fbpx

Δαμάζοντας Τα Κύματα στο Θέατρο Ρεξ

Βαθμολογία Επισκεπτών: 5

Κριτική Κάτια Σωτηρίου

To Νέο Ρέξ παρουσιάζει για πρώτη φορά το συγκλονιστικό έργο του Λαρς Φον Τρίερ «Δαμάζοντας τα Κύματα» σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη. Είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, όχι μόνο γιατί ο Τρίερ έθεσε ιδιαίτερα ψηλά τον πήχη με την αριστουργηματική κινηματογραφική του παρουσίαση, αλλά κυρίως, γιατί με το έργο αυτό ανοίγει ένα βαθιά φιλοσοφικό διάλογο με το θεατή, για ζητήματα αγάπης, πίστης, κατανόησης, θυσίας. Δύσκολα μπορεί κάποιος να ξεφύγει από τις συγκρίσεις με την ταινία. Αυτό είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση του εγχειρήματος στο Εθνικό φέτος.

damazontas ta kymata

Το Δαμάζοντας τα κύματα είναι ένα έργο για την αγάπη, για την αυτοθυσία, για τον όλεθρο της αθωότητας, μέσα από την ιδιοφυή ματιά του Τρίερ που οδηγεί το θεατή του στα άκρα, τον ξεβολεύει, και τον θέτει απέναντι στις καθιερωμένες παραδοχές του για το καλό και το κακό, για την αξία της ανθρώπινης ζωής στη θρησκεία, για τον φορμαλισμό της Εκκλησίας και την πλήρη απαξίωση της προσωπικότητας μέσα από τις πρακτικές των «εκπροσώπων του Θεού».

Η Υπόθεση και το Θεωρητικό Υπόβαθρο

Η νεαρή Bess ερωτεύεται τρελά και παντρεύεται τον Jan, έναν εργάτη σε πλατφόρμα εξόρυξης πετρελαίου στη Βόρεια Θάλασσα. Λίγο μετά το γάμο τους όμως κτυπά η τραγωδία καθώς ο Jan μένει παράλυτος μετά από ένα εργατικό ατύχημα. Ο τελευταίος τότε παροτρύνει την Bess να έχει σεξουαλικές σχέσεις με άλλους άντρες με αντάλλαγμα να του περιγράφει τις εμπειρίες της. Η Bess δέχεται και σταδιακά αρχίζει να πιστεύει ότι αυτή η θυσία αποτελεί μέρος ενός θεόπνευστου σχεδίου που θα σώσει τον Jan.

Η Bess McNeill είναι ένας καλός άνθρωπος. Αυτό είναι το σημείο εκκίνησης για τον Λαρς φον Τρίερ στο Δαμάζοντας τα Κύματα, που σχολιάζει το πώς η καλοσύνη δοκιμάζεται από τα θεσμικά όργανα του γάμου και της θρησκείας, καθώς και από τη φώτιση και τη διαφθορά του σύγχρονου κόσμου. Η Bess είναι ένα φαινόμενο ως ανθρώπινο ον, αντιπροσωπεύοντας την αθωότητα με κεφαλαίο “Α” αντί της πιο επικίνδυνης εκδοχής που φέρουν οι υπόλοιποι γύρω της. Η αφοσίωση της στο Θεό, την οποία μετατρέπει σε αφοσίωση στο νέο σύζυγό της, είναι τόσο βαθιά που ακόμα και τα πιο κοντινά της πρόσωπα την θεωρούν ως απελπιστικά αφελή και «χαζή». Η εκπληκτική Bess γίνεται κάτι περισσότερο από ένα κατασκεύασμα του Λαρς Φον Τρίερ: είναι μια γυναίκα με απέραντο πάθος, που ακολουθεί την πίστη της, όπου και αν την οδηγεί. Η δύναμή της είναι η πηγή της ευπάθειας της, και το αντίστροφο.

Το θέμα της αγάπης είναι στο επίκεντρο του έργου «Δαμάζοντας τα Κύματα». Ωστόσο, η αγάπη στο έργο του Λαρς Φον Τρίερ ξεφεύγει από τα κλισέ της συναισθηματικής περιγραφής της ζωής μέσα σε ένα ζευγάρι, και γίνεται αντ ‘αυτού ένα πολυδιάστατο γεγονός, μια δύναμη μεταμόρφωσης που δίνει στην αφήγηση ένα πολυεπίπεδο, βαθύ και πολύπλοκο χαρακτήρα.
Είναι πολύ πνευματικό αλλά αντι-θρησκευτικό έργο, θριαμβευτικό αλλά τραγικό, προσωπικό και βαθιά καθολικό. Οι μορφές της αγάπης αποτελούν τον πυρήνα του έργου, αλλά αντί να προσεγγίζει το θέμα από την γενικώς αποδεκτή άποψη, εξετάζει τις διαφορετικές έδρες του συναισθήματος: τη μεταμορφωτική αγάπη, τη θυσιαστική αγάπη, τη λυτρωτική αγάπη, την καταστροφική αγάπη, τη ρομαντική αγάπη, και τη σεξουαλική αγάπη.
Η πορεία της Bess προς το θάνατό της, η αυτο-θυσιαστική πράξη της, δεν προκύπτει από την απελπισία, αδυναμία ή θυματοποίηση της, αλλά από μια κυρίαρχη αγάπη για τον άλλο, το Θεό της, από μια πίστη ότι υπάρχει κάτι που η λογική απαγορεύει και αποκλείει, κάτι που η σκέψη αδυνατεί να συλλάβει, μια εικονική άλλη πραγματικότητα, η οποία ξεφεύγει πάντα της οικονομίας της ύπαρξης.
Ως εκ τούτου, το δώρο της Bess (ο θάνατός της) είναι κάτι περισσότερο από μια αντιδραστική άρνηση, καθαρή δαπάνη που οδηγεί σε μια μηδενιστική καταστροφή της πραγματικότητας και της ζωής. Η Bess δίνει για τον άλλο, πεθαίνει για τον άλλο, πεθαίνει για τον Jan, όχι ως ένας καλός Χριστιανός που θυσιάζει τη ζωή της με την προσδοκία μιας ανταμοιβής – της αιώνιας ζωής – ούτε ως θύμα που υπακούει στους κανόνες του φύλου της, που επιβάλλονται από την πατριαρχία (σύζυγος που πεθαίνει για το σύζυγό της). Αντίθετα, η Bess πεθαίνει, ούσα το κυρίαρχο πρόσωπο, που ρισκάρει να περπατήσει μέσα από τον εαυτό της προς το σκοτάδι, με μια απόφαση συνειδητή που δεν βασίζεται στη λογική, αλλά στην πίστη.

damazontas ta kymata1

Η Παράσταση

Με αυτό το υπόβαθρο, η προσέγγιση του έργου γίνεται εκ των πραγμάτων δύσκολη, και για αυτό χρειαζόταν μια ισχυρή προσωπικότητα για ένα τέτοιο εγχείρημα. Η Ρούλα Πατεράκη αποτελεί αναμφίβολα μεγάλο κεφάλαιο της θεατρικής μας ιστορίας, ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση έχει συνθέσει ένα έργο που έχει φανερά σκηνοθετικά προβλήματα.

Κι αν ο θεατής βλέποντας την πρωτότυπη ταινία νιώθει συχνά ότι η μέθοδος και η φιλοσοφία του Τρίερ τον ξεπερνά, με το έργο στο Εθνικό δε συμβαίνει το ίδιο, τουλάχιστον όχι σε ένα μέρος του. Στην πρώτη μισή ώρα του έργου βλέπουμε τους ηθοποιούς σε κατακερματισμένες σκηνές, γρήγορης εναλλαγής που δεν επιτρέπουν σε κανένα χαρακτήρα να αναπτυχθεί επαρκώς. Η προσπάθεια να φανεί το έργο σαν μια ανοικτή πρόβα, σαν μια σπουδή επί του Τρίερ θα είχε νόημα και θα ήταν ενδιαφέρουσα επιλογή, αν το έργο δεν ήταν σημείο αναφοράς από μόνο του, και αν δεν απαιτούσε μια ροή για να γίνει κατανοητό το βάθος της ευφυίας του Τρίερ. Βεβιασμένες σκηνές, επιφανειακή προσέγγιση των ηρώων, που κουράζει, αλλά κυρίως αποτρέπει την δημιουργία της ατμόσφαιρας που θα κρατούσε το θεατή στην ένταση που απαιτεί το θέμα.

Ως αποκορύφωμα αυτού, η Πατεράκη συνομιλεί με τον «Λαρς» επί σκηνής, με ένα αδικαιολόγητα ναρκισσιστικό στήσιμο διαλόγου, που βγάζει το θεατή εντελώς εκτός έργου, και τον προκαλεί να παρακολουθήσει μια επιτηδευμένη παρέμβαση, που έχει νόημα μόνο για όσους έχουν διαβάσει τη βιογραφία του Τρίερ, ή έχουν παρακολουθήσει πολύ στενά την κινηματογραφική καριέρα του. Ως ιδέα η συνομιλία με τον Τρίερ επί σκηνής, είναι εξαιρετική, και θα ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστική αν ο κινηματογραφικός σκηνοθέτης συνομιλούσε με τη θεατρική σκηνοθέτη επί των ζητημάτων του έργου, αντί να καταλήγει σε μια εμβόλιμη επίδειξη λεκτικής δεξιοτεχνίας, που το έργο δεν τη χρειάζεται.

Από τη στιγμή του τραυματισμού του Jan και μετά, αλλάζει ο ρυθμός, οι σκηνές παίρνουν το χρόνο που πρέπει, και η ουσία του έργου αρχίζει επιτέλους να διαφαίνεται. Το έργο στο σημείο αυτό αρχίζει να βυθίζεται στα σκοτεινά μονοπάτια της σκέψης του Τρίερ, και να προκαλεί το θεατή να πάρει θέση, να κατανοήσει τη Bess. Καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή της ατμόσφαιρας, πέρα από την σωστότερη ρυθμική προσέγγιση των σκηνών, παίζουν οι ηθοποιοί της παράστασης.

Θεατρική κριτική της Παράστασης

Η Ιωάννα Τσιριγκούλη ως Bess είχε εκ των πραγμάτων να αναμετρηθεί με την καθηλωτική, συνταρακτική ερμηνεία της Emily Watson. Και τα καταφέρνει περίφημα. Κινείται με άνεση ανάμεσα στα επίπεδα της προσωπικότητας της Bess, παρουσιάζοντας την αθωότητα της, τις υπερβατικές επιλογές της, την βαθιά και άδολη αγάπη της για τον Jan, τη συνειδητότητα της θυσίας της. Με τα μεγάλα της μάτια και την εύγλωττη εκφραστικότητα του προσώπου της καταφέρνει ένα μικρό άθλο: να γίνει η Bess, να πείσει το θεατή να ακολουθήσει την αντισυμβατική σκέψη και να κατανοήσει τον κόσμο όπως η ηρωίδα της. Εξαιρετική παρουσία.

damazontas ta kymata2

Ο Άκης Σακελλαρίου είναι ιδανική επιλογή για το ρόλο του Jan, τόσο ως «φυσική» παρουσία, όσο και ως ερμηνευτική δυνατότητα. Καταφέρνει και εκείνος να παρουσιάσει τον ήρωα του με ρεαλισμό και σοβαρότητα, μέσα από μια ερμηνεία που καταδεικνύει την ουσία του Jan: ήταν ο μόνος που είχε κατανοήσει εξαρχής την ποιότητα της Bess. Τόσο στις σκηνές της παραλυσίας όσο και της σκληρότητας του είναι επαρκής και εκφραστικός.

Η Παρθενόπη Μπουζούρη στο ρόλο της Ντόντο είναι μια στέρεη και στιβαρή παρουσία, που δείχνει να κινείται από την αρχή στη σωστή κατεύθυνση ερμηνευτικά και δραματουργικά, μετουσιώνοντας την έννοια του «ξένου», και της έλλειψης της υπαγορευμένης ευσέβειας. Ξεχωρίζει από το φορμαλισμό των υπολοίπων, και είναι συγκινητική ως ο «αυστηρός» φύλακας άγγελος της Bess, με μια μελαγχολία που ταιριάζει ιδιαίτερα στην ηρωίδα της.

Ο Γιάννης Βογιατζής είναι επίσης μια σωστή επιλογή για το ρόλο του Πάστορα – Μίνιστερ. Με αυστηρότητα, σταθερότητα και σαφή προσανατολισμό επί σκηνής, εκφράζει τον ολοκληρωτισμό αλλά και την αποξένωση του ήρωα του από την ουσία της προσωπικότητας των ανθρώπων.

Ξεχωρίζει η Τασία Σοφιανίδου στο ρόλο της μητέρας, με τον εξαίσια ερμηνευμένο συντηρητισμό της ηρωίδας της, όπως και ο Γιώργος Ζιόβας που ακροβατεί ανάμεσα στις συμβατικές παραδοχές του ήρωα του αλλά και την κατανόηση της πραγματικότητας της Bess, ενώ και ο Νίκος Μαυράκης είναι εξαιρετικά συμπαθής ως Τέρρυ.

Πολύ γλυκιά παρουσία η Ευανθία Κουρμούλη, που ως Σιμπιλα, έχει μια πολύ ευχάριστη τρυφερότητα στην ερμηνεία της, ενώ το τελικό της τραγούδι έχει μια αίσθηση από Bjork, ίσως σαν μια αναφορά στο Χορεύοντας στο Σκοτάδι του Τρίερ.

Ο Γιώργος Παπαπαύλου έχει φυσικότητα στην έκφραση του, και είναι ιδιαίτερα ανθρώπινος στην προσέγγιση του ρόλου του γιατρού. Σφάλμα η σεναριακή «παρέμβαση» όμως στη σκηνή με το γιατρό και τη Bess, καθώς ακυρώνει την προσωπικότητα του. Αν στην ταινία ο γιατρός είναι o δεύτερος «σύμμαχος» της Bess μαζί με τη Ντόντο, κατανοώντας την, η θεατρική εκδοχή είναι σαν να θέτει εκ των πραγμάτων όλους τους άνδρες απέναντι από την Μπες.

Οι Μελέτης Γεωργιάδης, Ανδρέας Αντωνιάδης, Κώστας Κοράκης και Σπύρος Τσεκούρας είναι επίσης επαρκείς στους ρόλους τους, σύντονοι με το συντηρητισμό και παραδοσιακό τύπο των ηρώων τους, ειδικά ως μέλη της Εκκλησίας. Η συνεχής παρουσία τους, και το στήσιμο τους επί σκηνής συντελεί στη δημιουργία έντονου παρεμβατισμού στη ζωή των βασικών ηρώων. Είναι μια πολύ εύστοχη σκηνοθετική επιλογή για να εντείνει την αίσθηση της αβάστακτης πίεσης που ασκεί η Εκκλησία στην τόσο ισχυρή και ταυτόχρονα εύθραυστη προσωπικότητα της Bess.

Αξιοσημείωτη και η παρουσία του γυμνού ζεύγους, Βασιλικής Αντώναρου και Κωνσταντίνου Παναγιωτάκη, με κίνηση και στάσεις που θυμίζουν πίνακα εντός πίνακα, αλλά και που προσδίδουν και μια αίσθηση συνεχούς παρουσίας των πρωτόπλαστων, που όπως και στον Αντίχριστο του Τρίερ παρακολουθούν τα γεγονότα να συμβαίνουν γύρω τους, ως αποτέλεσμα του «αμαρτήματος» τους. Εξάλλου στο έργο του Τρίερ η κατά κόσμον αμαρτία και η πίστη όπως εκφράζεται από τη Bess βρίσκονται σε διαρκή συνδιαλλαγή.

Λιτά και λειτουργικά τα σκηνικά, ίσως μια λιγότερη μετακίνηση των θρανίων ειδικά στα πρώτα λεπτά να ήταν λιγότερο εξαντλητική.

Στο σύνολο της η παράσταση παρά τις εσωτερικές ανισότητες της είναι μια θεατρική εμπειρία αναμφίβολα σημαντική, με τις ερμηνείες των ηθοποιών να είναι το δυνατό χαρτί που αντισταθμίζει τα υπόλοιπα προβλήματα, και που καταφέρνει τελικά να συγκινήσει και να θέσει το βασικό ερώτημα: Είναι η αγάπη η απάντηση για όλα;

Μετάφραση Αντώνης Γαλέος
Σκηνοθεσία – Δραματουργία – Σκηνική προσαρμογή Ρούλα Πατεράκη
Σκηνικά – Κοστούμια Άγγελος Μέντης
Φωτισμοί Γιάννης Δρακουλαράκος
Video – art Στάθης Αθανασίου
Ηχητική σύνθεση Γιώργος Πούλιος
Βοηθός σκηνοθέτη Τασία Σοφιανίδου
Διανομή:
Βίγκβιντ Ρούλα Πατεράκη
Μπες Ιωάννα Τσιριγκούλη
Γιαν Άκης Σακελλαρίου
Ντόντο Παρθενόπη Μπουζούρη
Δρ. Ρίτσαρσον Γιώργος Παπαπαύλου
Μίνιστερ Γιάννης Βογιατζής
Σύμπιλα Ευανθία Κουρμούλη
Γουίλλιαμ Γιώργος Ζιόβας
Τέρρυ Νίκος Μαυράκης
Στέλλα Τασία Σοφιανίδου
Πρεσβύτερος, Γιατρός, Μεσόκοπος Μελέτης Γεωργιάδης
Πρεσβύτερος , Γιατρός, Άνδρας στο μπαρΑνδρέας Αντωνιάδης
Πρεσβύτερος , Γιατρός, Άσχημος Σπύρος Τσεκούρας
Πρεσβύτερος , Γιατρός, Ναύτης Κώστας Κοράκης
Γυναίκα Βασιλική Αντώναρου
Άντρας Κωνσταντίνος Παναγιωτάκης

1 σκέψη στο “Δαμάζοντας Τα Κύματα στο Θέατρο Ρεξ”

  1. 5

    Τα αστεράκια τα βαζω για την κριτική, γιατί είναι πολυ καλη κριτική για μια δυσκολη παρασταση. . Συμφωνώ ότι η πρωτη μια ωρα ειναι λιγο αχταρμας, λίγο απ’ολα χωρίς συγκεκριμενη κατεύθυνση. Μετά βελτιώνεται πολύ. Δεν φτάνει στα επίπεδα συναισθηματικής έντασης της ταινίας. αλλα οι ηθοποιοι πραγματικά προσπαθούν πολυ και τους αξίζει μεγάλο χειροκρότημα.

    Απάντηση

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr