Κριτική της Παράστασης Λυσιστράτη του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού από την Κάτια Σωτηρίου για το mytheatro.gr
Το έργο
Η Λυσιστράτη “για πρώτη φορά ανέβηκε το 411 π.Χ., μόλις δύο χρόνια μετά την καταστροφική ήττα της Αθήνας στην εκστρατεία της Σικελίας, μια καμπή στο μακροχρόνιο Πελοποννησιακό Πόλεμο εναντίον της Σπάρτη. Μετά από 21 χρόνια πολέμου, φάνηκε να υπάρχει ελάχιστη προοπτική για την ειρήνη. Η ολιγαρχική επανάσταση στην Αθήνα, η οποία αποδείχθηκε εν συντομία επιτυχημένη την ίδια χρονιά, ήταν περισσότερο πολιτική καταστροφή όπως αποδείχθηκε με τα χρόνια.
Οι σύγχρονες προσαρμογές του έργου είναι συχνά φεμινιστικές ή / και ειρηνιστικές στο στόχο τους, αλλά το πρωτότυπο έργο ήταν ούτε ιδιαίτερα φεμινιστικό ούτε ανεπιφύλακτα ειρηνιστικό. Ακόμη και ενώ φαινομενικά υπάρχει επίδειξη συμπάθειας προς το γυναικείο φύλο, ο Αριστοφάνης έτεινε ακόμα στο να ενισχύσει τα σεξουαλικά στερεότυπα των γυναικών ως παράλογα πλάσματα που χρειάζονται προστασία από τον εαυτό τους και από τους άλλους.
Όταν οι γυναίκες ενεργούν ορθολογικά, δηλαδή, επιδιώκοντας τον τερματισμό του πολέμου, τότε φαινομενικά χρησιμοποιούν τις “αρσενικές” τους ευαισθησίες. Αυτή η εικόνα δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να προέρχεται από μια ανδρική σκοπιά, καθώς η σύνδεση ορισμένων χαρακτηριστικών με συγκεκριμένα φύλα εξακολουθεί να είναι μια κοινώς αποδεκτή έννοια σήμερα, σε ένα ξεπερασμένο μεν, υπαρκτό κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Και δεδομένου ότι ο Αριστοφάνης έγραφε για ένα αρσενικό ακροατήριο, θα ήθελε χαρακτήρες που θα συντονίζονται με αυτά. Έτσι, ο Αριστοφάνης παίζει επίσης σε μεγάλο βαθμό με τα στερεότυπα χαρακτηριστικά των γυναικών, καθιστώντας τες ως αναπαραστάσεις του τι οι άνδρες πιστεύουν ότι πρέπει να είναι οι γυναίκες.
H παράσταση
Πιστός στο σύστημα του Αριστοφάνη ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, παρουσιάζει τις γυναίκες του χορού του αλαφροΐσκιωτες, απλοϊκές και αφελείς, μέσα στα αέρινα και διάφανα ρούχα τους – από τα πέπλα της Αμοργού όπως λέει ο ποιητής, αναπαράγοντας πλήρως τα φαλλοκρατικά στερεότυπα του ποιητή. Αλλά κάπου εδώ ξεκινά ταυτόχρονα και το πρόβλημα. Ο χορός των γυναικών διαφοροποιείται μεν από την Λυσιστράτη – Κιτσοπούλου, όπως ορίζει ο Αριστοφάνης, αλλά η απλοϊκότητα τους και η επαναλαμβανόμενη, και κουραστικά μακρόσυρτη, σεξουαλική χορογραφία και κίνηση κάνει τις γυναίκες αυτές καρικατούρες. Αντίθετα, η Κιτσοπούλου προσφέρει μια Λυσιστράτη που έχει σαφώς αυξημένη την «αρσενική» της πλευρά, αναπαράγοντας την αντίληψη ότι για να έχει μια γυναίκα την ικανότητα να αναλύει και να σκέφτεται ορθολογιστικά, τότε είναι λιγότερο θηλυκή.
Η Κιτσοπούλου με την συνήθη της «οργή» και την εκβιαστικά αγριεμένη καταγγελτική διάθεση της, πλάθει τη Λυσιστράτη πιο απόμακρη από ό,τι θα περίμενε κανείς. Απόλυτη σκηνοθετική επιλογή, το αν σε κάποιους ταιριάζει ή όχι, είναι θέμα υποκειμενικό. Ωστόσο, δεν μπορεί να περάσει στα ψιλά, ότι αν ο Μαρμαρινός δήλωνε πριν την παράσταση του ότι η Λυσιστράτη είναι η αποθέωση της θηλυκότητας, αυτό μάλλον αφορά τον χορό των γυναικών, και αυτόν εν μέρει. Οι εξαίσιες καλλίγραμμες γυναίκες του χορού, ντυμένες υπέροχα, με διαλεχτά φορέματα που αποκάλυπταν τα κάλλη τους, έρχονταν σε τρομερή αντίθεση με τις λιγότερο καλλίγραμμες (κατά τα σύγχρονα πρότυπα) γυναίκες του χορού που ήταν ντυμένες με στυλ σχεδόν γκροτέσκο. Γιατί άραγε; Λεπτομέρειες, ίσως πει κανείς, αλλά όταν μιλάμε για μια παράσταση που διαφημίζει το ανθρώπινο σώμα ως κεντρικό στοιχείο της, τότε η λατρεία του σώματος θα πρέπει να γίνεται στο σύνολο του, ανεξάρτητα από μικρές ατέλειες, ή σύγχρονα στερεότυπα. Εφόσον η «αποθέωση» του σώματος γίνεται με το να παρουσιαστούν τα σώματα– κάποια από αυτά για να είμαστε απολύτως σαφείς – ολόγυμνα, τότε η παρουσίαση τους έπρεπε να γίνει επί ίσοις όροις. Μεγάλη η διαφωνία μας με τη συγκεκριμένη επιλογή.
Δεν ήταν μόνο αυτό το σκηνοθετικό πρόβλημα. Η απίστευτα μεγάλη διάρκεια της παράστασης οφείλεται όχι μόνο στις επαναλαμβανόμενες χορογραφίες που κρατούσαν αναίτια πολύ, αλλά και στον κατακερματισμό της αφήγησης σε «επεισόδια» που ενώ σε κάποια σημεία ήταν ενδιαφέροντα – όπως η απόδοση του αντρικού λόγου από γυναίκες ή το τρίτο πρόσωπο σε πολλές αναφορές – σε κάποια άλλα συντελούσε στο να χαθεί η ατμόσφαιρα. Έτσι, η κορυφαία στιγμή του έργου, η απογύμνωση των σωμάτων, και της γυναικείας φύσης, που έβαζε το θεατή στην ατμόσφαιρα της λατρείας του γυναικείου φύλου, διεκόπη άτσαλα από ένα – χωρίς λόγο ύπαρξης – αστείο. Το ίδιο συνέβαινε σε πολλά σημεία της παράστασης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια κούραση, όχι γιατί η παράσταση ήταν κακή στο σύνολο της, ή γιατί δεν υπήρχαν καλές ερμηνείες. Τουναντίον. Μιλάμε για μια δουλεμένη παράσταση, που ωστόσο έπεσε θύμα μιας άνευ λόγου φλυαρίας, που χαλάρωσε την ατμόσφαιρα, συνετέλεσε στην απώλεια ενός σαφούς προσανατολισμού, και που τελικά έκανε πολλούς να μετρούν τα άστρα, ή να κοιτούν το ρολόι τους με νόημα.
Οι εμβόλιμοι αστεϊσμοί με σύγχρονη ή μη διάσταση, κυρίως από την μεγάλη αδυναμία του έργου, τους Γέροντες Αθηναίους, που εν είδη γερόντων του Μάπετ Σόου ακροβατούσαν μεταξύ Αριστοφανικής πραγματικότητας και καρικατούρας, είναι ένα κακό που μας ακολουθεί στις Αριστοφανικές παραστάσεις, και κανείς μέχρι τώρα δεν έχει τολμήσει να τους χρησιμοποιήσει. Το ίδιο ισχύει για τις βωμολοχίες: κάποιες λέξεις ακούστηκαν στο κείμενο εξωφρενικά πολλές φορές. Χωρίς λόγο, χωρίς να προσφέρουν τίποτα. Μόνο αφαιρούσαν.
Στα θετικά του έργου: οι εξαίσιες γυναικείες παρουσίες, με διαλεγμένες ηθοποιούς, που υπηρέτησαν πιστά την σκηνοθετική βούληση, και έσωσαν την παρτίδα όπως μπορούσαν. Οι υπέροχες Μαρία Σκουλά, Αγλαία Παππά, Λένα Παπαληγούρα, Λένα Δροσάκη, Αθηνά Μαξίμου, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Αννα Κλάδη, Σοφία Κόκκαλη, Ειρήνη Μαρκή, Ελένη Μπούκλη, Ηλέκτρα Νικολούζου, Έλενα Τοπαλίδου, Gemma Carbone, Αθηνά Δημητρακοπούλου, αποτέλεσαν τον καλοδουλεμένο χορό των γυναικών. Και αν διαφωνούμε με την σκηνοθετική ματιά, ταυτόχρονα δεν μπορούμε παρά να επαινέσουμε την επιλογή των κοριτσιών αυτών, που με εκφορά λόγου αξιοζήλευτη, και με πατήματα σιγουριάς απέδωσαν αυτό που κλήθηκαν να κάνουν με θαυμαστή αξιοπρέ
Ο Αιμίλιος Χειλάκης ξεχώρισε από το ανδρικό ναυάγιο, καθώς σε κανένα σημείο δεν άφησε να του ξεφύγει από τα χέρια ο Κινησίας Παιονίδης του, ένας άνδρας τυφλωμένος από την επιθυμία. Εξαιρετικός, με σωστή απόδοση της λεπτής ειρωνείας του έργου απέναντι στον ήρωα του, κινήθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Συγκινητική και ιδιαίτερη στιγμή η αναφορά στο Μηνά (Χατζησάββα), με την πρόποση του Θέμη Πάνου – αναφορά που γίνεται και στο πολύ όμορφο και προσεγμένο πρόγραμμα της παράστασης: « Επειδή η ζωή δεν προχωρά χωρίς μνήμη και χωρίς ευγνωμοσύνη, η παράσταση αφιερώνεται στον Γιώργο Λούκο. Και στον Μηνά Χατζησάββα που θα έπρεπε να είναι εδώ».
Ιδιαίτερα συζητήθηκε και το πεντάλεπτο σκοτάδι γιατί «έπεσε νύχτα στην Ακρόπολη», που ωστόσο είχε μια χαριτωμένη και γνώριμη αφέλεια συζητήσεων που όλοι μας έχουμε κάνει στο σκοτάδι. Ίσως προς χάριν των ξένων θεατών δεν έπρεπε να σταματήσουν οι υπέρτιτλοι, αλλά ως επιλογή ήταν πράγματι ενδιαφέρουσα και πολύ γλυκιά.
Τι μένει από την παράσταση αυτή; Ίσως μια γλυκόπικρη εικόνα μιας χαμένης ευκαιρίας. Γιατί μια καλοδουλεμένη παραγωγή, με εξαίσιο καστ, μια πρόταση που φάνηκε να υπάρχει – αντίθετα με άλλες παραστάσεις φετινές που δεν είχαν καν πρόταση – έχασε τον προσανατολισμό της, αφέθηκε σε ευκολίες που δεν ταίριαξαν με την προσπάθεια του Μαρμαρινού να αποδομήσει τις συνθήκες που κουβαλάμε όλοι μέσα μας και που βαραίνουν πολλές φορές και την ίδια την Επίδαυρο . Τελικά όμως δε δοκίμασε την αντοχή μας απέναντι στον Αριστοφάνη, αλλά απέναντι στη μετάφραση και τη σύγχρονη κατασκευή του κειμένου. Και αν κάτι θα έπρεπε να κρατήσει τους γονείς μακριά από το να πάνε τα παιδιά τους να δουν τη Λυσιστράτη – το οποίο ακούστηκε ιδιαίτερα στην Επίδαυρο το Σάββατο – αυτό δεν είναι το γυμνό, γιατί σπάνια βλέπει κανείς πια στο θέατρο γυμνό με λόγο ύπαρξης, αλλά η υπερβολική βωμολοχία και η μεγάλη της διάρκεια που δημιουργούν κούραση και αμηχανία.