του, τόσο αβίαστα και οργανικά, με αξιοζήλευτη δεξιοτεχνία, ενώ αποδεικνύεται και έξοχος αφηγητής –στα αντίστοιχα μέρη. Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος στον ρόλο του Μίκαλ είναι άκρως συγκινητικός για την ειλικρίνεια και την απλότητατης ερμηνείας του, μια ερμηνεία γεμάτη τρυφερότητα, στοιχεία παιδικής αφέλειας, χιούμορ και ευαισθησίας και φυσικά έλλειψη επίγνωσης του κακού. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος έχτισε μια περσόνα για τον Άριελ, το εκ κειμένου «κακό μπάτσο» με την στερημένη παιδική ηλικία, σχεδόν bigger than life˙ χονδρικά μιλώντας, θα μπορούσε κανείς να την χαρακτηρίσει έως και καρικατουρίζουσα, ήταν όμως τόσο εύστοχη ως επιλογή (ειδικά για έναν εκπρόσωπο της τάξης), που αντί να τον γελοιοποιεί, μεγαλώνει την επικινδυνότητά του, χάρη στην αλήθεια πάνω στην οποία πατάει και την τρομερή συνέπεια και ταλέντο του ηθοποιού. Τέλος, ο Νίκος Κουρής, ο «καλός» μπάτσος που ηγείται της έρευνας και της ανάκρισης, ο πιο αποστασιοποιημένος ίσως χαρακτήρας του έργου, βρήκε μικρά, κωμικά τρικς που να αντισταθμίζουν τον κυνισμό του ρόλου του, με την ερμηνευτική δύναμη και στιβαρότητα του ηθοποιού να αντανακλά με επιτυχία την στιβαρότητα και εξουσία του ρόλου.
Μία dream-team ηθοποιών σε ένα βαθύ έργο, σε μία παράσταση που γραπώνει κάθε θεατή.
Ειρήνη Μάρκου για το mytheatro.gr
Συντελεστές:
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Σκηνικά – Κοστούμια: Αθανασία Σμαραγδή
Μουσική: Μίνως Μάτσας
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Εικονογράφηση σκηνικών: Φίλιππος Φωτιάδης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Έλενα Σκουλά
Παίζουν:
Χατούριαν (συγγραφέας): Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Τουπόλσκι (ανακριτής): Νίκος Κουρής
Άριελ (ανακριτής): Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Μίκαλ (αδελφός): Γιώργος Πυρπασόπουλος
Παραστάσεις:
Τετάρτη με Κυριακή στις 9.00 μ.μ.
Λαϊκή απογευματινή Σάββατο στις 6.00 μ.μ.
Διάρκεια:
125 λεπτά (μαζί με το διάλειμμα)
Τιμές εισιτηρίων:
Πλατεία Α’: 20 ευρώ, Πλατεία Β’: 17 ευρώ
Λαϊκή απογευματινή: 17 ευρώ
Νεανικό (μέχρι 28 ετών) και συνταξιούχων (άνω των 65 ετών): 14 ευρώ Ανέργων : 10 ευρώ. Σάββατο βράδυ και περίοδο εορτών ισχύει γενική είσοδος: 20 ευρώ.
Τα νεανικά, των συνταξιούχων και των ανέργων, ισχύουν μόνο Τετάρτη και Πέμπτη.
ΘΕΑΤΡΟ ΑΘΗΝΩΝ Πανεπιστημίου & Βουκουρεστίου 10 Σύνταγμα – Αθήνα Τηλ.: 2103312343