Κριτική της παράστασης από την Κάτια Σωτηρίου
Η ορκισμένη παρθένα Χάνα/Μαρκ, μια ιδιόμορφη βαλκάνια Αντιγόνη, διαμαρτυρόμενη ενάντια στον ανορθολογισμό της εξουσίας αιώνες μετά από εκείνη την κόρη-σύμβολο, αποφασίζει να θάψει όχι το σώμα ενός νεκρού αδελφού, αλλά το δικό της σώμα, στα πέτρινα τοπία της Σκόδρας, στη Βόρεια Αλβανία. Το γυναικείο σώμα διωκόμενο, θαμμένο ζωντανό στον «πέτρινο τάφο» του, βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του σύγχρονου μύθου. Η Χάνα δέχεται να αποποιηθεί τη γυναικεία της φύση, να ουδετεροποιηθεί πίσω από το ανδρικό της όνομα Μαρκ, για να εξασφαλίσει το ελάχιστο που οφείλεται σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και στην ελευθερία. Υιοθετώντας αυτόν τον ιδιόρρυθμο τρόπο για να παρακάμψει τη βία ενός πατριαρχικού, ολοκληρωτικού καθεστώτος όπως της Αλβανίας του Χότζα, δομεί τελικά μια καθ’ όλα διακριτή και σεβαστή ταυτότητα. Τι συμβαίνει, όμως, όταν η «προοδευτική» Δύση «απελευθερώνει» αυτά τα σώματα; Ταξιδεύοντας στην Αμερική για να ξαναβρεί τους αγαπημένους της, η ηρωίδα θα έρθει αναπόφευκτα αντιμέτωπη με τη σύγκρουση ανάμεσα στη φύση της και την αρσενική φυλακή στην οποία κλείστηκε.
Το υπόβαθρο
Η ιδέα ότι μια γυναίκα θα χρειαζόταν να εγκαταλείψει την πιθανότητα για έρωτα και οικογένεια και να ζήσει ως άνδρας για να ελέγξει τη μοίρα της φαίνεται να είναι πρωτόγονη με μια σύγχρονη και φιλελεύθερη ματιά. Αλλά ίσως, στο στενό πλαίσιο μιας κουλτούρας τοπικής, μιας κουλτούρας πριν από τον φεμινισμό, μπορεί να θεωρηθεί έως και προοδευτική. Η ύπαρξη των ορκισμένων παρθένων αποκαλύπτει μια πολιτιστική πεποίθηση, εντούτοις, ότι μια βιολογική γυναίκα μπορεί αναλάβει το ρόλο ενός άνδρα.
Η Dones, έμαθε για τις ορκισμένες παρθένες πριν από 25 χρόνια από τους συμμαθητές της στην πρωτεύουσα της Αλβανίας, τα Τίρανα. Η πρακτική υπάρχει τουλάχιστον από τον 15ο αιώνα, όταν οι παραδόσεις της περιοχής κωδικοποιήθηκαν για πρώτη φορά, σύμφωνα με την Dones. Οι ορκισμένες παρθένες γεννήθηκαν μέσα από περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης: Αν ο πατριάρχης της οικογένειας πέθαινε και δεν υπήρχε άλλος άνδρας για να συνεχίσει, χρειαζόταν μια δραστική αλλαγή για να μπορεί μια γυναίκα να συντηρήσει την οικογένειά της ή για να αποφύγει ένα γάμο με έναν άνδρα πολύ μεγαλύτερο, ή για να μπορέσει να πάρει το αίμα της οικογένειας πίσω, στα πλαίσια της βεντέτας.
Για αιώνες, ο λαός των βόρειων ορεινών περιοχών της Αλβανίας ζούσε σύμφωνα με το νόμο Kanun, και συγκεκριμένα το νόμο του Kanun του Lekë Dukagjini. Το Kanuni i Lekë Dukagjinit είναι ένας παραδοσιακός νόμος που υπαγορεύει σχεδόν κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής. Διατηρήθηκε δια της προφορικής παράδοσης εδώ και αιώνες, και τελικά γραπτά από έναν φραγκισκανό μοναχό, το Στέφανο Γκέζοβιν, στις αρχές του 20ού αιώνα. Ιστορικά, οι Αλβανοί, ιδιαίτερα εκείνοι στο βορρά, ζούσαν σε φυλές αποτελούμενες από μέλη μιας εκτεταμένης οικογένειας. Ο νόμος του Κανούν επιβαλλόταν σε όλους, ανεξάρτητα από το χριστιανικό ή μουσουλμανικό τους υπόβαθρο. Πράγματι, πολλοί μελετητές έχουν παρατηρήσει ότι η πρωτογενής θρησκεία των βόρειων Αλβανών είναι ο Κώδικας και η θρησκεία είναι δευτερογενής.
Παρά το γεγονός ότι οι επιστήμονες μελετούν όλο και περισσότερο το Kanun για τις σημαντικές συνεισφορές του στην αλβανική κοινωνία, στην ουσία του είναι ένας κώδικας δικαίου που απαιτεί ταχεία και πολύ σκληρή τιμωρία. Το «Κανούν» ρυθμίζει ακόμα τη ζωή στην περιοχή. Και το «κανούν» λέει: «η γυναίκα είναι σαν ένας σάκος που πρέπει να διατηρείται σε καλή κατάσταση». Ο ρόλος μιας γυναίκας περιγράφεται αυστηρά : φροντίδα των παιδιών και του σπιτιού. Αντίθετα με τη ζωή μιας γυναίκας, η οποία αξίζει το μισό αυτής του άνδρα, η αξία της παρθένου είναι η ίδια: 12 βόδια.
Οι γυναίκες έτρωγαν χωριστά από τους άντρες κυρίως όταν υπήρχαν φιλοξενούμενοι. Επίσης ήταν υποχρεωμένεςνα υπομένουν κάθε συμπεριφορά του άντρα. Ο άντρας είχε το δικαίωμα να χτυπήσει τη γυναίκα του, όταν αυτή δεν τον υπάκουγε. Εάν έφευγε από το σπίτι, ο πατέρας της, την έφερνε πάλι στο σπίτι του άντρα της, και δε μπορούσε καν να παραπονεθεί γι ’αυτό, αφού θεωρείτο κάτι φυσικό να χτυπήσει ο άντρας τη γυναίκα του. Επίσης, σύμφωνα με το Κανούν, ο άντρας μπορεί να σκοτώσει τη γυναίκα του, και δε μπαίνει σε βεντέτα, αφού θεωρείται ότι οι γονείς της γυναίκας παίρνουν την τιμή του αίματος όταν ράβουν στο νυφικό ένα φυσίγγι , για τη διασφάλιση της συμπεριφοράς της γυναίκας.
Έτσι, σε μια κοινωνία όπου οι γυναίκες έμεναν κλεισμένες μέσα στα σπίτια, οι μπουρνέσες – ορκισμένες παρθένες κυκλοφορούσαν ελεύθερες, πήγαιναν στα καφενεία, υποδέχονταν τους ξένους στο σπίτι (υποχρέωση αλλά και αποκλειστικό προνόμιο των αντρών, αφού στις γυναίκες επιτρεπόταν μόνον να σερβίρουν και μετά να εξαφανιστούν στα ενδότερα του σπιτιού). Κανόνιζαν τις γεωργικές δουλειές, οργάνωναν τις αγοραπωλησίες, αποφάσιζαν το χτίσιμο των σπιτιών, συμφωνούσαν τους γάμους, ρύθμιζαν τα χρέη της οικογένειας. Όλοι αναφέρονταν σε αυτούς χρησιμοποιώντας καταλήξεις αρσενικού γένους, όλοι τους σέβονταν ως αρχηγούς των οικογενειών τους.
Η παράσταση
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ο Ένκε Φεζολλάρι με αφορμή το βιβλίο της Ελβίρα Ντόνες έφερε στο Φεστιβάλ Αθηνών μια παράσταση – σταθμό, που περιγράφει τα ήθη εκείνης της περιοχής, με λόγο ελληνικό, αλβανικό, βαλκάνιο, παγκόσμιο… θέτοντας το ερώτημα: Είναι ο έρωτας αυτόνομος; Ή είναι η ζωή; Τελικά αυτή εξελίσσεται ερήμην των ηρώων, υποβάλλοντάς τους σε ό,τι αυτή ορίζει. Μέσα από την ιστορία της Χάνα Ντόντα, παρακολουθούμε την πορεία μιας γυναίκας, την ελευθερία που της παραχωρείται από την κοινωνία ζώντας ως άνδρας. Πώς όμως «παραχωρείται» κάτι που σου ανήκει εξ ορισμού; Και με τι τίμημα;
Η σκηνοθεσία του ‘Ενκε Φεζολλάρι μας δίνει ένα αλβανικό λαϊκό σοσιαλιστικό μελόδραμα, με έξοχες εικόνες, με υπέροχη μουσική που συντροφεύει, αλλά και εμφατικά τονίζει κάποιες σκηνές. Ξεκινά με τον ερχομό του Μαρκ στο σπίτι της Λιλιάνας, της αδερφής της, και μέσα από φλασμπακ επιτρέπει στο θεατή να κρατήσει τις αναλαμπές της δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας της Λιλιάνα και της Χάνας σε ένα χωριό, όπου οι επιλογές τους ως νεαρές γυναίκες είναι καταθλιπτικά περιορισμένες.
Αυτή η διακλάδωση της αφήγησης έχει μια βαθύτερη έννοια, καθώς παρακολουθούμε την δόμηση, αποδόμηση και αναδόμηση της ταυτότητας της Χάνα – Μαρκ σχεδόν ταυτόχρονα, κάτι που δημιουργεί μεγαλύτερη ένταση και ταραχή, σε σχέση ίσως με μια απλή γραμμική εξέλιξη. Ευφυής η επιλογή να βάλει μερικά από τα πιο εύγλωττα σημεία της ιστορίας, και του κειμένου με καθαρά εικονοπλαστικούς όρους – οι σκηνές του φόνου της συζύγου, η περιγραφή του αντίστοιχου μύθου του γεφυριού της Άρτας. Δίνει στους θεατές το χώρο να ανακαλύψουν τις διεργασίες της ανθρώπινης σκέψης και κουλτούρας, αλλά κυρίως της λαχτάρας – για την οικογένεια, το σεξ, την αγάπη – που βιώνει η Χάνα. Μέσα από την προφανή ανάγκη για συνύπαρξη αποκαλύπτεται το «νόημα» της παρουσίας μας στη γη και είναι αυτό ακριβώς: η ανάγκη για συντροφιά, για το άγγιγμα του σώματος από αγάπη. Το να δώσεις και να πάρεις, να αγγίξεις τον άλλον, να μεταδώσεις αγάπη, φροντίδα και τρυφερότητα. Υπέροχες οι επαναλήψεις των διαλόγων που μεγέθυναν τις λέξεις, τους ήχους, τις κραυγές, τις ανάγκες, τη συγκίνηση μας. Κρατώ τη σκηνή της υπόσχεσης του φιλιού… ”Μπορώ να σ’αγκαλιάσω Χάνα:” ”Δεν τα κάνουμε εμείς εδώ αυτά”…
Αν και το έργο δείχνει το σκληρό πρόσωπο του αλβανικού βορρά, και την απαξίωση της γυναίκας, αξίζει να σταθούμε στις δυο σκηνές βιασμού. Ο αλβανικός βιασμός διατηρεί, θα έλεγε κανείς, ένα είδος ηθικού κώδικα…ο δυτικός βιασμός, εκφράζει την αποτρόπαιη κτητικότητα και κατακτητική διάθεση της Δύσης, σε μια σκηνή σχεδόν εξοντωτική. Η βία είναι δεδομένη, μας λέει η Χάνα. Όμως βρίσκει το κουράγιο να συνεχίσει την πορεία επαναπροσδιορισμού της, παρά το ότι το σώμα της σχεδόν δεν αντιδρά. Και είναι αυτή η σπίθα ελπίδας που αφήνει κάπου σε μια χαραμάδα η παράσταση, που συγκινεί, γιατί μέσα από την καταπίεση, την συγκινησιακή φόρτιση των καταστάσεων και των ιστοριών που περιγράφει, κλείνει το μάτι στην καλοσύνη και την ανάγκη προσδιορισμού μέσα από την αγάπη. Και εδώ ακριβώς έγκειται η σπουδαιότητα της σκηνοθεσίας του Ένκε Φεζολλάρι, που χτίζει μια παράσταση για την αρχέτυπη ουσία: ποια είναι η αληθινή θηλυκότητα και η αρρενωπότητα σε σχέση με τις σκιώδεις εκδόσεις τους, πόσο η ταυτότητά αποτελεί κοινωνική επιβολή και όχι έκφραση προσωπικής ελευθερίας. Και μέσα από την πορεία μιας βασανισμένης γυναίκας προς τον αυτοπροσδιορισμό (ή μάλλον τον επαναπροσδιορισμό) της, μας επιτρέπει κάπου στο βάθος να κατανοήσουμε τη σπουδαιότητα του ρόλου της αγάπης και της αποδοχής του άλλου.
Οι ερμηνείες
Η Παρθενόπη Μπουζούρη, γήινη, εύθραυστη αλλά και στιβαρή ταυτόχρονα, μας μεταφέρει στον κόσμο μιας γυναίκας, που αναγκάζεται, πέρα από την καρδιά και τη σκέψη της, να ενδυθεί το ρόλο ζωής της μπουρνέσας.
Μία μελετημένη, αλλά και μια βαθιά συναισθηματική ερμηνεία που διαφαίνεται από τη στάση του σώματος, το λόγο, την ένταση, την σχέση με τους άλλους ηθοποιούς και τον χώρο. Η συνοδευτική γραμμή του λόγου της, η κινησιολογία υπογραμμίζει και συμπληρώνει το ταξίδι της λεπτής εσωτερικής αλλαγής και των ανατροπών της βασανισμένης ζωής της Χάνα. Κατά τη διαδικασία αυτή, παίζει ουσιαστικά με την ιδέα ότι η ταυτότητα είναι ένα κοινωνικό και ψυχολογικό κατασκεύασμα, δεδομένου ότι είναι μια φυσική πραγματικότητα. Και όπως απαιτεί κάθε αλλαγή, η ερμηνεία της μεταφράζει την ανατροπή ρωγµικά, τραυµατικά, µέσα από την εσωτερική διεργασία καταστροφής και προσπάθειας αναγέννησης. Εκτίθεται, ραγίζει, συνθλίβεται, ανασκουμπώνεται. Έξοχη ερμηνεία (σε μια χρονιά που κλείνει έναν κύκλο τριών καταπληκτικών ερμηνειών).
Η ‘Αντζελα Μπρούσκου, φέρνει, για μια ακόμα φορά, την καθαρότητα του λόγου και την ποιότητα της παρουσίας της στη σκηνή. Συγκινητική μάνα, ερμηνεύει με εσωτερικότητα και σοφία τη γυναίκα που έχει απόλυτη επίγνωση της θέσης της, αλλά που κουβαλά και τον πόνο της απώλειας της ελευθερίας της ίδιας και των παιδιών της, μαζί με το σεβασμό για τον άντρα της. Η αφήγηση της και η περιγραφή των άρθρων του Κανούν φέρνουν το θεατή αντιμέτωπο με τη ζοφερή πραγματικότητα των γυναικών. Η παρουσία της ως εκπροσώπου του καθεστώτος με την πρέπουσα ειρωνικά αποδομητική διάθεση.
Ο Γιώργος Παπαπαύλου δίνει ιδιαίτερα τρυφερό παλμό στο ρόλο του ερωτευμένου γιατρού, με μια ερμηνεία ζεστή, ανθρώπινη, ευαίσθητη, βασανισμένη. Στην υπέροχα σχεδιασμένη, δομημένη και ερμηνευμένη σκηνή της μεταμόρφωσης της Χάνα σε Μαρκ είναι συγκλονιστικός. Μια στιγμή πολλών δακρύων.
Η Μαρία Σκαφτούρα στο ρόλο της συμβατικά θηλυκής Λιλιάνας, που είναι τόσο καταπιεσμένη όσο και αποφασιστική, καταφέρνει να καταδείξει τον πόνο της ηρωίδας της, αλλά και την εσωτερική σύγκρουση που φέρνει η δεδομένη καταπίεση από τη μια πλευρά και η ανάγκη της να δυτικοποιήσει την συμπεριφορά της από την άλλη.
Ο Στάθης Σταμουλακάτος, ισχυρός, με την ήρεμη δύναμη που σχεδόν τρομάζει στην ερμηνεία του, είναι εξαίσιος πατέρας και στις δυο εκδοχές της οικογένειας.
Ο Αντώνης Φραγκάκης πλάθει έναν υποκριτικά σοβαρό βαλκανιολόγο, με σαφήνεια και ακρίβεια. Η Γεωργιάννα Νταλάρα φέρνει τη σπιρτάδα της νεότητας της στο ρόλο της, και πατά σταθερά στη σκηνή, με δουλεμένο λόγο και σιωπές, και πολύ σωστά μετρημένες κινήσεις.
Υπέροχο το σκηνικό της παράσταση απο τις Δάφνη Κολυβά, Εβελίνα Δαρζέντα, και απόλυτα λειτουργικό, που αξιοποιείται πλήρως από τους ερμηνευτές. Ο θεατής με την είσοδό του στον ανοιχτό θεατρικό χώρο αντικρίζει το λιτό και συμβολικό σκηνικό με τους τσιμεντόλιθους, που χτίζουν και γκρεμίζουν ζωές, μορφές και στιγμές. Λιτά και επαρκή τα κουστούμια, εξαιρετικοί και οι φωτισμοί, του Αλέκου Γιάνναρου, που τόνιζαν ή σκοτείνιαζαν σημεία της σκηνής, με εντασιακό και δυναμικό τρόπο.
Ο Edward Gordon Craig είχε δηλώσει ότι η τέχνη του θεάτρου δεν είναι ούτε η ερμηνεία των ηθοποιών, ούτε το έργο, ούτε η σκηνοθεσία, ούτε ο χορός, αλλά διαμορφώνεται από τα στοιχεία που συνθέτουν τα παραπάνω: από την κίνηση, που είναι η ψυχή της ερμηνείας, από τις λέξεις που είναι το σώμα του έργου, από τις γραμμές και τα χρώματα που είναι η ίδια η ύπαρξη του σκηνικού, από το ρυθμό που είναι η ουσία του χορού. Θεωρούσε τον σκηνοθέτη έναν καλλιτέχνη που θα συνθέσει τα αριστουργήματά του με την κίνηση, το σκηνικό, τη φωνή. Στην περίπτωση της Ορκισμένης Παρθένας του ‘Ενκε Φεζολλάρι, αυτή η ουσία της τέχνης του θεάτρου βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή της και γίνεται ένα σημαντικό σκηνικό γεγονός. Ελπίζουμε, και ζητούμε, να έχουμε τη χαρά να ξαναδούμε την παράσταση αυτή το χειμώνα.
Συντελεστές της παράστασης
Μετάφραση: Ελεάνα Ζιάκου
- Σκηνοθεσία – Μουσική επιμέλεια: Ένκε Φεζολλάρι
- Διασκευή – Θεατρική απόδοση: Μαρία Σκαφτούρα σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη
- Δραματουργική επεξεργασία: Ναταλί Μηνιώτη
- Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Γιάνναρος
- Σκηνικά – Κοστούμια: Δάφνη Κολυβά, Εβελίνα Δαρζέντα
- Βοηθός σκηνοθέτη: Ιωάννα Πιταούλη
- Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Αποστόλης Κόκκαλης
- Τύπος & Επικοινωνία: Μαρία Κωνσταντοπούλου
- Φωτογραφία: Χριστίνα Γεωργιάδου
- Σχεδιασμός Παραγωγής:Κωνσταντίνος Σακκάς
- Συντονισμός Παραγωγής: Μαρία Βασαριώτου
- Τεχνική Διεύθυνση/Εκτέλεση Παραγωγής: Βάσια Χριστοδούλου
- Οργάνωση – Σχεδιασμός Παραγωγής: Delta Pi
- Παίζουν:Παρθενόπη Μπουζούρη, Άντζελα Μπρούσκου, Γεωργιάννα Νταλάρα, Γιώργος Παπαπαύλου, Μαρία Σκαφτούρα, Στάθης Σταμουλακάτος, Αντώνης Φραγκάκης
Μια εκπληκτική παράσταση που με συγκλόνισε από τρεις διαφορετικές σκοπιές. Αρχικά ήταν η ίδια η πλοκή του έργου φέρνει στην επιφάνεια κάποιες πτυχές μιας κοινωνίας και μιας εποχής που έχει κάτι γνώριμο και κάτι απωθητικό, ‘ο ναρκισσισμός των μικρών διαφορών’. Μετά ήταν οι αριστουργηματικές ερμηνείες των ηθοποιών σε παίρνουν στο ταξίδι τους, και τέλος η όλη ατμόσφαιρα που δημιούργησε ο σκηνοθέτης με τα σκηνικά, τον φωτισμό την μουσική και την ένταση και επανάληψη κάποιων φράσεων, ήταν πραγματικά καθηλωτική. Ένιωσα να παλινδρομώ ανάμεσα σ αυτές τις τρεις πτυχές και καθώς αφοσιωνόμουν στην μια ένιωθα ότι κάτι έχανα από τις άλλες. Μια παράσταση που πραγματικά θέλουμε να ξαναδούμε.
Η καλυτερη παρασταση του φεστιβαλ μεχρι σημερα!