fbpx

Η Δύναμη του Σκότους – Κριτική – Σύγχρονο Θέατρο

Βαθμολογία Επισκεπτών: 5
  • Κριτική της Παράστασης από την Κάτια Σωτηρίου για το mytheatro.gr

Το Σύγχρονο Θέατρο σε συνεργασία με το Θέατρο Επί Κολωνώ παρουσιάζουν τη Δύναμη του Σκότους, του Λέοντος Τολστόι, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη.

Το έργο

Το (1886), ο Τολστόι γράφει το ρεαλιστικό δράμα του, «Η δύναμη του σκότους». Είναι ένα έργο που βασίζεται άμεσα στην υπόθεση ενός εγκλήματος που είχε ακούσει αρκετά χρόνια πριν: ένας χωρικός ομολόγησε στους επισκέπτες που είχαν έρθει στο γάμο της προγονής του ότι είχε δολοφονήσει ένα παιδί που του είχε «φορτώσει» η πρόγονή του, και στη συνέχεια προσπάθησε να σκοτώσει το δικό του παιδί, την εξάχρονη κόρη του.
Το κύριο θέμα του έργου εκφράζεται μέσα από το σχόλιο – λαϊκό ρητό που ο συγγραφέας έβαλε στον πρόλογο του βιβλίου του «Όταν το νύχι πιάνεται, τότε το πουλί έχει χαθεί” ( ” Kogotok uviaz, vsei ptichke propast”). Η δράση του έργου επικεντρώνεται στην αργή ηθική καταστροφή των ηρώων, και κυρίως του νεαρού Νικήτα, που βυθίζεται σταδιακά στο τέλμα του κακού, με αποκορύφωμα, όμως, την τελική μετάνοια του.

Οι κύριοι χαρακτήρες είναι όλοι αγρότες. Αυτοί και οι ζωές τους απεικονίζονται ρεαλιστικά, καθώς ο Τολστόι τονίζει τη σκοτεινή πλευρά της ζωής των αγροτών, κάτι που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Την ίδια στιγμή όμως, οι χαρακτήρες των αγροτών αντιπροσωπεύουν συμβολικά τους καθολικούς τύπους και αξίες. Έτσι, Matryona, η μητέρα του πρωταγωνιστή, αντιπροσωπεύει το κακό, ενώ ο πατέρας του, το καλό. Ο ήρωας αμφιταλαντεύεται, κάνοντας το έργο πεδίο μάχης ανάμεσα στο καλό και το κακό για την ψυχή του ήρωα.

Κατά την δημιουργία του δύσκολου αυτού έργου, ο Τολστόι έχτισε ένα δράμα που αφορά τις σκοτεινότερες πτυχές της ζωής των αγροτών. Ένα μεγάλο μέρος του έργου γράφτηκε όταν ήταν άρρωστος στο κρεβάτι λόγω του μολυσμένου του ποδιού, αλλά βίωνε πολύ έντονα τον πόνο της σωματικής και πνευματικής ταλαιπωρίας από τη δημιουργία φρικιαστικών σκηνών που αφορούσαν περιπτώσεις μοιχείας, και ανθρωποκτονίας. Ο ίδιος μάλιστα παραδέχτηκε ότι δεν μπορούσε ποτέ να διαβάσει τη σκηνή στο κελάρι όπου ο Nikita συνθλίβει το παιδί του χωρίς να δακρύσει.

Η ηθική προκατάληψη του Τολστόι και η κοινωνική κριτική του είναι αρκετά απλές στην έκφραση τους. Τονίζεται η ανάγκη των αγροτών για τη γη – και το χρήμα – καθώς και οι απλές αρετές της ζωής , που μερικοί χωρικοί απολάμβαναν μέσα από σπατάλες των χρημάτων και του χρόνου τους. Αν και ο Τολστόι κατακρίνει το πρότυπο συμπεριφοράς των ευγενών και διανοουμένων σε άλλα έργα του, εδώ καταπιάνεται με τους χωρικούς, χωρίς όμως κακία ή πικρία. Αν και ο δημιουργός δεν έχει προφανώς καμία αυταπάτη για τους αγρότες, είμαστε πεπεισμένοι από το τέλος της πρώτης πράξης ότι αισθάνεται συμπόνοια για αυτούς και μεταδίδει στους αναγνώστες – θεατές του αυτό το συναίσθημα. Καθώς το έργο προχωρά η αίσθηση εντείνεται, και μοιραζόμαστε όλο και περισσότερο την ανησυχία του δραματουργού για αυτούς τους ανθρώπους, παρά τις τραγικές ανθρώπινες αδυναμίες τους που τους οδηγούν σε πράξεις φρικαλέες.

Η παράσταση

Η πρώτη πράξη καθορίζει τις βασικές γραμμές της δράσης, με αξιοσημείωτη οικονομία, κατά τη διάρκεια της οποίας εισάγονται όλοι οι βασικοί χαρακτήρες με φυσικούς διαλόγους: ο ασθενικός σύζυγός Peter, η μοιχαλίδα γυναίκα του Anisya, η οποία τον δηλητηριάζει και παντρεύεται τον εραστή της, τον όμορφο, και κάπως επιπόλαιο Nikita, τη θετή κόρη της Anisya , Akulina, και τους γονείς του Νικήτα, τον θεοφοβούμενο Akim, και τη Matryona, το θρίαμβο της κακίας, μια από τις σπουδαιότερες δραματικές δημιουργίες του Τολστόι.

Η σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη, ρυθμισμένη με σχολαστική ακρίβεια, δίνει το προβάδισμα στους ηθοποιούς. Χωρίς να υποτιμήσει σε κανένα επίπεδο το δυστοπικό χαρακτήρα της εποχής και των ηρώων, γοητεύεται και τονίζει και τα πλεονάζοντα κωμικά στοιχεία. Δίνει μια απογυμνωμένη κατεύθυνση προς ηθοποιούς και χρησιμοποιεί τα σκηνικά – αντικείμενα, σαν σύμβαση στη σύμβαση. Ο λόγος του Ρώσου δημιουργού, αν και συμπτύσσεται, αναδεικνύεται στο μεγαλύτερο μέρος της δημιουργικής διασκευής του έργου από τη σκηνοθεσία. Η δύναμη της υποβολής επιτυγχάνεται με την αντίθεση ή αντιπαράθεση των γεγονότων και των ανθρώπινων ιδιοτήτων, και χρησιμοποιείται έξοχα στο έργο για να αυξήσει το τραγικό περιεχόμενο σε κάποιες από τις σπουδαίες σκηνές της παράστασης.


Η πιο αμφιλεγόμενη σκηνή, έξοχα δουλεμένη και χτισμένη, εξακολουθεί να διατηρεί τη δύναμη να σοκάρει και είναι ίσως από τις πιο οδυνηρές που μπορεί να βιώσει κανείς ποτέ στο θέατρο. Αυτό που κάνει την προσέγγιση της Σκότη τόσο ξεχωριστή είναι ότι δεν αφορά απλά το κακό, αλλά επικεντρώνεται περισσότερο στις αμφιβολίες, τους φόβους και τις επιθυμίες που αναγκάζουν τους ήρωες να κάνουν πράγματα που ξέρουν ότι δεν θα έπρεπε να κάνουν.

Η Αγορίτσα Οικονόμου, στην πιο συγκλονιστική ερμηνεία της παράστασης, ενσαρκώνει την απόλυτα εκφυλισμένη Matryona, μια χωριάτικη εκδοχή της Λαίδης Μάκβεθ, που ελέγχει τους γύρω της και με μαεστρία δολοφονική σκηνοθετεί τις ζωές τους. Αμοραλίστρια αλλά και ρεαλίστρια ταυτόχρονα, έχει αποδεχθεί την άνευ ορίων χειραγώγηση των άλλων ως το μόνο τρόπο να επιτύχει τους σκοπούς της, και να καλυτερεύσει τη ζωή της με τον τρόπο που πιστεύει εκείνη. Με αξιοθαύμαστο έλεγχο των ερμηνευτικών μέσων της η Οικονόμου παραμένει παγερή και αδίστακτη, αποστασιοποιημένη και χωρίς καμία συμπάθεια για τον άνθρωπο απέναντι της. Καταπληκτική ερμηνεία.

Ο Γιώργος Παπαγεωργίου στην πιο ώριμη και πολυδιάσταση ερμηνεία του μέχρι σήμερα, ενσαρκώνει τον Νικήτα με αξιοθαύμαστη ισορροπία: καταφέρνει να κλιμακώσει πειστικά και ομαλά την πορεία του ήρωα του από τη βολική ανεμελιά και την έπαρση ώς την αναπόφευκτη πτώση. Στη σκηνή του φόνου του παιδιού είναι συγκινητικός, καθώς ο χαρακτήρας του παλεύει με τη διάπραξη της πιο τρομερής πράξης του, και εκφράζει σε βάθος τους εσωτερικούς τους κραδασμούς της ενοχής που ακολουθεί, ως την υπαρξιακή συντριβή του και τη μεταμέλεια του. Είναι γοητευτικός και βαθιά ανθρώπινος, έξοχος στο σύνολο του.

Η Πέγκυ Τρικαλιώτη σε μία πολύ καλή ερμηνευτική στιγμή, αποτύπωσε στο μεγαλύτερο μέρος εύστοχα την αναποφασιστικότητα, την απελπισία αλλά και την ηθική πτώση της ηρωίδας της. Θα μπορούσαν ωστόσο – σκηνοθετικά – να λείπουν τα τρεμουλιάσματα φόβου, ή ίσως να περιοριστούν.

Εκφραστικός και συνεπής στο ρόλο του ο Θανάσης Χαλκιάς στο ρόλο του απλού αλλά θεοσεβούμενου πατέρα Ακίμ, ενώ εξίσου πειστικός ο Χρήστος Σαπουντζής ως Μίτριτς σε μια ακόμα εξαιρετική ερμηνεία. Αξιοπρεπείς και σοβαροί και οι Αθηνά Αλεξοπούλου, Μιχαήλ Γιαννικάκης και Μαρία Προϊστάκη.

Μια μικρή παραφωνία στην παράσταση είναι οι άνισες ερμηνείες των νεαρότερων κοριτσιών, της Αθανασίας Κουρκάκη και της Βαλέρια Δημητριάδου, που μοιάζουν κάπως αδούλευτες, ειδικά όταν αναμετρώνται με τους βασικούς ήρωες.

Η ζωντανή μουσική από τους Βαλέρια Δημητριάδου και Γιώργο Παπαγεωργίου συντελεί στη δημιουργία ατμόσφαιρας όπου χρειάζεται, αλλά λειτουργεί και κάπως χιουμοριστικά όταν χρειάζεται για να αποσυμφορηθούν κάποιες σκηνές.

Εξαιρετικοί οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, ενώ τα σκηνικά του Γιώργου Χατζηνικολάου – οι μαύροι φθαρμένοι κύβοι από φελιζόλ που μεταφέρονται και χτίζουν τις σκηνές – μπορεί να μην είναι κάτι πρωτότυπο φέτος, ωστόσο είναι κάτι εξαιρετικά λειτουργικό και συμβολικό για το ζοφερό κόσμο των χωρικών που χτίζει η Σκότη, με μια μπρεχτική λογική που ξεφεύγει επιτυχημένα από το βαθύ νατουραλισμό του Τολστόι.

Αν και έχει επικριθεί για την αναπαραγωγή της διαλέκτου των αγροτών στο έργο του ο Τολστόι δεν είχε καμία εναλλακτική λύση στην περίπτωση των ανθρώπων που απεικόνισε. Πλήρως εξοικειωμένη και η μετάφραση με τον τρόπο της ομιλίας των αγροτών που εξατομικεύει έντεχνα τις ιδιαιτερότητες και τους τονισμούς τους, σύμφωνα με τις προσωπικότητες των χαρακτήρων.

Η παράσταση βασίζεται στην παραδοχή ότι η ψυχή του ανθρώπου φέρει μέσα της τον σπόρο του καλού και του κακού, και όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, τότε ακόμα και οι απλούστεροι των ανθρώπων φανερώνουν τις τρομακτικές δυνάμεις τους, που δεν μπορούσε κανείς ούτε να το υποπτευθεί ότι υπήρχαν μέσα τους. Ο Τολστόι, ωστόσο, για μια ακόμα φορά αφήνει μια χαραμάδα φωτός στο σκοτάδι. Αν και η τελευταία σκηνή με τον ήρωα να επιστρέφει στο φώς, ενώ όλοι οι υπόλοιποι ενδύονται τις σκοτεινές μάσκες τους, θα μπορούσε να θεωρηθεί απαισιόδοξη, εντούτοις ο συγγραφέας κλείνει το μάτι στο θεατή, τονίζοντας ότι η έμφυτη καλοσύνη του ήρωα, καταστέλλεται μόνο προσωρινά , αλλά ποτέ δεν καταστρέφεται.

Μια εξαιρετική παράσταση στο σύνολο της, που θα φέρει τον κάθε θεατή στη δύσκολη θέση να μην καταδικάσει τους ήρωες, αλλά να τους καταλάβει και να αιτιολογήσει – έστω και αν δε δικαιολογήσει τελικά – τις πράξεις τους.

Συντελεστές
Σκηνοθεσία/Καλλιτεχνική επιμέλεια: Ελένη Σκότη, Γιώργος Χατζηνικολάου
Σκηνικά/Κοστούμια: Γιώργος Χατζηνικολάου
Πρωτότυπη Μουσική: Βαλέρια Δημητριάδου, Γιώργος Παπαγεωργίου
Επιμέλεια Φωτισμών: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Video/Trailer: Σταύρος Συμεωνίδης, Κώστας Δαβελάς
Φωτογραφίες: Γιώργος Καλφαμανώλης
Βοηθός σκηνοθέτη: Τριανταφυλλιά Δούνια
Διεύθυνση Παραγωγής: Γιώργος Χατζηνικολάου
Δημόσιες Σχέσεις/Βοηθός Παραγωγής: Μαρία Αναματερού
Διανομή
Ματριόνα: Αγορίτσα Οικονόμου
Νικήτας: Γιώργος Παπαγεωργίου
Ανίσια: Πέγκυ Τρικαλιώτη
Μίτριτς: Χρήστος Σαπουντζής
Ακίμ: Θανάσης Χαλκιάς
Μαύρα: Αθηνά Αλεξοπούλου
Πιοτρ: Μιχαήλ Γιαννικάκης
Ακουλίνα: Αθανασία Κουρκάκη
Ανιούτκα: Μαρία Προϊστάκη
Μαρίνα: Βαλέρια Δημητριάδου

1 σκέψη στο “Η Δύναμη του Σκότους – Κριτική – Σύγχρονο Θέατρο”

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr