ΤΟΥ ΕΡΡΙΚΟΥ ΙΨΕΝ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ 26 Φεβρουαρίου 2016 … 05 Ιουνίου 2016
- Κριτική Στέλιος Αντωνιάδης
Θέατρο Τέχνης Κ. Κουν, Υπόγειο > Κέντρο Αθήνας Για τον Ίψεν (Henrik Johan Ibsen 1828-1906), τον μεγάλο νορβηγό, δεν νομίζω ότι χρειάζεται να γράψω κάτι μια και είναι πολύ γνωστός αλλά και έχω γράψει στην κριτική μου για το έργο του «Hedda Gabler». Το «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» γράφτηκε το 1899 και πρωτοπαρουσιάστηκε μερικές μέρες πριν από την έκδοση του στο Haymarket Theatre του Λονδίνου. Όσο περνάν τα χρόνια και «τα σβηστά κεριά πληθαίνουν» τόσο περισσότερο συνειδητοποιούμε πως το κλείσιμο του κύκλου της ζωής μας αποτελεί νομοτέλεια.
Στις ηλικίες αυτές, αναγκαστικά, μην έχοντας και πολλά άλλα πράγματα να κάνουμε αναμνησιολογούμε. Σκεφτόμαστε τα χρόνια που πέρασαν, και το πόσο γρήγορα έφυγαν χωρίς να το καταλάβουμε. Κάνουμε με άλλα λόγια έναν απολογισμό της ζωής μας. Αναρωτιόμαστε για τις σωστές και για τις λανθασμένες επιλογές μας. Σκεπτόμαστε για το πόσο αξιοποιήσαμε τον χρόνο μας που τώρα βλέπουμε πως δεν ήταν ατέλειωτος και προσπαθούμε όσο μπορούμε να ζήσουμε καλά τον χρόνο του τέλους πριν μας τελειώσει ο χρόνος.
Ανάμεσα σε όλα αυτά αναλογιζόμαστε για το πόσο ελεύθεροι υπήρξαμε να κάνουμε αυτό που θέλαμε χωρίς δεύτερες σκέψεις. Για το πόσο δεσμευτήκαμε σε συμβατικές απόψεις δημιουργώντας συνθήκες ειλοτείας με σκοπό να ικανοποιήσουμε τις φιλοδοξίες μας. Πόσο περιοριστήκαμε και πολλές φορές πικραθήκαμε μόνο και μόνο για να ακούσουμε καλά λόγια από τους άλλους. Σε τι βαθμό μας ενδιέφερε η γνώμη των άλλων. Φυσικά για όλα αυτά το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σκεφτούμε τα συν και τα πλην των αποφάσεων μας και των συνθηκών οι οποίες τις προκάλεσαν. Τι ήταν αυτό που μας έκανε να μην χαρούμε τη ζωή μας και να την ζήσουμε σαν ζωντανοί νεκροί; Το «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» (When We Dead Awaken) είναι το τελευταίο έργο του Ίψεν.
Το έγραψε λίγο πριν πεθάνει καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες, σε μεγάλο «πυρετό», προσπαθώντας να προλάβει μια και έβλεπε ότι το τέλος πλησιάζει και πρέπει να καταφέρει την ολοκλήρωση του έργου του ούτως ώστε να δει και το ανέβασμα του. Ζώντας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, την τελευταία φάση της ένσαρκης ζωής του έκανε τις ίδιες σκέψεις που κάνουμε όλοι. Μολονότι θα πει κανείς πως αυτά που έγραψα για την αξιολόγηση μιας ζωής είναι μέσα στα πλαίσια της λογικής, ο συγγραφέας βάζει τους ήρωες του να κάνουν τη μεγάλη επανάσταση ακόμα και σε ηλικίες που δεν προσφέρονται για επαναστάσεις.
Ο βασικός ήρωας ο γλύπτης Ρούμπεκ συνειδητοποιεί πως έζησε σαν ζωντανός νεκρός ασχολούμενος με την τέχνη του (κυρίως από τότε που τελείωσε το σημαντικότερο έργο της καλλιτεχνικής του καριέρας με τίτλο «Νεκρανάσταση»), χωρίς να κάνει στη ζωή του αυτά που ήθελε. Χωρίς να απολαύσει τον μεγάλο του έρωτα για το μοντέλο του την Irene (το όνομα συμβολίζει την ειρήνη που έχουμε την ψευδαίσθηση ότι θα αποκτήσουμε, όταν επιτέλους ξυπνήσουμε) η οποία επίσης βασανίζεται από τις ίδιες σκέψεις και πιστεύει πως μόνο όταν ξυπνήσουν από τον θάνατο μέσα στον οποίο ζουν τότε θα καταλάβουν ότι ποτέ δεν ήταν ζωντανοί. Η τωρινή σύντροφος του η Maia ζώντας μαζί του τα τελευταία τέσσερα χρόνια και παρά το ότι είναι πολύ νεότερη κάνει ακριβώς τις ίδιες σκέψεις, έχει ακριβώς τα ίδια αισθήματα. Στο εξοχικό θέρετρο στο οποίο παραθερίζουν παρουσιάζονται τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να τους ξυπνήσουν από τον θανατερό, εν ζωή, λήθαργο τους. Ενώ όμως θα περίμενε κανείς να δουν αυτές τις συμπτώσεις μόνο σαν ένα κίνητρο για να ξανασκεφτούν αυτά που έκαναν, εκείνοι ξυπνούν και παίρνουν ανώδυνα και ανεπαίσχυντα τις αποφάσεις τους. Χωρίζουν, εκείνος πάει με τον παλιό του έρωτα ενώ εκείνη με έναν αγριάνθρωπο που το όνομά του Ulfheim στα νορβηγικά σημαίνει το σπίτι του λύκου, τον οποίο μόλις γνώρισε.
Αν αναλογιστεί κανείς την εποχή στην οποία γράφτηκε το έργο του φαίνετε παράξενο που μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα παίρνονται τόσο σοβαρές αποφάσεις. Έχω δει τα πιο πολλά από τα έργα του Ίψεν και μάλιστα μερικά περισσότερες από μία φορές. Το ελάχιστο που μπορώ να πω είναι πως δεν έχει τη δύναμη, την ομορφιά και την αξία των προηγούμενων έργων του. Ίσως για αυτό και ο μεγάλος Κουν, όπως και πολλοί άλλοι δεν το συμπεριλάμβαναν στο παραστασιολόγιο τους. Το έργο με τους συμβολισμούς του αποτελεί μια κατά κάποιο τρόπο πνευματική παρακαταθήκη, ένα μήνυμα αφού ο συγγραφέας ήξερε πως ο θάνατος βρισκόταν δίπλα του σε απόσταση αναπνοής. Ίσως και να προσπαθούσε να μιλήσει για την δυστυχία του καλλιτέχνη που για να δημιουργήσει ζωή πρέπει να θυσιάσει την δική του. Ίσως για αυτό και ο αρχικός τίτλος ήταν «Ένας δραματικός επίλογος» όπως και ένας άλλος «Η ημέρα της νεκρανάστασης»).
Συντελεστές: Η μετάφραση (Έρι Κύργια) είναι πολύ σωστή. Η σκηνοθεσία (Δημήτρης Καραντζάς) αψεγάδιαστη. Η κίνηση (Ζωή Χατζηαντωνίου), τα σκηνικά (Ελένη Μανωλοπούλου), τα κοστούμια (Ιωάννα Τσάμη) καθώς και οι φωτισμοί ( Αλέκος Αναστασίου) υπηρετούν πολύ ικανοποιητικά την παράσταση Ηχητική Δραματουργία: Δημήτρης Καμαρωτός. Βοηθός Σκηνοθέτη: Θεοδώρα Καπράλου Ερμηνεύουν (αλφαβητικά): Αλεξία Καλτσίκη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Περικλής Μουστάκης, Ρένη Πιττακή, Μιχάλης Σαράντης. Όλοι εξαιρετικοί στους ρόλους τους με άψογη έκφραση του λόγου και του ήχου.