Το θέατρο Σταθμός παρουσιάζει το έργο Φυλές, της Νίνα Ρέιν, σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά, με τους Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Μανώλη Μαυροματάκη, Δημήτρη Κουρούμπαλη, Μάνο Καρατζογιάννη, Βασιλική Τρουφάκου, Ελένη Μολέσκη.
- Κριτική Κάτια Σωτηρίου
Το έργο
Αυτό το ασυνήθιστο αλλά πολύ σημαντικό έργο εισάγει μια προοπτική που δεν παρατηρείται συχνά στη σκηνή. Οι Φυλές περιστρέφονται γύρω από τον Μπίλι, έναν νεαρό κωφό, του οποίου η οικογένεια τον έχει διδάξει να διαβάζει χείλη. Έχουν αρνηθεί να μάθουν οποιαδήποτε μορφή νοηματικής γλώσσας και έχουν την πρόθεση να τον κρατήσουν μακριά από την κοινότητα των κωφών. Όταν τελικά εισάγεται ο Μπίλι στη νοηματική, ένας ολοκαίνουριος κόσμος επικοινωνίας και κοινότητας ανοίγει για αυτόν. Οι Φυλές διερευνούν τους θριάμβους, τα διλήμματα και τις οικογενειακές συγκρούσεις που συνοδεύουν την ανακάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του Μπίλι και του τρόπου επικοινωνίας των ανθρώπων.
Ο Μπίλι ως άτομο που δεν έμαθε νοηματική στην παιδική του ηλικία, προσανατολίζεται ολοκληρωτικά στον οπτικοκινητικό δίαυλο επικοινωνίας, με τους νοητικούς μηχανισμούς ανάπτυξης να εναρμονίζονται με την οπτική πρόσληψη δεδομένων και να αποκρίνονται κινητικά. Το αγόρι αυτό έπρεπε να προσαρμοστεί στην οικογένεια της ακοής και στους τρόπους επικοινωνίας του για όλη του τη ζωή και με τη γνωριμία του με τη Σύλβια ξοδεύει πολύ χρόνο για να επικοινωνήσει στη νοηματική γλώσσα με την κοινότητα των Κωφών. Αυτό τον βάζει ανάμεσα σε δυο κόσμους, καθώς χρειάζεται να επικοινωνεί διαφορετικά σε κάθε έναν από αυτούς.
Η Σύλβια από την άλλη πλευρά ξαφνικά δυσκολεύεται να επικοινωνήσει στον κόσμο της ακοής παρότι ήταν πάντα η πρώτη της γλώσσα. Βρίσκεται επίσης ανάμεσα σε δυο κόσμους καθώς δεν είναι πλέον τόσο εύκολα ικανή να επικοινωνεί με την ακοή όπως στο παρελθόν. Η επικοινωνία των κωφών πληθυσμών, όπως θίγεται στο έργο, είναι ουσιαστικής σημασίας, καθώς το ζητούμενο είναι να έχουν πρόσβαση σε ένα γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο θα είναι σε θέση να αναπτύσσουν ολοκληρωμένες νοητικές δομές και σκέψεις, και κυρίως να επικοινωνούν ουσιαστικά με τους γύρω τους.
Οι άνθρωποι κατηγοριοποιούν άλλους ανθρώπους για να κατανοήσουν τα κοινωνικά περιβάλλοντα τους , που μπορεί να συνδεθεί με την Θεωρία της Κοινωνικής Ταυτότητας του Tafjel. Μια νοοτροπία «μας» (ή «εμένα») έναντι «αυτών» δημιουργείται τόσο από τους απομονωμένους όσο και από εκείνους που είναι ενταγμένοι. Στις Φυλές, ο Μπίλι θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί από το γεγονός ότι είναι κωφός και τα άλλα μέλη της οικογένειάς του θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν από το γεγονός ότι ακούν. Η επικοινωνία ή η έλλειψη αυτής τοποθετείται στο επίκεντρο του έργου. Πόσοι τρόποι επικοινωνίας και μη επικοινωνίας υπάρχουν; O πατέρας της οικογένειας, επιμένει πως «χωρίς τις λέξεις δεν μπορούμε να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας», όμως τα μέλη της άλλοτε μέσα από τη γλώσσα κι άλλοτε μέσα από τη σιωπή διεκδικούν τη δική τους φωνή. Ακριβώς επειδή έχουμε μια λέξη για κάθε συναίσθημα ή για κάθε κατάσταση δεν σημαίνει όμως ότι συμφωνούμε στο συναίσθημα που βρίσκεται πίσω από αυτή τη λέξη. Οι λέξεις είναι τελικά μια απόπειρα. Η απώλεια της ακοής μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργίες τόσο στην επικοινωνία όσο και στην ανάπτυξη θετικών σχέσεων με τους άλλους. Ας μην ξεχνάμε και το έργο της Frieda Fromm-Reichmann, η οποία μεγάλωσε με δύο γονείς που ήταν κωφοί και η ίδια σταδιακά έχασε την ακοή της ( όπως η Σύλβια στο έργο) και προσπάθησε να ξεπεράσει την μοναξιά των σκέψεών της γράφοντας το βιβλίο της με τίτλο «Μοναξιά».
Κατά τη διερεύνηση των ορίων της έκφρασης, οι Φυλές της Nina Raine εξετάζουν τους σκοπούς, τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες της γλώσσας μέσα στην δυναμική της «οικογενειακής φυλής» και θέτουν ως ζήτημα την αναγκαιότητα της εγκατάλειψης της οικογενειακής στέγης για να αποκτήσουν τα μέλη της πρόσβαση στη δική τους φωνή. Ωστόσο – εξίσου σημαντική είναι με τη σιωπή είναι και η φωνή στο έργο. Η σιωπή είναι η σκιά που καταπίνει το διανοητικό τραπεζικό τραπέζι της βρετανικής οικογένειας ανώτερης μεσαίας τάξης που αφορά η ιστορία της Ρέιν.
Οι Φυλές διερευνούν επίσης την ιδέα της ενσυναίσθησης, της εμπάθειας με την αρχική της έννοια : είμαστε όλοι διαφορετικοί και συγχρόνως όλοι ίδιοι. Γνωρίζουμε όλοι τη χαρά, τον πόνο, τη στέρηση, τον θυμό, την επιθυμία, τον πόθο. Νιώθουμε ό,τι νιώθουν και οι άλλοι. Η βάση της ανθρώπινης ζωής είναι η εμπάθεια. Η εμπάθεια είναι μια λέξη που προέρχεται από τη γλώσσα μας, από τα αρχαία ελληνικά. Αποτελείται από το εν, εντός, στο εσωτερικό και το πάθος, οδύνη, αυτό που έχει δοκιμαστεί. Η κρίση της κοινωνίας μας προέρχεται ίσως από εκεί: από την άνοδο της αδιαφορίας.
Η Παράσταση
Στην παράσταση, ο ρυθμός είναι γρήγορος και – ειδικά στην αρχή – συνειδητά χαοτικός, προκειμένου να δώσει μια γροθιά στο θεατή, που σκοπό δεν έχει ούτε να σοκάρει, αλλά ούτε καν να «ηθικολογήσει» σχετικά με τα προβλήματα κοινωνικής παθογένειας που τίθενται. Η γροθιά αυτή στοχεύει στο να καταστήσει το ανοίκειο, οικείο. Τη σιωπή εκκωφαντικό ήχο. Είναι εκείνες οι στιγμές της υπερτιτλισμένης σιωπής που είναι πιο διαπεραστικές, όπως και οι χειρονομίες αγάπης μεταξύ Μπίλι και του ψυχικά ταραγμένου αδελφού του, που φέρει στο σπίτι την ευγλωττία αυτού που έχει απομείνει ανείπωτο.
Η δραματουργική μεταφορά ευτύχισε, καθώς εξυψώνει εξαιρετικά το ρεαλισμό της πλοκής και των προσώπων αλλά και συμπυκνώνει τον κοινωνικό χώρο, το χρόνο, τα κυρίαρχα χαρακτηρολογικά και ψυχολογικά στοιχεία και το δράμα και των κύριων προσώπων του έργου. Υπάρχει βέβαια και η υποπλοκή της επιλογής του Μπίλυ να μαντεύει τα λόγια των ανθρώπων στα βίντεο που εξετάζει , που είναι κάπως ισχνή δραματουργικά καθώς δε συνάδει με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ήρωα.
Η σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά, πυροδότησε τους ψυχισμούς στην απόλυτη ένταση διατηρώντας όμως έναν αυστηρά ρεαλιστικό πυρήνα, που δεν παραπαίει σε μελοδραματισμούς, ενώ αποκαλύπτει τον δραματικά κωμικό χαρακτήρα που συχνά αποκτούν οι συζητήσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας. Η αποπνικτική δραματικότητα της κατάστασής τους αποσυμφορίζεται από τις δόσεις χιούμορ που λειτουργούν σχεδόν λυτρωτικά, ειδικά στο πρώτο μισό της παράστασης. Λειτουργικό και εύστοχο το σκηνικό του Εδουάρδου Γεωργίου για να μας εισάγει στη ζωή μιας οικογένειας και σωστοί οι φωτισμοί της παράστασης από τον Αλέξανδρο Αλεξάνδρου .
Την παράσταση κλέβει η άριστη υποκριτική σχέση μεταξύ των ηθοποιών, καθώς οι χαρακτήρες του έργου είναι άνθρωποι που κινούνται σε ένα πιεστικό περιβάλλον και είναι δραματουργικά γοητευτικός ο τρόπος που οι χαρακτήρες αυτοί αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και εξελίσσονται καθώς η δράση προχωρά.
Ο Μανώλης Μαυροματάκης ερμηνεύει με αξιοπρόσεκτη σκηνική άνεση τον ρόλο του πατέρα, με το χιούμορ και την ένταση που απαιτεί ο ρόλος του. Κατάφερε να οπτικοποποίησει την ενεργητικότητά του σε μια έκρηξη μη “πολιτικά ορθής” αξιοσημείωτης ερμηνείας.
Η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη με την υποκριτική ωριμότητα και τα ασκημένα της μέσα κινείται ανάμεσα στην τρυφερότητα και τη θλίψη της μάνας απέναντι σε όσα συμβαίνουν, αλλά και στη διάθεση της να βρίσκει τη μέση λύση και να τα έχει καλά με όλους.
Ο Μάνος Καρατζογιάνης αναλαμβάνει το ρόλο του Μπίλι, ένα ρόλο δύσβατο, γεμάτο νάρκες και αγκάθια. Γιατί δεν είναι καθόλου αυτονόητο να καταφέρει ένας ηθοποιός να αναπαραστήσει την αναπηρία, χωρίς να προβεί σε υπερβολές, χωρίς να φαίνεται επιτηδευμένα αλλόκοτο το αποτέλεσμα. Και για το λόγο αυτό η ερμηνεία του είναι ξεχωριστή, αφού κατορθώνει να ερμηνεύσει μια δύσκολη αναπηρία με τέτοια ευαισθησία και εσωτερικότητα ώστε να μετατοπίσει το συναίσθημα του θεατή, να τον ταράξει. Είναι μια ερμηνεία που δηλώνει κόπο και δουλειά, καθώς ο Καρατζογιάννης πέτυχε σε εντυπωσιακό βαθμό τόσο την κινησιολογική όσο και την ακουστική φόρμα, και δημιούργησε έναν συγκινητικά αληθινό κωφό ήρωα, αγγίζοντας το βαθύ πυρήνα της προσωπικότητας του .
Ο Δημήτρης Κουρούμπαλης σκιαγράφησε με τα απαραίτητα υποκριτικά υλικά τις συναισθηματικές και ψυχικές μεταπτώσεις του Ντάνιελ και απέδωσε εύστοχα τη σύγχυση της μανίας του, συλλαμβάνοντας τον βασικό τόνο μιας ορμητικής διανοητικής αστάθειας, από τα πρώτα λεπτά που απαιτούσαν φρενήρη ρυθμό και σαρωτική ερμηνεία.
Η Βασιλική Τρουφάκου στο ρόλο της Σύλβιας εκπέμπει γλυκύτητα και ζεστασιά με το λόγο και την κίνησή της. Αποδίδει με θερμή φυσικότητα τις μεταπτώσεις που αποκαλύπτουν σταδιακά την εσωτερική της αλλαγή και το φόβο της. Συγκινητική και στιβαρή όπου πρέπει.
Η Ελένη Μολέσκη αποδίδει εύστοχα την αγωνία της ηρωίδας της να βρει μια δικιά της ιδιαίτερη φωνή. Ίσως σε κάποιες στιγμές έχει μια ροπή στην υπερβολή, στο σύνολο της όμως είναι μια ερμηνεία με σωστή ένταση και προσήλωση.
Στο σύνολο της είναι μια καυστικά έξυπνη, και συναισθηματικά γεμάτη παράσταση για την επικοινωνία, την ένταξη και την ταυτότητα. Μια παράσταση που μας ψιθυρίζει ότι πέρα από κάθε γλώσσα και λέξη, μόνο τελικά η αγάπη και η ενσυναίσθηση μπορεί να μας λυτρώσει. Λίγες παραστάσεις έμειναν, δείτε την οπωσδήποτε.
Συντελεστές
Μετάφραση: Έρι Κύργια
Σκηνοθεσία: Τάκης Τζαμαργιάς
Σκηνικά – Κοστούμια: Εδουάρδος Γεωργίου
Φωτισμοί: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου
Μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης
Βοηθός σκηνογράφου: Έλλη Αποστολάκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Χρήστος Τζαμαργιάς
Βίντεο: Δήμητρα Τρούσα
Σύμβουλος δραματουργίας: Ελένη Μολέσκη
Επιστημονικός σύμβουλος: Κωνσταντίνος Σαμαράς
Ερμηνεύουν: Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Μανώλης Μαυροματάκης, Δημήτρης Κουρούμπαλης, Μάνος Καρατζογιάννης, Βασιλική Τρουφάκου, Ελένη Μολέσκη