fbpx

Λίλιομ Θεατρική Κριτική

Βαθμολογία Επισκεπτών: 5

Στο Θέατρο Πόρτα

  • Κριτική: Κάτια Σωτηρίου

Τι θα άλλαζες αν ξαναγινόσουν 18 χρονών; Ποιο συναίσθημα σου θα ομολογούσες; Κάπως έτσι, σε έναν πίνακα ανακοινώσεων με κίτρινα post it, για ερωτήσεις ξεκινά η επαφή του θεατή με το Liliom στο θέατρο Πόρτα.

Η προσπάθεια όμως των συντελεστών της παράστασης να σε εντάξουν, επιτυχημένα, στην ατμόσφαιρα του Λιλιομ δε σταματά εκεί. Από τη στιγμή της εισόδου στην αίθουσα, βρίσκονται επί σκηνής, λικνίζονται στους ήχους ενός νοσταλγικού βαλς, ενώ ο «Λιλιομ» Γιώργος Χρυσοστόμου, με το μικρόφωνο του κράχτη του λούνα πάρκ καλεί τους θεατές να πάρουν τις θέσεις τους, υποβοηθούμενος από τους ένστολους του έργου που παίζουν το ρόλο του ταξιθέτη. Όταν όλοι κάθονται πια και απολαμβάνουν την υπέροχη αυτή εισαγωγή, είναι έτοιμοι για να ξεκινήσει η βόλτα σε ένα κόσμο που ακροβατεί μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, υπερρεαλισμού, αλλά και βαθιάς τραγικότητας. Εξάλλου, στην πρώτη σκηνή του έργου, οι ηθοποιοί στροβιλίζονται στο αυτοσχέδιο καρουσέλ, φορώντας μάσκες – κεφαλές μονόκερου, εντάσσοντας μας κατευθείαν στο ονειρόδραμα του Μόλναρ.

liliom theatriki kritiki

Εκ των πραγμάτων, ο κόσμος που φιλοτεχνεί ο Μόλναρ στο έργο του έχει στοιχεία ποιητικότητας, ψευδαίσθησης, και επίπλαστης χαράς. Είναι ο κόσμος του λούνα παρκ, με τα αλογάκια και τα αυτοκινητάκια που χαρίζουν διασκέδαση και ξενοιασιά μόνο για όσο διαρκεί ένα κέρμα. Κάπως έτσι κυλούν και οι ζωές των ηρώων του. Ο Λίλιομ είναι ο κράχτης, ένας γοητευτικός, ετοιμόλογος και ικανός «αλήτης», ένα λαϊκό αγόρι με τονισμένο υπερεγώ που αδυνατεί να ρίξει το προσωπείο του κακού, που επιζητά το θαυμασμό, την ευκολία, το χρήμα, αλλά και που προσπαθεί να κρύψει τις ρωγμές του. Δουλεύει στο λούνα Παρκ της Μαντάμ Μουσκάτ, μιας επιβλητικής γυναίκας που είναι γοητευμένη από τον Λίλιομ, αλλά που δε διστάζει, προκειμένου να διαφυλάξει τη θέση της και την κυριαρχία της στη δημόσια αντιπαράθεση με τα τη Τζούλι που φλερτάρει το Λίλιομ, να απολύσει τον κράχτη της όταν εκείνος παίρνει το μέρος τους. Κι ενώ η σχέση τους ξεκινά ως μια απλή σχέση πάθους της μιας βραδιάς, ο Λίλιομ τελικά παντρεύεται την Τζούλι, και ξεκινά μια νέα ζωή μαζί της, χωρίς δουλειά, με την οικονομική, αλλά όχι και ηθική στήριξη της θείας της.

Μέσα στο γάμο, ο Λίλιομ αδυνατεί να δώσει χώρο στο συναίσθημα του, και φτάνει ακόμα και σε πράξεις βίας κατά της Τζούλι, ταράζεται ωστόσο όταν εκείνη μένει έγκυος, και αποφασίζει μια ληστεία που το προτείνει ο φίλος του, για να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο του και να προσφέρει μια καλύτερη ζωή στην οικογένεια του. Όταν όμως η δουλειά στραβώνει, ο Λίλιομ αυτοκτονεί για να αποφύγει τη φυλακή, και οδηγείται στο επουράνιο δικαστήριο των αυτοχείρων, όπου του δίδεται η δυνατότητα εξιλέωσης. 16 χρόνια μετά, επιστρέφει στη γη για να δει την κόρη του, αλλά η αλαζονεία και η έμφυτη οργή του δεν του επιτρέπουν ούτε την ύστατη ώρα να απελευθερώσει την τρυφερότητα που τόσο επιμελώς καταπιέζει.

Η ουσία του «Λίλιομ» συμπυκνώνεται στην αίσθηση του παραμυθιού, στην πρόσκαιρη ευχαρίστηση, στην ψευδαίσθηση. Για το λόγο αυτό ο Θωμάς Μοσχόπουλος αποφεύγει την κορύφωση στο έργο, αλλά επιδιώκει μια μάλλον ομαλή πορεία προς τη μη-εξιλέωση του κεντρικού ήρωα. Ο ηρωισμός και αντι-ηρωισμός όμως στο Λίλιομ είναι αντίστροφοι του αναμενόμενου. Ο Λίλιομ επιλέγει να παραμείνει εγκλωβισμένος στην εικόνα του, αλλά και θύμα της καταπίεσης των ευγενών συναισθημάτων με την οποία εμποτίστηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του, ενώ η νεαρή Τζούλι παραμένει πιστή σε μια αγάπη που δεν έχει λογικό έρεισμα. «Είναι ποτέ δυνατόν να σε χτυπήσει κάποιος -γερό χτύπημα, με κρότο– κι εσύ να μην πονέσεις καθόλου;» αναρωτιέται η κόρη. Για την Τζούλι, με τη σταθερότητα και συνειδητότητα των συναισθημάτων της είναι. Παράλογα συγκινητικό θα λέγαμε, έρχεται να μας θυμίσει την πίστη στην ατελή αγάπη.

liliom5

Η σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου υπογραμμίζει τον ονειρικό χαρακτήρα του έργου, καθώς επιλέγει να προβάλλει τη ζωή των ηρώων σε εικόνες, σε ενσταντανέ φωτογραφικά, σε παρεμβάσεις και περιγραφές σκηνών μέσα στις σκηνές, με την αρωγή της γλυκιάς μουσικής του Κορνήλιου Σελαμσή και τους φωτισμούς της Σοφίας Αλεξιάδου. Δίνει ιδιαίτερη βάση στην συναισθηματική απομόνωση, την ευκολία με την οποία επιλέγουν οι άνθρωποι να απεμπλακούν, να αποσυνδεθούν από τον άνθρωπο τους. Και εκεί κερδίζει το στοίχημα, γιατί με τον τρόπο αυτόν εμπλέκει το θεατή, και τον οδηγεί σε ένα ρόλερ κόστερ συναισθημάτων. Χρήζει ιδιαίτερης μνείας η σκηνή «παρηγοριάς» που ακολουθεί το θάνατο του Λίλιομ, όταν οι φίλοι και συγγενείς της Τζούλι προσπαθούν να την πείσουν ότι δεν της συνέβη καλύτερο πράγμα στη ζωή της. Και είναι μια ενδεικτική σκηνή για το πώς δένει το κωμικό με το δραματικό στοιχείο στην παράσταση, κάνοντας το θεατή να γελά και να συγκινείται μέσα στην ίδια σκηνή.

Το έργο του Μόλναρ έχει και έντονο το πολιτικό στοιχείο: η βία που ασκεί η φτώχεια στην ανθρώπινη ψυχή, αλλά και η ενδοοικογενειακή βία, και ο αντισημιτισμός της εποχής σχολιάζονται ακροθιγώς στο έργο, χωρίς ωστόσο να βαραίνουν στο θεατή. Κυρίως όμως ο Μοσχόπουλος δημιουργεί μια καλοδουλεμένη και αρμονικά δεμένη ομάδα, με ηθοποιούς που ακολουθούν τον εσωτερικό ρυθμό της παράστασης, αλλά εκφράζονται και με το προσωπικό τους ένστικτο.

liliom4

Ο Γιώργος Χρυσοστόμου είναι μια μορφή πληθωρική και συμπαθητική. Είναι προφανές ότι προσεγγίζει τον ήρωα του με αγάπη, και προσπαθεί να τονίσει τόσο το μάτσο χαρακτήρα του, όσο και την γοητεία του Λίλιομ. Εδώ πάλι το διττό νόημα του ονόματος φανερώνει το χαρακτήρα του ήρωα: η ομορφιά του λουλουδιού συναντά τον «αλήτη» στην ουγγρική αργκό. Είναι το κακό παιδί, που έχει δημιουργήσει μια δική του εκδοχή αξιοπρέπειας και παραμένει συνεπής σε αυτήν, χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες των πράξεων του, αλλά και την επίδραση τους στην ψυχή των ανθρώπων που για κάποιο λόγο τον αγαπούν. Ο Χρυσοστόμου έχει μια αξιοθαύμαστη άνεση στη σκηνή, διατηρεί την ειρωνεία και τη χυδαιότητα του ήρωα του, και τονίζει το φαύλο χαρακτήρα του, επιτρέποντας όμως να φανούν οι ρωγμές στο κέλυφος του. Ο ήρωας του είναι ρηχός, με εκλάμψεις συναισθηματισμού, είναι ένας απατεωνίσκος που παρασύρεται πιο εύκολα σε εγκληματικές πράξεις, παρά σε ευγενείς και νόμιμους καταναγκασμούς. Και την πιο δύσκολη ώρα, επιλέγει πάλι το προσωπείο του. Είναι σωστός, σαφής, με καλό ρυθμό και άρθρωση, γεμίζει εύκολα τη σκηνή με την παρουσία του. Επιτρέπει στο θεατή να συμπονέσει τον Λίλιομ, παρά την αντιηρωική συμπεριφορά του.

Η Φιλαρέτη Κομνηνού στο ρόλο της Μουσκάτ, λίσσεται με την περίσσεια μαεστρία της ανάμεσα στη λαϊκότητα, την επιβλητικότητα και την τρυφερότητα της ηρωίδας της. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου και το όνομα, που παραπέμπει τόσο στο μοσχοστάφυλο όσο και στη Γερμανική αγριόγατα (musk cat). Η αλλαγή του τόνου και ο χρωματισμός της φωνής της, και τα βλέμματα έρωτα προς τον Λίλιομ καταδεικνύουν την βαθιά ανθρώπινη υπόσταση της Μουσκάτ. Είναι ωστόσο εντυπωσιακά διαφορετική όταν προσπαθεί, στην αρχή του έργου να διατηρήσει τα κεκτημένα της, όταν έρχεται αντιμέτωπη με την Τζούλι, στην οποία επιτίθεται με έναν εντυπωσιακά καταιγιστικό αθυρόστομο λεκτικό. Η Φιλαρέτη Κομνηνού προσφέρει την εγγενή γοητεία και την ευγενή αύρα της στην ηρωίδα της, καθιστώντας την τελικά μια γυναίκα προσιτή και συμπαθή, που παρά το μυστηριώδες της στυλ, τη βγαλμένη από φιλμ νουάρ εμφάνιση της, είναι μια πονεμένη, και μοναχική γυναίκα που δε θέλει να χάσει τον κόσμο που έχει φτιάξει. Ιδιαίτερα εύστοχη και η παρουσία της ως Δρ. Ράιχ, σε έναν μικρό, πιο κωμικό ρόλο. Ξεχωρίζει και πάλι το βλέμμα αγωνίας της, τη στιγμή που καλείται από το δικαστήριο για να κριθεί. Είναι αδιαμφισβήτητη η ασφάλεια που προσφέρει η Κομνηνού με την παρουσία της, ειδικά σε ρόλους τόσο λεπτών αποχρώσεων.

Η Αννα Καλαϊτζίδου στο ρόλο της Τζούλι πατά στέρεα στη σκηνή. Έχει δύσκολο ρόλο, γιατί καλείται να ενσαρκώσει μια νέα γυναίκα που παραμένει πιστή στο συναίσθημα της, παρά την ψυχολογική και σωματική βία που υφίσταται, αλλά και που αντιστέκεται στη βία αυτή, ώστε να μην την κυριεύσει. Καταφέρνει να συγκινήσει με την ερμηνεία της, είναι πολύ καλή στην οργή και το θυμό της, αλλά και τις στιγμές που μένει πιστή στο συναίσθημα της, θα θέλαμε ίσως λίγο περισσότερο βάθος στη σκηνή του θανάτου, στο πέρασμα από το θυμό στον έρωτα. Είναι όμως στο σύνολο της μια αξιόλογη παρουσία.

Η Έμιλυ Κολιάνδρη στο ρόλο της Μαρί έχει μια γλυκύτητα και αθώα αφέλεια που σε κερδίζει. Ιδιαίτερα κωμική, χωρίς να ξεφεύγει, προκαλεί μια ζεστασιά με την παρουσία της. Εξαιρετική η σκηνή περιγραφής του ιδανικού έρωτα με τον Βολφ.

liliom1

Συμπαθέστατος, με ευγενική παρουσία ο Γιάννης Κλίνης, στο ρόλο του Βολφ επενδύσει στην αποστασιοποίηση του ήρωα του, που περιγράφει η Μαρί, και καταφέρνει να παραμείνει όσο πρέπει κωμικός. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Σωκράτης Πατσίκας, κωμικός και γκροτέσκος στο ρόλο του απατεώνα Φιξούρ, με καλύτερη στιγμή του ωστόσο το ρόλο του κριτή στο Δικαστήριο των Αυτοκτονιών. Είναι εύστοχος και προκαλεί γέλιο.

Η Κίττυ Παϊταζόγλου στο ρόλο της θείας Χολάντερ παίζει με τη χροιά της φωνής της, ενσαρκώνοντας τη φωνή της λογικής αλλά με έντονο το χιουμοριστικό στοιχείο, σαν βγαλμένη από κάποια παλιά ελληνική ταινία. Διαφορετική στο ρόλο της 16χρονης κόρης, συγκινητική, είναι αξιοπρόσεκτη η παρουσία της.

Ο Ηλίας Μουλάς και ο Λευτέρης Βασιλάκης ως αστυνομικοί επίγειοι και ουράνιοι είναι συνεπείς, αστείοι, πολύ καλοί αρωγοί των θεατών στην παρακολούθηση του έργου. Ξεχωρίζουμε την σκηνή της αφήγησης τους λίγο πριν την άνοδο του Λίλιομ στο Δικαστήριο.

Συνολικά είναι μια αντισυμβατική, ατμοσφαιρική παράσταση, με εικόνες και σύμβολα που επιτρέπουν την πολλαπλή ανάγνωση στο θεατή. Είναι σημαντικό να βγαίνεις από το θέατρο προβληματισμένος, προσπαθώντας να ερμηνεύσεις μια σειρά στοιχείων και συναισθημάτων. Είναι μια παράσταση συνολικά αξιοσέβαστη, χωρίς διάθεση επίδειξης, που σε αφήνει με μια αίσθηση επιμονής στην αγάπη και τον άνθρωπο.

Συντελεστές:

Απόδοση – Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά – Κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Μουσική :Κορνήλιος Σελαμσής
Κίνηση: Χαρά Κότσαλη
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Συνεργάτης Σκηνοθέτης: Άννα Μιχελή
Συνεργάτης Σκηνογράφος: Ευαγγελία Θεριανού
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Σοφία Βάσο
Ερμηνεύουν: Λευτέρης Βασιλάκης, Άννα Καλαϊτζίδου, Γιάννης Κλίνης, Έμιλυ Κολιανδρή, Φιλαρέτη Κομνηνού, Ηλίας Μουλάς, Κίττυ Παϊταζόγλου, Σωκράτης Πατσίκας, Γιώργος Χρυσοστόμου

1 σκέψη στο “Λίλιομ Θεατρική Κριτική”

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr