στο Θέατρο Χώρα
- Κριτική: Ειρήνη Μάρκου.
Το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει για πρώτη φορά το ελισσαβετιανό δράμα του Τζον Φορντ «Κρίμα που είναι π@ρνη» στο Θέατρο Χώρα δια χειρός Δημήτρη Λιγν@δη: υποδειγματική παράσταση σκηνοθετικά που κερδίζει το στοίχημα, συνιστώντας μία ολοκληρωμένη πρόταση ανάγνωσης και ανεβάσματος ενός δύσκολου και σκοτεινού έργου.
Το έργο
Γραμμένο στην ελισσαβετιανή Αγγλία από τον Τζον Φορντ, το έργο αποτέλεσε σκάνδαλο στην εποχή του, λογοκρίθηκε και βρέθηκε για πολύ καιρό στο περιθώριο λόγω του θέματός του. Σε πολλές εκδοχές και μεταφράσεις του έγινε προσπάθεια να εξωραϊστεί ο ίδιος του ο τίτλος, ενώ στην Ιταλία είχε απαγορευτεί μέχρι και το 1947! Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1633, όμως το 1831 δεν συμπεριελήφθη στην συλλογική έκδοση των έργων του Φορντ και μόλις στα μισά περίπου του 20ου αιώνα μελετητές και κριτικοί το ανακάλυψαν εκ νέου, επιδεικνύοντας μεγαλύτερη συμπάθεια και αποδοχή. Σήμερα πια έχει καθιερωθεί ως ένα κλασικό έργο της ελισσαβετιανής δραματουργίας, ενώ θεωρείται το γνωστότερο του συγγραφέα του.
Το έργο εξιστορεί την τραγική ιστορία αγάπης ανάμεσα στον Τζιοβάνι και την Αναμπέλλα. Ένας έρωτας απαγορευμένος ανάμεσα σε δύο αρχοντόπουλα στην Πάρμα της Ιταλίας, που θα τον ζήσουν στο έπακρο με καταστροφικές συνέπειες. Το έργο φέρει έντονη την μυρωδιά του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας (ακόμα και η αρχή του, με τους υπηρέτες που μονομαχούν το θυμίζει), μόνο που στην περίπτωση του Φορντ, το πάθος δεν έχει ξεπηδήσει ανάμεσα σε δύο οικογένειες εχθρών, αλλά ανάμεσα σε δύο γόνους της ίδιας οικογενείας: δύο αδέρφια. Αυτή η αιμομειξία είναι και ο λόγος που το έργο, παρά την πρώτη του μεγάλη επιτυχία, στην συνέχεια σχεδόν αφανίστηκε, μέχρι πρόσφατα να αγαπηθούν εκ νέου οι βαθιά ατελείς του χαρακτήρες. Μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη θα αναγκάσει την Αναμπέλλα να ενδώσει στις πιέσεις των μνηστήρων της και να δεχτεί την πρόταση γάμου του Σοράντσο, όταν όμως εκείνος ανακαλύψει την απάτη, θα αναζητήσει εκδίκηση, με αποτέλεσμα ο θάνατος να σφραγίσει την μοίρα των δύο ερωτευμένων και όχι μόνο.
Η παράσταση
Ομολογούμε πως μας αρέσουν οι παραστάσεις με καθαρή σκηνοθετική υπογραφή: οι παραστάσεις που ο σκηνοθέτης δεν τοποθετεί απλώς τους ηθοποιούς του επί σκηνής, δίνοντας οδηγίες περί ρυθμού και «γεωγραφίας», αλλά σκύβει επάνω στο έργο και προσπαθεί να επικοινωνήσει κατόπιν στο κοινό την δική του αλήθεια, παίρνοντας θέση απέναντι στο κείμενο. Πολλές φορές έχουμε δει σκηνοθεσίες όπου η έντονη παρουσία του σκηνοθέτη, όχι μόνο δεν φωτίζει το κείμενο και δεν το υπηρετεί, αλλά το «καπελώνει», ίσως το ακυρώνει κιόλας, χρησιμοποιώντας τους ηθοποιούς απλώς ως μαριονέτες σε ένα συχνά εικαστικό ή αισθητικό πείραμα. Τα κλασικά έργα είναι αυτά που ίσως εμπεριέχουν και την μεγαλύτερη σκηνοθετική πρόκληση: πώς ανεβάζεις μια στρωτή παράσταση που δεν θα κινδυνεύσει να μην έχει κάτι να πει, να γίνει ακαδημαϊκή, άνευ νοήματος ή και παρωχημένη;
Ο Δημήτρης Λιγν@δης μας δίνει έμπρακτα μια απάντηση. Η σκηνοθεσία του πήρε ένα μεγάλο ρίσκο, που επέδωσε όμως τα μέγιστα. Προήλθε από μία καθαρή θέση, που την υπηρέτησαν σκηνοθέτης και θίασος στο έπακρο, εντός του πνεύματος του έργου, παίρνοντας μάλιστα έναν δρόμο με ενδιαφέρουσες για τον θεατή προεκτάσεις. Ο Λιγν@δης «εγκιβώτισε» το έργο, πλάθοντας ένα θέατρο εν θεάτρω, μετατοπίζοντας την δράση κατά την διάρκεια μίας θρησκευτικής λειτουργίας, όπου αναπαριστά –κατά την παράδοση του εκκλησιαστικού δράματος– την τραγική ιστορία των δύο ερωτευμένων αδερφών, ζωντανεύοντας όλους τους ρόλους με μέλη του εκκλησιάσματος.
Αυτή η επιλογή μεταθέτει ίσως το κέντρο του έργου από τον απαγορευμένο έρωτα στο κοινωνικό σύνολο και τον ρόλο που αυτό παίζει (στην συγκεκριμένη περίπτωση την υποκρισία). Ο Λιγν@δης «άνοιξε» το κείμενο και το έκανε να συνομιλήσει με εκκλησιαστικά αποσπάσματα, καθώς επίσης την «απαγορευμένη Βίβλο» -όπως την ονόμασαν- το «Μέγας Ανατολικός» του Εμπειρίκου. Η επιλογή της αναπαράστασης διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό στο να μην ακούγονται ως μελό και παρωχημένοι οι μεγάλοι μονόλογοι των χαρακτήρων, ενώ έδωσε στους ηθοποιούς την ευκαιρία να παίζουν διαρκώς σε δύο επίπεδα, (οι στιγμές μάλιστα που ξεχνούσαν τα λόγια τους ή σχολιάζανε την ερμηνεία του άλλου έδωσαν μία ευχάριστη, σχεδόν κωμική εκτόνωση σε ένα έργο που χρειάζεται το χιούμορ).
Το εξαιρετικό σκηνικό και τα κοστούμια της Εύας Νάθενα, καθώς επίσης η άψογα ταιριαστή πρωτότυπη μουσική του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου, συνέβαλαν στο χτίσιμο της ατμόσφαιρας, που με το «ψύχος» του τσιμέντου και την «μούχλα» του χρόνου, στην περίεργη αυτή εκκλησία αποτέλεσαν τον ιδανικό τόπο όπου η ιερότητα του έρωτα θα συναντήσει την ιερότητα του θανάτου, ενώ θα αποκαλυφθεί η υποκρισία μιας κοινωνίας που διψά για το απαγορευμένο, το όργιο και το αίμα.
Οι ηθοποιοί στήριξαν ενθέρμως την σκηνοθεσία, χαρίζοντάς μας εξαιρετικά στιγμιότυπα. Οι γυναίκες της παράστασης ξεχώρισαν ιδιαίτερα, με την Μαρία Κίτσου να μας συγκινεί και να μας καθηλώνει για ακόμη μία φορά, την νεαρή Ελεάννα Στραβοδήμου να χαράζεται στην μνήμη του θεατή, «μεγαλώνοντας» έναν μικρό ρόλο ως Φιλώτις και την Εβίτα Ζημάλη να μας παραδίδει μια πιο ευάλωτη Ιππολύτη, τονίζοντας με το αλκοόλ την διάσταση της προδομένης γυναίκας παρά της δολοπλόκου. Από τους άντρες ξεχώρισε στον ρόλο του φτωχού τω πνεύματι Μπεργκέτο ο Γιωργής Τσουρής, η κωμική ανάσα της παράστασης, ενώ η χημεία του Ιερώνυμου Καλετσάνου, (στο πορτρέτο ενός αλαζονικού Σοράντσο που διακρίθηκε) με τον Θύμιο Κούκιο, τον επί σκηνής εχθρό του, ήταν από τις πιο δυνατές σχέσεις της παράστασης. Ο Χάρης Τζωρτζάκης στον ρόλο του Βάσκες απέδειξε ότι είναι ένας νέος ηθοποιός που έχει πολλά να δώσει, ενώ αρκετά καλός ως Τζιοβάνι ο Δημήτρης Πασσάς, αν και θα τον θέλαμε λίγο λιγότερο διστακτικό και πιο αφημένο στον ρόλο του.
Πολλές οι σκηνές που μας άγγιξαν βαθιά και θα θυμόμαστε, (η λεπτομέρεια των δύο ταυτόχρονα καπνισμένων τσιγάρων, που ενώνουν από απόσταση τους δύο ερωτευμένους, το «όργιο» του εκκλησιάσματος, η σκηνή με τα κεράκια), όμως αυτό που μας τάραξε ακόμα περισσότερο είναι το φινάλε: ένα φινάλε που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο η τελική θυσία να μην ήταν απλώς μια αναπαράσταση, κάτι που πάλι φέρνει το focus στην κοινωνική υποκρισία, που προσεύχεται τυπικά, λαμβάνει μιαν ευχή και σκουπίζει τις αμαρτίες της κάτω από το χαλί, συνεχίζοντας κανονικά ο καθένας την ζωούλα του.
Μία παράσταση που, αν και αποδυνάμωσε ίσως λιγάκι τον φλογερό και αιμομεικτικό έρωτα των δύο πρωταγωνιστών μετατοπίζοντας το κέντρο το έργου, μας άρεσε πολύ, μας συγκίνησε και μας προβλημάτισε. Ερμηνείες αξιώσεων και μια σκηνοθετική πρόταση, που αξίζει να δείτε.
Ειρήνη Μάρκου για το mytheatro.gr
Συντελεστές
Μετάφραση: Γιάννης Λιγν@δης
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λιγν@δης
Σκηνικά – κοστούμια: Εύα Νάθενα
Πρωτότυπη μουσική: Γιάννης Χριστοδουλόπουλος
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Βοηθός σκηνοθέτη: Χρήστος Τζιούκαλιας
Βοηθοί σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Δάφνη Κολυβά, Εβελίνα Δαρζέντα
Φωτογραφίες παράστασης: Πάτροκλος Σκαφίδας
Διανομή:
ΝΤΟΝΑΤΟ Γρηγόρης Γαλάτης
ΙΠΠΟΛΥΤΗ Εβίτα Ζημάλη
ΣΟΡΑΝΤΣΟ Ιερώνυμος Καλετσάνος
ΠΟΤΖΙΟ Μιχάλης Κίμωνας
ΑΝΝΑΜΠΕΛΛΑ Μαρία Κίτσου
ΓΚΡΙΜΑΛΝΤΙ Θύμιος Κούκιος
ΠΟΥΤΑΝΑ Σοφία Μυρμηγκίδου
ΦΛΟΡΙΟ Χρήστος Νίνης
ΡΙΚΑΡΝΤΕΤΤΟ Θέμης Πάνου
ΤΖΙΟΒΑΝΝΙ Δημήτρης Πασσάς
ΦΙΛΩΤΙΣ Ελεάννα Στραβοδήμου ΜΠΕΡΓΚΕΤΤΟ Γιωργής Τσουρής ΒΑΣΚΕΣ Χάρης Τζωρτζάκης ΓΕΡΟΝΤΑΣ – ΚΑΡΔΙΝΑΛΙΟΣ Μηνάς Χατζησάββας
Ημέρες και ώρες παραστάσεων Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή στις 20:30 Σάββατο 17:00 και 20:30 Κυριακή στις 19:00 Τιμές εισιτηρίων: 15Εuro και 10 Euro (φοιτητικό) Κάθε Πέμπτη 13Euro
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ-ΘΕΑΤΡΟ ΧΩΡΑ Αμοργού 20 Κυψέλη Τηλ. 210.8611200