- Κριτική για το Mytheatro Κατερίνα Κηπουρού
- Φωτογραφίες παράστασης για το Mytheatro Ελπίδα Μουμουλίδου
«Ο συλλέκτης», το έργο του John Fowles παρουσιάζεται στο θέατρο Vault, σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι, με τους Γιώργο Παπαπαύλου και Πολυξένη Μυλωνά.
Η υπόθεση
Ο Frederick Clegg, μια μοναχική ύπαρξη, συλλέγει πεταλούδες. Κερδίζει πολλά χρήματα στο λόττο, κάτι που του δίνει την ευκαιρία να αγοράσει ένα σπίτι και όλα όσα ήθελε ποτέ. Για να ολοκληρώσει την εικόνα της ζωής του, θα ήθελε την παρουσία της Μιράντα, μιας γυναίκας που παρατηρεί από μακριά, και που πιστεύει ότι είναι η αγάπη της ζωής του. Έχοντας την πεποίθηση ότι μια συμβατική προσέγγιση για να την γνωρίσει θα ήταν ανεπιτυχής λόγω της κοινωνικής ανισότητας, απαγάγει την ευκατάστατη φοιτήτρια τέχνης και την κρατά στο υπόγειο ως «φιλοξενούμενη», με σκοπό να την κάνει να τον ερωτευτεί.
Το έργο
Το έργο του John Fowles έχει μεταφερθεί με επιτυχία τόσο στη σκηνή όσο και στην οθόνη. Το μυθιστόρημα του αυτο-συνειδητά προσεγγίζει πολύ μεγάλα θέματα στα οποία οι ρόλοι μπαίνουν σε έντονα δραματοποιημένες συγκρούσεις που αφορούν ζητήματα αρχής και ηθικής. Μια δομή έντονα αντιφατικής δράσης δίνεται ήδη από τον συγγραφέα, πάνω στην οποία ο σκηνοθέτης και οι ερμηνευτές καλούνται να εφαρμόσουν τις δικές τους δεξιότητες και αποχρώσεις. Οι σκηνικές εκδοχές απογυμνώνουν τους χαρακτήρες, αφήνουν τα διλήμματα τους εκτεθειμένα και εκείνους να υποστηρίζουν τη δική τους εκδοχή με κάθε τρόπο.
Το έργο αυτό μοιάζει με μελέτη του μυαλού ενός σειριακού δολοφόνου, αλλά είναι μάλλον κάτι περισσότερο από αυτό. Αντικειμενοποιώντας τη Μιράντα ως κομμάτι της συλλογής του ο Clegg μεταλλάσσει το αντικείμενο του πόθου από σπάνιες νεκρές πεταλούδες, σε κάτι ζωντανό, έμψυχο, με συναισθήματα. Ελκυστικό αλλά και ενοχλητικό το θρίλερ του Fowles ασχολείται με τον αγώνα εξουσίας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και των φύλων, αλλά θέτει επίσης αμφιβολίες για το τι σημαίνει πραγματικά η κοινωνικοπάθεια.
Ο Clegg, δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις συμβάσεις: υποστηρίζει ότι τα κίνητρά του δεν είναι σεξουαλικά και, τουλάχιστον, φαίνεται ότι είναι έτσι. Ισχυρίζεται ότι είναι σεβαστικός και επιδιώκει να κερδίσει την αγάπη και δεν βλέπει καμία αντίφαση μεταξύ της απαγωγής και φυλάκισής της Μιράντα και της ανάπτυξης μιας φυσιολογικής σχέσης στο μέλλον, μόλις τον γνωρίσει. Τα όρια της λογικής και της ηθικής τάξης δοκιμάζονται. Ο Clegg, όμως, δεν είναι το συμβατικό τέρας των θρίλερ, αν και το μυαλό του είναι συμβατικό: ολισθαίνει αβίαστα ανάμεσα στην κοινωνικοπαθητική συμπεριφορά και την αξιολύπητη, επίμονη απελπισία που γεννά ένα βαθμό συμπάθειας, ειδικά όταν παίζει το χαρτί της έλλειψης εκπαιδευτικής ευκαιρίας και κοινωνικής εμπιστοσύνης.
Ούτε όμως η Μιράντα είναι ένα συμβατικό θύμα: διατρέχει το σύνολο της συναισθηματικής και ψυχολογικής χειραγώγησης. Παρουσιάζει μια εκδοχή του «συνδρόμου της Στοκχόλμης» αλλά και της αυτολύπησης, και προσπαθεί επίσης να σκοτώσει και να αποπλανήσει τον κατακτητή της. Δεν είναι ο de facto συμπαθητικός χαρακτήρας, επιδεικνύοντας τόσο σνομπισμό όσο και κοινωνικά αποτρεπτικές συμπεριφορές απόλυτης περιφρόνησης όταν αφαιρεθεί η πατίνα των φιλελεύθερων-ανθρωπιστικών αξιών.
Η παράσταση
Η πρόκληση για τους ηθοποιούς και το σκηνοθέτη στο Συλλέκτη είναι να διατηρήσουν την ένταση καθώς η διακινδύνευση και οι εντάσεις αυξάνονται. Ο Ένκε Φεζολλάρι όμως δεν πέφτει στην παγίδα του συμβατικού θρίλερ. Πατώντας πάνω στην εύστοχη μετάφραση της Μαριλένας Παναγιωτοπούλου, αλλάζει το ρυθμό έντεχνα σε μια παράσταση πολύ απαιτητικής υποκριτικής δράσης ώστε όχι μόνο να διαφοροποιήσει ξεκάθαρα τις διάφορες διαθέσεις του έργου – με στιγμές καταστροφής, θυμού, σύγκρουσης και σκληρότητας, αλλά και να αποδώσει τις στιγμές ονειρικού ρομαντισμού που καταλήγουν σε ευγενέστερα κομμάτια συμφιλίωσης και φαινομενικής ευθυμίας, όπου φαίνεται ότι είναι δυνατή μια πιο ήπια κατάληξη. Και όλα αυτά ενώ, με μια στενή έννοια της πλοκής, στην πραγματικότητα λίγα πράγματα συμβαίνουν επί σκηνής.
Η δημιουργική πλευρά της παράστασης είναι εξαιρετικά καλή. Με λίγη πλοκή να συμβαίνει στην πραγματικότητα, ο σκηνοθέτης τοποθετεί τους ηθοποιούς του γύρω από τη σκηνή με τρόπο που ακροβατεί μεταξύ του ρεαλισμού και του φαντασιακού. Επιχειρεί να καταδείξει την αντικειμενική πραγματικότητα μέσα από την υποκειμενική φύση της πραγματικότητας. Η υποκειμενική πραγματικότητα είναι η αντίληψη του πλαισίου ή της κατάστασης. Και οι δύο κύριοι χαρακτήρες αυτού του μυθιστορήματος αποσυνδέονται από την πραγματικότητα. Η Μιράντα απάγεται, κάτι που την αποσυνδέει φυσικά από την πραγματικότητα, και ο Clegg χωρίζει τον εαυτό του και δημιουργεί τη δική του πραγματικότητα. Η σκηνοθεσία ακολουθεί τις αφηγηματικές τεχνικές του συγγραφέα και στρέφεται έντονα στο φαντασιακό στοιχείο για να αποκαλύψει το υποσυνείδητο και συνειδητό μυαλό του συγγραφέα μέσω των χαρακτήρων.
Οι δύο ηθοποιοί διαπραγματεύονται τη θέση του ο καθένας, μέσα σε αυτές τις προκλήσεις με επιδεξιότητα και αντοχή.
Ο Γιώργος Παπαπαύλου καταφέρνει να προκαλέσει από την αρχή ανάμεικτα συναισθήματα στο θεατή, υιοθετώντας μια απλοϊκή σκληρότητα και ασαφή κοινωνική ανεπάρκεια κάτω από την εμφανή ιδεοψυχαναγκαστική συμπεριφορά του ήρωα του, Frederick Clegg. Από την αρχή, απευθύνεται στο κοινό με βλέμματα υπαινικτικά, αλλά λόγο καθαρό, και ισχυρίζεται ότι θα δώσει μια σπάνια ευκαιρία να ακούσουμε την πλευρά του για την ιστορία όπως συνέβη. Είναι εντυπωσιακή η αλλαγή του Παπαπαύλου κατά τη διάρκεια της παράστασης, καθώς τα γεγονότα καταδεικνύουν πώς η φαντασιακή εξέλιξη της ιστορίας του Fredrick δεν πρόκειται να ευοδωθεί. Το βλέμμα, οι αμήχανες κινήσεις και ο νευρικός και σπασμωδικός λόγος του προδίδουν ενοχή, αλλά την ίδια στιγμή η λιτότητα των εκφραστικών του μέσων καταδεικνύει την έμφυτη συστολή και εσωστρέφεια του ήρωα του.
Η ερμηνεία του αποτυπώνει την εσωτερική διχοτόμηση της λογική του ήρωα του, που του επιτρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί με την παράξενη αίσθηση της ακεραιότητας του άθικτη. Είναι μια άλλη μελέτη στην επιμονή της Hannah Arendt για την καθαρή «μπαναλιτέ του κακού». Είναι στο σύνολο της μια έξοχη, λεπτομερής και βαθιά δουλεμένη ερμηνεία, που εκφράζει την ψυχικά διαταραγμένη προσωπικότητα και την βαθιά πληγωμένη αθωότητα του Clegg.
Η Πολυξένη Μυλωνά ως Miranda Gray, μαγνητίζει το βλέμμα. Είναι αυθεντική στο ρόλο και η απελπισία της να ξεφύγει από το κελάρι του Frederick απεικονίζεται με διάφορους ελκυστικούς τρόπους. Η συνεχής αλλαγή της τακτικής και του τόνου της φωνής, από το να προσποιείται ότι έχει σκωληκοειδίτιδα, στο θυμό και στη γοητεία, δείχνει σαφώς την γρήγορη σκέψη της και την απογοήτευση της. Η ερμηνεία της κινείται ανάμεσα στην εγκεφαλική και συναισθηματική διαπραγμάτευση, και οι λίγοι μονόλογοι της καταφέρνουν να αποτυπώσουν την αγωνία της, και την ουσία του ρόλου της. Στην πραγματικότητα έχει πολύ δύσκολο έργο, επειδή είναι το θύμα που γεννά αντικειμενική λύπη μεν αλλά επίσης, μερικές φορές είναι αποφασιστικά ασυμβίβαστη. Η ερμηνεία της Μυλωνά καταδεικνύει τον πανικό και τη σταδιακή διάβρωση της αίσθησης του εαυτού της, αλλά παράλληλα με τη συναισθηματική πτυχή πρέπει να παρατηρήσουμε την ψυχική ανθεκτικότητα και την προθυμία της να χρησιμοποιήσει το πνεύμα της για να ανακτήσει το πλεονέκτημα έναντι του καταπιεστή της.
Το σκηνικό του Γιώργου Λυντζέρη δημιουργεί – σε συνδυασμό με τη μικρή σκηνή του Vault- μια έντονα κλειστοφοβική διάθεση, ενώ τονίζει το πάθος του Clegg για τις συλλογές, με τα κουτιά εγκλωβισμένων, νεκρών πεταλούδων γύρω από τη σκηνή, στην οποία δεσπόζει το κουτί – κελάρι της Miranda.
Έξοχοι οι φωτισμοί της Σεμίνας Παπαλεξανδροπούλου, ενώ η μουσική επένδυση από τον Ένκε Φεζολλάρι απογειώνει στιγμές, με επιλογές που διατρέχουν την μουσική γκάμα, από όπερα μέχρι country music.
Αν και το βιβλίο γράφτηκε πριν από πολλά χρόνια, το έργο παραμένει σύγχρονο, ενώ στο σύνολο της η παράσταση λόγω του σφιχτού σεναρίου, της εξαιρετικής σκηνοθετικής κατεύθυνσης και των σε λεπτομέρεια δουλεμένων ερμηνειών αφήνει τους θεατές να συμπάσχουν με τους χαρακτήρες, και να φεύγουν όσο πρέπει ταραγμένοι αλλά και προβληματισμένοι. Μια παράσταση που ξεφεύγει από την πεπατημένη της απλής κατακραυγής του θύτη, που αξίζει να δει κανείς.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Μετάφραση – Δραματουργική Επεξεργασία: Μαριλένα Παναγιωτοπούλου
Σκηνοθεσία: Ένκε Φεζολλάρι
Σκηνικά- Κοστούμια: Γιώργος Λυντζέρης
Φωτισμοί: Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου
Δραματολόγος: Ναταλί Μηνιώτη
Μουσική Επιμέλεια: Ένκε Φεζολλάρι
Βοηθός Σκηνοθέτη: Δάφνη Λιανάκη
Βοηθός Σκηνογράφου: Ανθή Παρασκευά – Βελουδογιάννη
Επιστημονική Σύμβουλος – Εγκληματολόγος: Κάτια Σωτηρίου
Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου
Φωτογραφίες παράστασης: Ελπίδα Μουμουλίδου
Επικοινωνία: Μαρία Κωνσταντοπούλου
Παραγωγή: Red Moonlight Productions
Ερμηνεύουν: Γιώργος Παπαπαύλου, Πολυξένη Μυλωνά