To Σώσε, η κωμωδία του κ. Frayn του 1982 (με τον πρωτότυπο τίτλο Noises Off) , που έχει πλέον καθιερωθεί τόσο ως κλασσική φάρσα όσο και ως δόγμα για τη φόρμα, παρουσιάστηκε στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σε σκηνοθεσία Έκτορα Λυγίζου.
Το έργο
Τι μπορεί να συμβεί πίσω από την σκηνή του θεάτρου; Πώς μπορεί ένας δυσλειτουργικός θίασος να συνυπάρξει, και να ανεβάσει ένα έργο, παρά τις ιδιοσυγκρασιακές συγκρούσεις και αντιθέσεις που προκαλούν ίντριγκες και προβλήματα εντός και εκτός σκηνής; Στην πρώτη πράξη, βλέπουμε μια σχεδόν συνηθισμένη πρόβα να ξεδιπλώνεται. Στη δεύτερη πράξη, παρακολουθούμε την ίδια δράση από τα παρασκήνια, να ακολουθεί έναν ακόμα πιο φρενήρη ρυθμό, καθώς όλα οδηγούνται στην πλήρη διάλυση που εκτυλίσσεται στην Τρίτη πράξη.
Το σενάριο του Michael Frayn δεν είναι αριστοτεχνικό, αλλά είναι εξαιρετικά πνευματώδες. Παρουσιάζοντας μια σκηνική παραγωγή σε κλιμακούμενη αποσύνθεση, ο Frayn μας υπενθυμίζει ότι κάτω από την τάξη που επιδιώκουμε να επιβάλουμε στην δική μας καθημερινή ζωή κρύβεται μια τρομακτική άβυσσος. Είναι το έργο που δίνει την κατεξοχήν ερμηνεία του όρου σκηνοθεσία, αφού για να λειτουργήσει σωστά, όλα πρέπει να είναι απόλυτα ρυθμισμένα, για να δημιουργηθεί το Σώσε.
Το σώσε είναι μια επιδέξια, ξεκαρδιστική, φάρσα και συγχρόνως ένας αγαπησιάρικος σχολιασμός για την ίδια την ουσία του θεάτρου, για τη μαγεία και την αγγαρεία, την προσπάθεια και τον πόνο που απαιτούνται για να αποκτήσει ζωή ο ονειρεμένος κόσμος ενός ανθρώπου.
Ωστόσο, θα ήταν πολύ απλοϊκό να θεωρήσουμε ότι το Σώσε αφορά μόνο την παρασκηνιακή έκθεση του ζωντανού θεάτρου σε επίπεδο ακραίας φάρσας. Το πραγματικό νόημα του έργου είναι η σύγκρουση μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας και η ιλαροτραγωδία που μπορεί να γεννηθεί όταν το χάος διακόπτει την τάξη. Το κοινό γελάει με τον παραλογισμό όλων και γελούν πάλι όταν η καταστροφή που ξέρουν έρχεται τελικά, αναπόφευκτα, συμβαίνει.
Η παράσταση
Ο Έκτορας Λυγίζος επέλεξε να παρουσιάσει μια πιο αστική, πιο εγκεφαλική εκδοχή του έργου, συγκριτικά με την ακραία μπουλουχτσίδικη φάρσα που συνήθως παρουσιάζεται. Αυτή η επιλογή στεγνώνει το φαρσικό στοιχείο του έργου, ανεβάζει όμως τον πήχη της αισθητικής και του συναισθήματος συμπόνιας και κατανόησης προς την προσπάθεια των ηθοποιών κάθε παράστασης, κάθε πρόβας. Ο Λυγίζος καταλαβαίνει την ανυποχώρητη φύση της καταστροφής, που επιτυγχάνει τη δική της ασταμάτητη ορμή και εισάγει το θεατή στην ταυτόχρονη απόλαυση και τον φόβο του πανικού, της διαταραχής και του χάους, διατηρώντας όμως σε κάθε σημείο μια ίσως πιο άκαμπτη φαρσικά φόρμα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η επιλογή να παρουσιάσει τους ηθοποιούς του με στοιχεία κλόουν. Ανεξάρτητα από το πού ξεκίνησε, στον 20ο αιώνα ο κλόουν καθιερώθηκε ως ο θεατρικός – υπό ευρεία έννοια – «τρελός», δεν υπάρχει δηλαδή εκτός της σκηνής . Ο όρος κλόουν φτάνει δηλαδή να καλύπτει συνολικά την έννοια του ιδιότυπου, έντονα αυτοσχεδιαστικού κωμικού ηθοποιού, ή όπως έγραψε ο Foucault, «είναι συγχρόνως απειλή και γελοιοποίηση, ο ιλιγγιώδης παραλογισμός του κόσμου και η ρηχή γελοιότητα των ανθρώπων». Με τον τραγικό κλόουν του 20ου αιώνα μπορεί κανείς να γελάει ξανά, σε ένα συναίσθημα αδιάκριτο από τη θλίψη ή την αγωνία, κυρίως γιατί κι ο ίδιος ο κλόουν ξέρει ότι είναι γελοίος ακόμα και στην πιο θλιβερή του σκηνή. Η Τρίτη πράξη στην παράσταση του Λυγίζου τονίζει ακριβώς αυτό: την τραγικότητα των ηθοποιών μέσα στην γελοιότητα και την αποσύνθεση που μπορεί να επικρατεί γύρω τους. Τονίζει δηλαδή ότι ο Frayn είχε στο μυαλό του όχι μόνο να κάνει τους θεατές του να γελάσουν, αλλά κυρίως να συμπονέσουν τους ηθοποιούς, την πειθαρχία και την υποταγή στην Τέχνη τους. Η τελική σκηνή με την Brooke – Σοφία Κόκκαλη – να συνεχίζει μόνη της να παίζει στα όρια του παραλογισμού το έργο, ενώ όλα διαλύονται γύρω της, είναι ίσως περισσότερο τραγική παρά φαρσική, γιατί κρύβει όλη την αγωνία, τον τρόμο, αλλά και την απίστευτη πειθαρχία που κρύβει το επάγγελμα του ηθοποιού.
Ο Λυγίζος και το εξαίσιο κάστ ήξεραν ότι η επιτυχία αυτού του έργου είναι όλο στο χρονοδιάγραμμα. Οι γραμμές είναι αστείες και ευχάριστα αυτοαναφορικές. Αλλά χωρίς το περίπλοκο χρονοδιάγραμμα και τη σταδιοποίηση – η χορογραφία, πραγματικά – δεν θα ήταν η ίδια.
Η εξαιρετική ερμηνευτική ποιότητα των Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη, Μιχάλη Κίμωνα, Γιάννη Κλίνη, Σοφίας Κόκκαλη, Έμιλυ Κολιανδρή, Έκτορα Λυγίζου, Άννας Μάσχα, Άρη Μπαλή, Αρετής Σεϊνταρίδου , συντελεί τα μέγιστα στην παρουσίαση του πειθαρχημένου χάους και της δημιουργίας μιας σειράς από ανελέητα ακριβείς εικόνες. Είναι αξιοθαύμαστη η φυσική αντοχή τους σε μια ιδιαίτερα απαιτητική παράσταση. Για να καταφέρουν να αποδώσουν έξοχα την ετοιμόρροπη αρμονία της παράστασης όλοι οι ηθοποιοί λειτουργούν με αστείρευτη ενέργεια και συγχρονισμό, με άριστη κίνηση που υποδηλώνει το πόση δουλειά και προσπάθεια κρύβει η συγκεκριμένη παράσταση. Η δυσκολία του συγκεκριμένου έργου βρίσκεται στο σωστό timing, και στο να καταφέρουν οι ίδιοι οι ηθοποιοί να βρουν τον εσωτερικό ρυθμό που απαιτείται για να συνεχίσουν να κινούνται σε φρενήρεις ρυθμούς για 2 ώρες.
Το καταπληκτικό σκηνικό, της Κλειούς Μπομπότη, που θυμίζει ξεκάθαρα το σχέδιο της αδύνατης σκάλας των Penrose, στρέφει το μέσα έξω, και έτσι τα παρασκήνια, τα άφαντα για τους θεατές γίνονται φανερά. Το μέσα έξω του σκηνικού συνεπάγεται και το μέσα έξω των ίδιων των ηθοποιών, που σταματούν να ερμηνεύουν το ρόλο και γίνονται οι υποκριτές του ίδιου του εαυτού τους, για να ανταπεξέλθουν στο χαμό που γίνεται γύρω τους. ίσως βέβαια τα παρασκήνια να δείχνουν πιο λαμπερά από ότι είναι στην πραγματικότητα, ωστόσο το σκηνικό είναι λειτουργικό και κυρίως, ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Έξοχοι και οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη, όπως και τα κουστούμια της Άλκηστης Μάμαλη, σε μια παράσταση εξαίσιας τεχνικής αρτιότητας.
Στο σύνολο της πρόκειται για μια παράσταση υψηλής αισθητικής, ελάχιστα αστείας σε πρώτο επίπεδο, αλλά περισσότερο δηλωτικής της λεπτής γραμμής που υπάρχει ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι. Μια εγκεφαλική παράσταση, περισσότερο δεύτερου επιπέδου, που ίσως ξενίσει τους λάτρεις της φαρσικής εκδοχής του έργου, που παρακολουθείται όμως με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ειδικά χάρη στην εξαιρετική προσπάθεια και συγκέντρωση όλων, ανεξαιρέτως, των ηθοποιών.
Συντελεστές παράστασης Το Σώσε
- Μετάφραση, Διασκευή & Σκηνοθεσία: Έκτορας Λυγίζος
- Σκηνικό: Κλειώ Μπομπότη
- Κοστούμια: Άλκηστη Μάμαλη
- Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
- Συνεργασία στην κίνηση – σωματική προετοιμασία: Χαρά Κότσαλη
- Σχεδιασμός μακιγιάζ και μαλλιών: Ιωάννα Λυγίζου
- Σχεδιασμός Ήχου: Brian Coon
- Βοηθός Σκηνοθέτη: Εύα Βλασσοπούλου
- Βοηθός Σκηνογράφου: Ελένη Αηδόνη
- Βοηθός ενδυματολόγου: Αλεξάνδρα Γιαννακανδροπούλου
- Κατασκευή Σκηνικού: Παναγιώτης Λαζαρίδης
- Κατασκευή γυναικείων κοστουμιών: Ελένη Κομνηνού
- Κατασκευή ανδρικών κοστουμιών: Γιώργος Παρλιάρος
- Διεύθυνση Παραγωγής: Ηλέκτρα Αρζιμάνογλου
- Εκτέλεση Παραγωγής: Grasshopper
- Παραγωγή: Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση
- Παίζουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Μιχάλης Κίμωνας, Γιάννης Κλίνης, Σοφία Κόκκαλη, Έμιλυ Κολιανδρή, Έκτορας Λυγίζος, Άννα Μάσχα, Άρης Μπαλής, Αρετή Σεϊνταρίδου
- Κριτική Κάτια Σωτηρίου