* Κριτική Κάτια Σωτηρίου
Η Άντζελα Μπρούσκου παρουσιάζει στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης το έργο Roberto Zucco του Bernard Maria Koltes.
Το έργο
Το έργο Roberto Zucco, εμπνευσμένο από τη ζωή και τα εγκλήματα του Roberto Succo ( o Κολτές άλλαξε το πρώτο γράμμα του ονόματος του για να δημιουργήσει έναν ήρωα ίδιο αλλά και διαφορετικό από τον πραγματικό), ήταν το τελευταίο έργο γραμμένο από τον Γάλλο δραματουργό Κολτές, πριν τον πρόωρο θάνατό του το 1989. Ξεκινά με τη διαφυγή του Zucco από τη φυλακή και τελειώνει με μια θεαματική αυτοκτονία. Μεταξύ των δύο συλλήψεων του, ο Ζucco σκότωσε τη μητέρα του, βίασε μια έφηβο, σκότωσε έναν επιθεωρητή της αστυνομίας και πήρε ένα αγόρι ως όμηρο για να τον σκοτώσει κι αυτόν στο τέλος.
Το έργο αναπτύσσεται μέσα από δεκαπέντε σκηνές. Κάθε μια από αυτές περιγράφει μια ενέργεια ή ένα μέρος της δράσης, με τις σκηνές να κάνουν αναφορά σε λογοτεχνικές ή βιβλικές μορφές, όπως τη Δαλιδά ή την Οφηλία. Πράγματι, ο χαρακτήρας του πραγματικού Roberto succo δεν ήταν η μόνη πηγή έμπνευσης για τον Κολτές. Υπάρχουν προφανείς αναφορές στον Άμλετ του Σαίξπηρ- η πρώτη σκηνή με τους δύο αστυνομικούς θυμίζει την αντίστοιχη των φρουρών στον Άμλετ: Εκεί που εμφανίζεται το πνεύμα του Βασιλιά Άμλετ , στο έργο του Κολτές ο Zucco ανεβαίνει στην οροφή.
Ο Roberto Ζucco δεν είναι τόσο απότοκος μιας δημοσιογραφικής ή έστω εγκληματολογικής προσέγγισης, αλλά αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης λογοτεχνικής παράδοσης. Αυτή η μυστική πορεία της ανοιχτής στο κοινό ασέλγειας που αποθεώθηκε από τους Σουρεαλιστές, έφθασε στο απόγειό της σε συγγραφείς όπως οι Georges Bataille, Jean Genet, και Pier Paolo Pasolini. Η γοητεία της παραβατικότητας και του απαγορευμένου επαίνου της ομορφιάς που οδηγεί στο έγκλημα, τα εικονικά παιχνίδια ανάμεσα στον Έρωτα και το Θάνατο, το κακό ως καλλιτεχνική αναγκαιότητα, οφείλονται στο ότι συνυπάρχουν σε συναρπαστικό σημείο συνάφειας με το πραγματικό: η υπακοή, και η ηθική τάξη δεν είναι «φυσική». «Φυσικά» η ώθηση σε ποινικά κολάσιμες πράξεις προέρχεται από την περιορισμένη ενέργεια του ανθρώπου, που πρέπει αναπόφευκτα να εκφραστεί.
Αν και ο κεντρικός ήρωας του έργου είναι δολοφόνος, το έργο του Κολτές δεν αναλώνεται στο να εξηγήσει τις δολοφονίες ή να θέσει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος γύρω από μια έρευνα της αστυνομίας. Ο Κολτές δεν έγραψε ένα έργο για να εξιστορήσει μετά από προσεκτική έρευνα, τα πραγματικά περιστατικά. Δεν έγραψε ένα ψυχολογικό θρίλερ, αλλά αντ ‘αυτού το έργο Roberto Ζucco κατασκευάστηκε για να δείξει ένα διαφορετικό Ζucco σε κάθε σκηνή. Ο βιασμός ενός κοριτσιού, η δολοφονία της μητέρας, ενός αστυνομικού και ενός παιδιού μετατρέπουν τον Ζucco σε σύμβολο της καταστροφής της αθωότητας, της καταγωγής, του δίκαιου και του μέλλοντος. O Κολτές όμως δεν επιχειρεί να βοηθήσει το κοινό να κατανοήσει το Ζucco, αν και μας αφήνει με έναν φροϋδικό υπαινιγμό, ότι κανένας δεν μπορεί να είναι ελεύθερος όσο ζουν οι γονείς του. Ωστόσο, κυρίως εστιάζει στην επιθυμία του Zucco να γίνει ανώνυμος ή αόρατος, σε μια κοινωνία που δεν τον καταλαβαίνει, και άρα δεν μπορεί να τον αγαπήσει.
Οι ερμηνείες
Οι ηθοποιοί καλούνται, πλην του Νικούλι, να ερμηνεύσουν πολλαπλούς ρόλους στο έργο, και να συνθέσουν το παζλ των προσώπων που δρουν παράλληλα ή και καταλυτικά προς την προσωπικότητα του Τσούκο. Παίζουν με τις αντιφάσεις, τη διάσπαση και τον κατοπτρισμό των προσωπικοτήτων σε γρήγορους ρυθμούς.
Ο Κώστας Νικούλι στον ομώνυμο ρόλο καταφέρνει να αποδώσει τα ζωώδη αισθήματα του Zucco, τη δαιμονική και αήθη φύση του, χωρίς όμως να χάσει την ευαισθησία της νεότητας του. Στην ερμηνεία του συνυπάρχει η ποίηση, ο κίνδυνος, η βία, και η ασάφεια της ύπαρξης του. Ο Zucco είναι ο μόνος χαρακτήρας στο έργο του Κολτές που έχει όνομα. Η επιλογή του δραματουργού να αφαιρέσει τα ονόματα από τους χαρακτήρες, τους σύρει ως αρχέτυπα που, χωριστά, θα βοηθήσουν τη σωστή απεικόνιση του Ζucco μέσα από τα πολλά φίλτρα που προβάλλεται ο ήρωας, και που μαζί, αντιπροσωπεύουν την κοινωνία στο σύνολό της. Ο Zucco, νέος, όμορφος, άγγελος, σχεδόν βγαλμένος από τα Φτερά του Έρωτα, επιδρά στις ζωές των άλλων καταλυτικά, γεννώντας, όμως, όχι αγνά συναισθήματα, αλλά βία και θάνατο. Ο Νικούλι κινείται με τη χάρη αιλουροειδούς, αποπνέει ερωτισμό και βία, αλλά καταφέρνει να γειώσει τον ήρωα του όταν χρειάζεται: ο μονόλογος του στον οποίο αναλύει την επιθυμία του να είναι αόρατος είναι πραγματικά εξαιρετικός.
O Στράτος Τζώρτζογλου παίζει 5 διαφορετικούς ρόλους, διαφορετικής κοινωνικής και ηλικιακής βάσης, και δείχνει ιδιαίτερα βαθιά δοσμένος σε κάθε έναν από αυτούς. Ωστόσο, ξεχωρίζει η σκηνή του ηλικιωμένου που κάθεται στη στάση, ζαλισμένος και κουρασμένος. Εδώ έχουμε το παράδειγμα του πώς ένας κατεξοχήν ζεν πρεμιέ του θεάτρου έχει την ικανότητα να αποδυθεί το μανδύα του γοητευτικού και λαμπερού σταρ, και να ζαρώσει, να γεράσει, να καταρρακωθεί από το χρόνο και τη μοναξιά. Έξοχη ερμηνεία.
Η Γεωργιάννα Νταλάρα είναι σαφώς πιο αδύναμη στην ερμηνεία της, και ανά στιγμές δείχνει να δυσκολεύεται να περάσει από τον ένα ρόλο στον άλλο, παρουσιάζοντας διακυμάνσεις και έλλειψη σταθερών πατημάτων στη σκηνή. Ίσως με την τριβή με τους ρόλους να βρει τις ισορροπίες της, ειδικά καθώς όλη η ομάδα λειτουργεί πολύ δυνατά ερμηνευτικά. Σταθεροί και συνεπείς στις οδηγίες και το ύφος των ρόλων τους οι Αντώνης Τσίλλερ και Αντρέας Αντωνιάδης, που συμπληρώνουν μια καλοδουλεμένη ομάδα.
Συνειδητά αφήνω τελευταία την Παρθενόπη Μπουζούρη, που στην παράσταση σηκώνει το βάρος πολλαπλών ρόλων με ιδιαίτερο βάθος, τους οποίους αποδίδει με αξιοθαύμαστη συνέπεια και ευελιξία. Ξεπερνά άνετα τα εμπόδια της διαφορετικής ηλικίας, του στυλ και της τάξης των ρόλων της και περνά με χαρακτηριστική άνεση από το ρόλο της άφοβης, ρευστής και καπάτσας Πατρόνας της πιάτσας, στη φοβισμένη, καταπιεσμένη αλλά και χειριστική αδερφή του κοριτσιού. Η επιβλητική, αλλά και τρυφερή στο βάθος μάνα του Zucco είναι εξαίσια, ενώ η εύθραυστη και ταυτόχρονα σαρκαστική γυναίκα της προκαλεί έντονους συναισθηματικούς κραδασμούς. Λιτή, άμεση, ευθύβολη, κινείται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και κυριαρχεί απόλυτα σε καθέναν από τους ρόλους ξεχωριστά.
Γύρω από τον Zucco, η Άντζελα Μπρούσκου έστησε έναν χορό ηρώων, που αντιπροσωπεύουν τα μακάβρια , αλλά γελοία και αξιολύπητα στοιχεία της κοινωνίας, που λαμπυρίζουν σαν πυγολαμπίδες στις αυταπάτες του δολοφόνου: είτε είναι καλοί πολίτες, μικροαστοί και καταπιεσμένοι άνθρωποι , ή αποβράσματα του Μικρού Σικάγο. Δημιουργεί επί σκηνής, με ελάχιστα μέσα, την εικόνα μιας πόλης με ιερόδουλες και πατρόνες, πελάτες και εραστές όπου ο ορισμός μεταξύ του καλού και του κακού διαβρώνεται μέσα από έναν βάρβαρο, σατιρικό και διεισδυτικό μύθο. Η προσέγγιση της τονίζει το ζήτημα της κατακερματισμένης ταυτότητας του ήρωα , τον πληθυντικό αριθμό των πτυχών του, παραμένοντας πιστή στο κείμενο και την πρόθεση του Κολτές να δημιουργήσει έναν καταραμένο μύθο. Όπως γράφει και η Mounsef ο «Κολτές διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν τις μυθικές μορφές – το θέατρο έψαχνε τον Rimbaud του, και τον βρήκε στον Κολτές. Η παράσταση, πιστή στο πνεύμα του Κολτές, δεν αφήνει το θεατή με την απατηλή άνεση της «κατανόησης» του ήρωα, μη επιτρέποντας σε κανένα σημείο το καθησυχασμό του θεατή, αφού είναι χτισμένη σαν ένα αίνιγμα, ένα λαβύρινθο με διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης.
Η Μπρούσκου παραμένει συνεχώς στη σκηνή, χειρίζεται την Live camera, στρέφοντας το ενδιαφέρον του θεατή πότε στις εκφράσεις των ηρώων, πότε στον τρόπο κίνησης, και δράσης, μετατρέποντας κάθε λέξη σε εικόνα, προβάλλοντας τα στρατηγικά εκείνα στοιχεία στις προσπάθειες των χαρακτήρων να ελέγχουν ο ένας τον άλλο. Υπάρχουν κάποιες αμήχανες στιγμές, που φάνηκε να χάνεται ο ρυθμός και ο ειρμός, και αυτό μπορεί να δυσκολέψει ένα θεατή που δεν είναι γνώστης της ιδιαίτερης γραφής του Κολτές, ωστόσο επειδή παρακολουθήσαμε την πρώτη παράσταση, είναι βέβαιο ότι αυτά θα διορθωθούν.
Η δημιουργία επιμέρους αλλά και αυτοτελών εικόνων στο έργο είναι αγαπημένο μας στοιχείο στις παραστάσεις της Μπρούσκου, και στον Τσούκο, υπάρχουν στιγμές που ο θεατής μπορεί να επιμερίσει εικόνες, που θα μείνουν μαζί του για καιρό. Η Πιετά, σύμβολο του ελέους μετά την αποκαθήλωση, η απογύμνωση του Ιησού στη Σταύρωση, είναι συνταρακτικές στιγμές της παράστασης, όπως και η πορεία του προς τον παντεπόπτη ήλιο, το αρχετυπικό σύμβολο του μύθου του Ικάρου, που είναι ο μόνος που μπορεί να τον συγχωρέσει η να τον καταδικάσει.
Συνολικά η παράσταση είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα, αλλά απαιτεί από το θεατή να αφεθεί σε μια αφήγηση ιλιγγιώδη, και ίσως κάπως ροκ, που ξεφεύγει από τα ορθολογικά μέτρα και μέσα. Το έργο του Κολτές δεν δημιουργήθηκε ως κάτι εύκολο και εύπεπτο, και η παράσταση που έστησε η Άντζελα Μπρούσκου στο Υπόγειο του Τέχνης υπόσχεται μόνο ότι δεν θα δώσει σε κανέναν τη μια και απόλυτη αλήθεια. Η ανακάλυψη της αλήθειας ενός μεταφερόμενου στη σκηνή ποιητικού έργου επαφίεται στο θεατή. Στο Υπόγειο του Τέχνης ανάβει φέτος μια σπίθα που θα οδηγήσει πολλούς θεατές αναμφισβήτητα να ψάξουν το έργο του Κολτές.
Ταυτότητα της παράστασης:
Συγγραφέας: Μπερνάρ Μαρί Κολτές
Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης
Σκηνοθεσία – εικαστική άποψη – βίντεο: Άντζελα Μπρούσκου
Βοηθός σκηνοθέτη – μουσική επιμέλεια: Στέβη Κουτσοθανάση
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Παίζουν: Αντρέας Αντωνιάδης, Παρθενόπη Μπουζούρη, Άντζελα Μπρούσκου, Γεωργιάννα Νταλάρα, Κώστας Νικούλι, Στράτος Τζώρτζογλου, Αντώνης Τσίλλερ
Θέατρο Τέχνης Υπόγειο
Πρεμιέρα : Δευτέρα, 28.11
Μέρες και ώρες παραστάσεων:
Δευτέρα- Τρίτη 21.15 & Κυριακή 21.30