Κριτική Κάτια Σωτηρίου
Το Θέατρο του Νέου Κόσμου παρουσιάζει το λυρικό έργο « Η ωραία του Πέραν », του Παναγιώτη Παπαδόπουλου, περισσότερο γνωστού με το ψευδώνυμο Τυμφρηστός.
Το Κείμενο
Δημιουργός της εποχής του, με πηγαίο ταλέντο και αυθόρμητο λυρισμό, ο Τυμφρηστός αποτελεί ένα από τα τελευταία παιδιά του ρομαντισμού, που ενώ μεγάλωσε την εποχή που άνθιζε ο ρεαλισμός, εκείνος παρέμεινε πιστός στις αρχές και το πνεύμα του ρομαντισμού, γεγονός που τον κράτησε μακριά από τους συγγραφικούς κύκλους της εποχής του, που τον αγνόησαν επιδεικτικά και του πρόσαψαν και αρκετά κακές – άδικα – κριτικές.
Το κυριότερο έργο του, η Ωραία του Πέραν δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα των Αθηνών «Αστραπή» το 1920, και πούλησε αρχικά 3000 αντίτυπα, φτάνοντας τελικά να πουλήσει πάνω από 150.000 αντίτυπα. Το έργο αυτό ουσιαστικά αποτελεί τη λυρική απόδοση της συναισθηματικής ζωής του Τυμφρηστού, ο οποίος συνετρίβη από τον έρωτα που δεν ευτύχησε ποτέ.
Ήρωας του έργου του είναι ο Αιμίλιος, που όπως μας περιγράφει ο Γιώργος Παπαγεωργίου που τον υποδύεται στο φετινό ανέβασμα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, «” Ο Αιμίλιος είναι ένα ρόλος που πατάει πάνω στο κλισέ του φτωχού νέου που ερωτεύεται την πλούσια κόρη και διεκδικεί τον έρωτα του, μέχρι τέλους. Όσο και να ακούγεται περίεργο, ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσεις το κλισέ είναι να το πιστέψεις. Με τον Αιμίλιο νοιώθω να συνδέομαι σχεδόν διαισθητικά. Νοιώθω σαν να μιλώ με κάποιον συγγενή από τα παλιά, σαν να είναι ο παππούς μου, που ερωτεύεται μαχητικά, αθώα και απόλυτα. Είναι ένας χαρακτήρας που ονειρεύεται μυρίζοντας ένα μπουκέτο ροδοπέταλα, που κοιτάζει τα αστέρια και που αγωνιά για το αν όλα αυτά θα κρατήσουν για πάντα. Μπορεί να ακούγονται κάπως αφελή όλα αυτά , παρ’όλα αυτά εγώ δεν ξέρω και πολλούς σήμερα που θα πέθαιναν για την αγάπη τους. Και ο Αιμίλιος το κάνει. Λερώνει τα χέρια του με χώμα και αγκαλιάζει την Ερμιόνη, τον έρωτα του σφιχτά, για να παραμείνει έτσι στο τέλος, για πάντα ερωτευμένος.”
Η Ωραία του Πέραν είναι η Ερμιόνη, η γυναίκα της ζωής του Τυμφρηστού, της οποίας το πραγματικό όνομα δεν έγινε ποτέ γνωστό. Έχει κατά καιρούς ειπωθεί ότι η γυναίκα που σημάδεψε τόσο ανεξίτηλα την ψυχή του είναι η εγγονή του Έλληνα οπλαρχηγού Δημήτρη Πανουργιά, η Βασιλική Πανουργιά, ενώ άλλοι φιλόλογοι υποστηρίζουν ότι η πραγματική Ωραία του Πέραν ήταν η Ελένη Ιβράκη, μια καλλονή της εποχής, που ζούσε στην Πόλη, και έφυγε στη Ρουμανία για να παντρευτεί τον Δημήτρη Δημητρίου.
Η ωραία του Πέραν απεικονιζόταν στις λατέρνες της Κωνσταντινούπολης από τις αρχές του αιώνα, συγκινώντας τους αναγνώστες με την περιγραφή του μεγάλου έρωτα που υποτάχθηκε στην ταξική διαφορά και τη σκληρή μοίρα.
Το έργο μεταφέρθηκε στο σινεμά το 1953, με Ελληνοτουρκική συμπαραγωγή, του Ορέστη Λάσκου με την Κάτια Λίντα και τον Σουχάζ Ντογιάν. Γυρίστηκε στην Πόλη και έκοψε 56.238 εισιτήρια.
Η υπόθεση του έργου
Ένα νεαρό ζευγάρι, από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, ερωτεύεται κεραυνοβόλα, αλλά δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τα εμπόδια που θέτουν οι συγγενείς. Η κοπέλα προορίζεται να παντρευτεί έναν άνδρα της κοινωνικής της τάξης, όταν όμως διαλύεται ο αρραβώνας, εξαιτίας της αγάπης της για κάποιον άλλο, ο πατέρας της την ωθεί στο θάνατο. Ο αγαπημένος της εξιστορεί τι ακριβώς συνέβη στους δύο ερωτευμένους
Θεατρική Κριτική του Έργου
Το συγκινητικό αυτό έργο μεταφέρουν στο δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου οι Θεοδώρα Καπράλου και ο Γιώργος Παπαγεωργίου, με τον ίδιο στο ρόλο του Αιμίλιου και την Αντιγόνη Φρυδά στο ρόλο της Ερμιόνης.
Γνωρίζοντας ότι το έργο αποτελεί κλασικό μελόδραμα, σαν το Ρωμαίο και Ιουλιέτα, ελληνικής, ωστόσο, κοπής, αποτελεί εξαρχής πολύ ευχάριστη έκπληξη η είσοδος στο δώμα. Ανεβαίνοντας αρκετά σκαλιά, ο θεατής φτάνει στην αίθουσα όπου τον καλωσορίζει η εύχαρις Αντιγόνη Φρυδά με πολίτικα γλυκά για κέρασμα, και ο εξαίσιος τροβαδούρος Γιώργος Παπαγεωργίου που τραγουδά το «Τίκι Τίκι Τακ». Ο θεατής μεταφέρεται αυτόματα στο «Πέραν» με τις γεύσεις, τα αρώματα και τα ακούσματα του, και κάθεται απέναντι από ένα όμορφο, σχεδόν παιδικά ζωγραφισμένο σκηνικό, που αποδίδει μινιμαλιστικά, αλλά εξαιρετικά πετυχημένα το χωρο-χρονικό πλαίσιο του έργου.
Οι ήρωες στέκονται απέναντι στο κοινό, αλληλοεπιδρούν μαζί του, και ξεκινούν μια θεατρική αφήγηση που υποβάλλει συναισθηματικά το θεατή, με τις ρομαντικές τρυφερές κρυφές συναντήσεις του ζευγαριού στο Πέραν και τα ακρογιάλια του Βοσπόρου.
Το σκηνικό του έργου αποτελείται από ένα παραβάν, που επιτρέπει τόσο το χωρισμό της σκηνής όπου απαιτείται, όσο και την «ένδυση» άλλων χαρακτήρων στα πλαίσια της πλοκής, από τους δυο ηθοποιούς, που εκμεταλλεύονται τη δυνατότητα της σκιάς για να αποδώσουν τις φιγούρες των άλλων ηρώων. Με δάνεια από την εποχή των μπουλουκιών, και των λαϊκών θιάσων, με αναπαραστάσεις του ήχου της θάλασσας, των πουλιών, και του αέρα, οι δυο ηθοποιοί καταφέρουν να κάνουν το θεατή συμμέτοχο στην αγωνία των δυο νέων για την τύχη του έρωτα τους. Με συνεχείς εναλλαγές του κωμικού και δραματικού στοιχείου – πόσο ταιριαστή πράγματι στην ιστορία δυο νέων ανθρώπων που ερωτεύονται – και με την κορύφωση του δράματος στο τέλος, ο έρωτας, η τρυφερότητα, το συναίσθημα, αλλά και το μεράκι της δημιουργίας περισσεύουν στην παράσταση αυτή.
Στη σκηνή και ο μουσικός Γιώργος Μαυρίδης που για τις ανάγκες της παράστασης, παίζει ζωντανά πολίτικη λύρα, μπαλαλάικα, τουμπερλέκι, μεταλλόφωνο και toy piano, συντελώντας τα μέγιστα στην μαγεία του έργου.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του έργου είναι πραγματικά υπέροχη, καθώς διαμορφώνει την ατμόσφαιρα και μεταβάλλει ένα κλισέ ρομάντζο σε μια ρομαντική εμπειρία, που αφήνει το θεατή με ένα χαμόγελο, αλλά και βαθιά συγκίνηση, χωρίς να χρησιμοποιεί φτιασίδια, εφέ, κραυγαλέες υπερβολές και εργαλεία που εκβιάζουν το συναίσθημα. Επενδύει στις αισθήσεις και κερδίζει το τεράστιο στοίχημα, αφού η σκηνή είναι μικρή, ο χώρος περιορισμένος και οι επιλογές δύσκολες – εκτός αν έχει κανείς την διάθεση και τη φαντασία που έχει αυτή η παράσταση.
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου έχει μια ιδιαίτερη δυνατότητα διάδρασης με το κοινό, είναι εξαιρετικά εκφραστικός και άμεσος, και δίνει την αίσθηση ότι βιώνει τα συναισθήματα του σε βάθος – το μουσκεμένο από τα δάκρυα πουκάμισο του στο τέλος είναι συγκινητικό από μόνο του.
Η Αντιγόνη Φρυδά, με μια σχεδόν αναγεννησιακή ομορφιά, ερμηνεύει την Ερμιόνη με τρυφερότητα, αγνότητα και αγωνία, αποδίδοντας την ηρωίδα της γοητευτικά. Και οι δυο ηθοποιοί κινούνται με ευκολία από το χιούμορ στην συγκίνηση, δένουν ιδανικά, και δημιουργούν την απαραίτητα μαγεία επί σκηνής με τον ενθουσιασμό και την εκφραστικότητα τους.
Στο σύνολο της η παράσταση είναι ένα μικρό διαμαντάκι. Από αυτά που μας έχει μεν συνηθίσει το Θέατρο του Νέου Κόσμου, αλλά που πάντα προσφέρουν μια φρέσκια, δροσερή ανάσα στα θεατρικά δρώμενα της πόλης μας.
Γιατί να δείτε το έργο; Αν όχι γιατί είναι μια υπέροχη μεταφορά του στο Θέατρο, τότε ίσως για τους λόγους που δίνει ο ίδιος ο συγγραφέας:
«Αν κανένας ένιωσε στην καρδιά του παλμούς ευγενικούς, που νεκρωθήκανε μπροστά στο βωμό της δυστυχίας και της λύπης! Αν ζούσε και τρεφότανε μ’ ένα ωραίο όνειρο και, ξυπνώντας άξαφνα μιαν αυγούλα, είδε τ’ όνειρό του σαν καπνός να διαλύεται! Αν κανένας αγρύπνησε ποτέ μοναχός του, σε καμιά καλοκαιρινή νύχτα, κάτω από το φεγγαρολουσμένο ουρανό, κι η ψυχή του, λυτρωμένη απ’ τα σίδερα της ύλης, πέταξε στα ουράνια ζητώντας τ’ Άπειρο!
Αυτός μοναχά ας διαβάσει το βιβλίο μου, οι άλλοι θα κάμουν καλά να το κλείσουν, γιατί δε θα το νιώσουνε».
Συντελεστές
• Διασκευή: Θεοδώρα Καπράλου
• Σκηνοθεσία: Θεοδώρα Καπράλου, Γιώργος Παπαγεωργίου
• Μουσική: Γιώργος Μαυρίδης
• Ενδυματολογική επιμέλεια: Ιωάννα Τσάμη
• Επιμέλεια κίνησης: Μαρίζα Τσίγκα
• Σχεδιασμός φωτισμού: Νίκος Βλασόπουλος
• Φωτογραφίες: Δομνίκη Μητροπούλου
• Βοηθός σκηνοθέτη: Ζηνοβία Κανελλοπούλου
• Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Δευτέρα & Τρίτη στις 21:15
• Διάρκεια: 70’ (χωρίς διάλειμμα)