Στυλ διαχρονικό. Πολιτικός, ηθοποιός, παθιασμένη γυναίκα. Μια προσωπικότητα ανεξάντλητη. Τη βάφτισαν Αμαλία – Μαρία, δεν τη φώναξαν όμως έτσι ποτέ. Το όνομα που θα χρησιμοποιούσαν σε όλη της τη ζωή, και με το οποίο έγινε πασίγνωστη, ήταν το «Μελίνα». Πολλές φορές δεν χρειαζόταν καν το επίθετο «Μερκούρη» για να συστηθεί. Ήταν η Μελίνα όλων των Ελλήνων, αλλά και η Μελίνα των ξένων.
Γεννημένη στην Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου του 1920, η Μελίνα ήταν η λατρεμένη εγγονή του Σπύρου Μερκούρη, ενός από τους πιο επιτυχημένους Δημάρχους της Αθήνας. Μεγάλωσε στο σπίτι του και έκανε τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις της σε νηπιακή ηλικία. Από τότε, οι εκδηλώσεις λατρείας του κόσμου άρχισαν να τη συναρπάζουν ακόμη και εάν απευθύνονταν στον «Μεγάλο Σπύρο», όπως όλοι φώναζαν τον παππού της.
Η πρώτη θεατρική πρόβα της Μελίνας γίνεται σε ηλικία 5 ετών μπροστά στον καθρέφτη, προσπαθώντας να καταφέρει να κυλήσουν κάποια δάκρυα σε κατάλληλη στιγμή, προκειμένου να πειστούν οι δικοί της και να της αγοράσουν κάτι που επιθυμούσε. Σε ηλικία δέκα χρονών, «ντεμπουτάρισε» στις Σπέτσες, στο τραπέζι ενός καφενείου, όπου τη χειροκρότησαν θερμά. Η μητέρα της όμως, τη «φιλοδωρεί» με ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι.
Ως παιδί ήταν ιδιαίτερα ανήσυχο ενώ το μυαλό της ήταν προσηλωμένο σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τα μαθήματα. Μάλιστα, ήταν μία από τις χειρότερες μαθήτριες στο σχολείο της. Ίσως, γιατί οι έρωτες της κλέβουν από νωρίς την καρδιά…
Ανάμεσα στον έρωτα, την επιτυχία και τη διεθνή διάκριση
Η Μελίνα Μερκούρη είναι ακόμα έφηβη όταν ερωτεύεται τον Πάνο Χαροκόπο, που της υπόσχεται ότι θα της παράσχει πλήρη ελευθερία να ασχοληθεί με τον άλλο μεγάλο έρωτα της, το θέατρο. Παντρεύονται κρυφά και στέλνουν ένα απλό τηλεγράφημα στις οικογένειες τους: «Γάμος ετελέσθη». Μετά από χρόνια θα χωρίσουν.
Όταν έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου, απήγγειλε ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη. Ανάμεσα στους εξεταστές της, και ο Αιμίλιος Βεάκης. «Δεν πέρασα» σκέφτηκε. Έγινε δεκτή πανηγυρικά και την ανέλαβε ο Δημήτρης Ροντήρης. Διέγνωσε μέσα της την τραγωδό και την έβαλε να δουλεύει σκληρά. Αποφοιτά το 1944.
Εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού θεάτρου, όπου ερμηνεύει μικρούς ρόλους στην κεντρική σκηνή και στη σκηνή του Πειραιά. Το 1945 ερμηνεύει τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, το ρόλο της Λαβίνια στο έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (θίασος Κατερίνας, θέατρο «Κεντρικόν»). Η πρώτη της όμως μεγάλη επιτυχία έρχεται με το «Λεωφορείον ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς, παράσταση του «θεάτρου τέχνης», όπου ερμηνεύει το ρόλο της Μπλάνς Ντυμπουά. Συνεχίζει τη συνεργασία της με τον Κάρολο Κουν και το «Θέατρο Τέχνης» και εμφανίζεται σε έργα των Άλντους Χάξλεϊ, Άρθουρ Μίλλερ, Φίλιπ Τζόρνταν και Αντρέ Ρουσέν.
Ακολουθεί μια περίοδος που ζει στο Παρίσι, όπου γνωρίζει τον Μαρσέλ Ασάρ. Η Μελίνα εμφανίζεται στη θεατρική σκηνή της Πόλης του Φωτός σε μπουλβάρ των Ζακ Ντεβάλ και Μαρσέλ Ασάρ. Παίζει στο “Le Moulin de la Galette”, στο “Les Compagnons de la Marjolaine”, στο “Il etait une gare”. Εκεί θα γνωρίσει τον Ζαν Κοκτώ, τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, την Κολέτ, τη Φρανσουάζ Σαγκάν. Εκεί ανοίγουν οι ορίζοντές της.
Το 1953 παίρνει το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη». Δύο χρόνια μετά επιστρέφει στην Ελλάδα και πρωταγωνιστεί στο θέατρο Κοτοπούλη – Ρεξ σε έργα από όλο το φάσμα του δραματολογίου, όπως ο «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ και ο «Κορυδαλλός» του Ανούιγ. Σε αυτή τη δεκαετία ανακαλύπτει το κοινωνικό πρόσωπο που κρύβει μέσα της και αναμιγνύεται με τον θεατρικό συνδικαλισμό.
Με την επιστροφή της στην πατρίδα, της γίνεται η πρώτη πρόταση να πρωταγωνιστήσει σε κινηματογραφική ταινία. Πρόκειται για τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη από το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Η ταινία επαινέθηκε ιδιαίτερα στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών το 1956. Παρότι το αξίζει, δεν θα πάρει το βραβείο του Φεστιβάλ των Κανών το 1956. Η εμφάνισή της σ’αυτό, όμως, θα είναι μοιραία, αφού εκεί θα γνωρίσει τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασσέν, κατοπινό σύντροφό της δια βίου.
Η Μελίνα θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» την ίδια χρονιά και από τότε θα παίξει σε πολλές ακόμα ταινίες του, όπως στο «Ποτέ την Κυριακή», στη «Φαίδρα», στο «Τοπκαπί» κ.α. Για την ερμηνεία της στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» θα πάρει στις Κάνες το βραβείο γυναικείας ερμηνείας (εξ’ ίσου με την Ζαν Μορό για το Moderato Cantabile) (1960). Η ταινία είναι υποψήφια για πέντε Όσκαρ (σκηνοθεσίας, σεναρίου – Ζύλ Ντασσέν, πρώτου γυναικείου ρόλου – Μελίνα Μερκούρη, κοστουμιών για ασπρόμαυρη ταινία – Ντένη Βαχλιώτη, τραγουδιού – Μάνος Χατζιδάκις, που παίρνει το βραβείο).
Η Μελίνα μεταξύ άλλων, θα πρωταγωνιστήσει σε ταινίες διακεκριμένων δημιουργών όπως ο Βιτόριο Ντε Σίκα (Η Δευτέρα Παρουσία), ο Νόρμαν Τζούισον (Σικάγο-Σικάγο), ο Καρλ Φόρμαν (Οι Νικητές), ενώ συνολικά, έχει πρωταγωνιστήσει σε 19 ταινίες. Το 1960 είναι η χρονιά της, τότε σημειώνεται και η μεγαλύτερη επιτυχία αυτής της περιόδου στο θέατρο, όπου συνεχίζει αδιάλειπτα την πορεία της μέχρι και το 1967.
Από το 1967, η διάσημη ηθοποιός θα ανοίξει τα φτερά της στη Νέα Υόρκη για να παίξει στο «Ίλια Ντάρλινγκ» με τον Ζυλ Ντασέν, στο πλευρό της, σύζυγό της από την προηγούμενη χρονιά.
Η αγαπημένη ηθοποιός είχε την τιμή να συναναστραφεί με κορυφαία ονόματα της πνευματικής και της πολιτικής ζωής του κόσμου, από τον Μάρλον Μπράντο και τον Τένεσι Ουίλιαμς μέχρι τον Ρόμπερτ Κένεντι, με τον οποίο ετοιμαζόταν να δειπνήσει το βράδυ της δολοφονίας του.
«Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα»
Τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου, ο Μάνος Χατζιδάκις τηλεφωνεί στην ίδια και στον Ζυλ για να τους πει ότι στην Ελλάδα έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα. Η Μελίνα κάνει δηλώσεις στις τηλεοπτικές κάμερες των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης. «Σας παρακαλώ μην πάτε στη χώρα μου» λέει κλαίγοντας.
Για τις δηλώσεις αυτές, η χούντα θα της αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια στις 12 Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Εκείνη θα απαντήσει με το ιστορικό πλέον: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα». Από τον Νοέμβριο του 1967 και επί τρεις μήνες, το FBI την παρακολουθεί παντού ενώ υπάρχει προειδοποίηση ότι θα γίνει δολοφονική απόπειρα εναντίον της.
Ο αγώνας για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα
Μετά την πτώση της χούντας επιστρέφει στην Ελλάδα και μετέχει ενεργά στην πολιτική ζωή της χώρας, ως Υπουργός Πολιτισμού. Τολμηρή, πρωτοποριακή, δυναμική, γεμάτη όρεξη για ζωή και με καινούριες ιδέες, διακηρύσσει ότι «ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας».
Δική της πρωτοβουλία είναι η πρόταση για ενοποίηση του ιστορικού κέντρου της Αθήνας ενώ παράλληλα ξεκινάει έναν καινούριο αγώνα: την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Ο λόγος της στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό, είναι συγκινητικός, γεμάτος πάθος αλλά και επιχειρήματα.
«Αν υπάρχει έστω κι ένα άτομο που δεν έχει σαφή εικόνα για τα γεγονότα πίσω από την ιστορία των Μαρμάρων του Παρθενώνα, τότε η ιστορία πρέπει να ειπωθεί ξανά και ξανά». Αυτά ήταν τα λόγια που παρακίνησαν τη Μελίνα Μερκούρη να ξεκινήσει την περίφημη ομιλία της, στο Oxford Union το 1986, από την ιστορία της κλοπής των Μαρμάρων από τον Έλγιν.
«Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα. Υπάρχουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Όπως υπάρχει ο Δαβίδ του Michael Angelo, η Αφροδίτη του Da Vinci, ο Ερμής του Πραξιτέλη, οι Ψαράδες στη θάλασσα του Turner, η Capella Sixtina. Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα». Υπάρχουν λοιπόν τα μάρμαρα του Παρθενώνα που θα έπρεπε να βρίσκονται στη θέση τους ή τουλάχιστον στη χώρα τους, αντ’ αυτού βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο.
Για να υποβοηθηθεί το αίτημα της επιστροφής, συνέλαβε την ιδέα ενός νέου Μουσείου Ακροπόλεως και προκήρυξε διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την κατασκευή του, το 1989. Αποφάσισε να ενεργοποιήσει τον αρχαίο θεσμό των χορηγών, προκειμένου να δημιουργηθεί σύντομα το μουσείο αυτό και διοργάνωσε διάφορες εκδηλώσεις όπως οι συναυλίες των Μ. Ροστροπόβιτς, Β. Παπαθανασίου κ.α. Η δημιουργία του μουσείου θα προσέφερε τον κατάλληλο χώρο που χρειάζονται τα αριστουργηματικά γλυπτά για να εκτεθούν και θα αφαιρούσε κάθε επιχείρημα από εκείνους που αντιτίθενται στην επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα.
Παράλληλα, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις εργασίες αναστήλωσης των μνημείων της Ακρόπολης και στην ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. «Τα μνημεία» σημείωνε, «ως παράγοντες ακτινοβολίας του πολιτισμού μας, είναι πηγή κύρους για τη χώρα μας και βασικό έρεισμα για τον χειρισμό των εθνικών μας θεμάτων». Στον τομέα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, καθιέρωσε τη δωρεάν είσοδο των Ελλήνων πολιτών στα μουσεία και στους αρχαιολογικούς χώρους, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας για την ευρύτερη παιδεία του λαού και ειδικά των νέων (προσπάθεια που σταμάτησε όμως αναγκαστικά λόγω σχετικών οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Η Μελίνα Μερκούρη συνέλαβε την ιδέα και ανέθεσε τη μελέτη ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, την ενοποίηση δηλαδή του ιστορικού κέντρου της Αθήνας στον άξονα Ιερά Οδός – Πλάκα – Στύλοι Ολυμπίου Διός, για τη δημιουργία ενός αρχαιολογικού πάρκου. «Είναι επιτακτική ανάγκη, έλεγε, είναι χρέος της Ελλάδας να διασώσει την καρδιά της ιστορίας της, την καρδιά της Αθήνας, το ιστορικό της κέντρο, μ’ ένα έργο που θα αλλάξει παντελώς την εικόνα και τη ζωή στο κέντρο της πόλης».
Στις 28 Νοεμβρίου του 1983 κάλεσε τους Υπουργούς Πολιτισμού της (τότε) Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και τους έθεσε το ερώτημα : «Πως είναι δυνατόν μια κοινότητα που στερείται την πολιτιστική της διάσταση να μπορεί να αναπτυχθεί». Σημείωσε ακόμη πως ο πολιτισμός «είναι η ψυχή της κοινωνίας» και πως ο καθορισμός της ευρωπαϊκής ταυτότητας «βρίσκεται ακριβώς στο σεβασμό της ιδιαιτερότητας και στο να δημιουργήσουμε ένα παράδειγμα ζωντανό μέσα από ένα διάλογο των πολιτισμών της Ευρώπης. Η φωνή μας είναι καιρός να ακουστεί με την ίδια δύναμη όπως αυτή των τεχνοκρατών. Ο πολιτισμός, η τέχνη και η δημιουργία, δεν είναι λιγότερο σημαντικά από το εμπόριο, την οικονομία, την τεχνολογία».
Έτσι ξεκίνησε ο θεσμός των Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης, που υλοποιήθηκε το 1985 με πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα την Αθήνα. Ο θεσμός των Πολιτιστικών Πρωτευουσών είναι ο πιο σοβαρός και μεγάλος επίσημος πολιτιστικός θεσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα, κάθε πολιτιστική πρωτεύουσα έχει ως βασική αρχή ότι ο θεσμός δεν είναι φεστιβάλ, αλλά τόπος για προβληματισμό, για ανταλλαγή ιδεών, για επικοινωνία πνευματικών ανθρώπων, καλλιτεχνών, επιστημόνων, που με τα έργα τους προωθούν την ευρωπαϊκή σκέψη. Η Μελίνα συνέβαλε ιδιαίτερα στο να γίνει η Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1997, μια πόλη που, όπως έλεγε, «έχει το χάρισμα, να πάρει και το χρίσμα». Συνέβαλε επίσης να παρουσιασθεί η λεηλασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στην κατεχόμενη Κύπρο και να γιορταστεί στην Κύπρο ο μήνας ευρωπαϊκού πολιτισμού το 1994.
Ως Υπουργός Πολιτισμού θέλησε να διαφυλάξει και να προστατέψει το περιβάλλον και τον πολιτισμό του Αιγαίου αρχιπελάγους. Αυτής της μικρής θάλασσας με τον κολοσσιαίο πολιτισμό, που η δυναμική της οδήγησε στο θαύμα της κλασσικής Ελλάδας. Στόχος της ήταν να γίνουν θεματοφύλακες αυτής της ιδέας συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, πολιτικοί από όλο τον κόσμο. Το πρόγραμμα «Αιγαίο Αρχιπέλαγος» οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, με την υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισμού, του υπουργείου Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του υπουργείου Αιγαίου. Σκοπός, να προβληθεί η συνέχεια του αιγαιοπελαγίτικου πολιτισμού για να επανορθωθεί μέσω της ακτινοβολίας του η περιβαλλοντολογική φθορά και για να γίνει το Αιγαίο σημείο αναφοράς και σύμβολο του πολιτισμού.
Η Μελίνα πίστευε στην πολιτιστική αποκέντρωση και αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που τόνισε τον Οκτώβριο του 1981, κατά την ανάληψη των καθηκόντων της στο Υπουργείο Πολιτισμού. Έτσι, δημιούργησε σε διάφορες πόλεις τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα. Ο θεσμός, που ιδρύθηκε από την ίδια το 1983, είχε σαν σκοπό την πραγματοποίηση ενός ευρύτατου θεατρικού πολυκεντρισμού με κέντρα τις πόλεις της χώρας και φορείς τους δήμους ή τις ενώσεις των δήμων και των κοινοτήτων, για την ανάπτυξη και διάδοση του θεάτρου στην περιφέρεια. Προϋποθέτει την ενεργό συμμετοχή των τοπικών πολιτιστικών φορέων και υπήρξε ένα πολιτικό όραμα, που πάντρευε την ευαισθησία της Μελίνας για την τέχνη, με έννοιες πολιτικές. Τα ίδια τα θέατρα έγιναν ένα κέντρο επικοινωνίας και εκδήλωσης ενδιαφέροντος από τους πολίτες μέσα στην πόλη. Μέχρι σήμερα είναι 16.
Ελάχιστες μόνο μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η Μελίνα δηλώνει ότι ο πολιτισμός και το σχολείο πρέπει να συνδεθούν άρρηκτα. Όχι μόνο με τη διδασκαλία των καλών τεχνών, αλλά με τρόπους διείσδυσης του πολιτισμού στο σύνολο της σχολικής εμπειρίας, για να έρθουν τα παιδιά σε επαφή με τον πολιτισμό από πολύ νεαρή ηλικία. Το πρόγραμμα Μελίνα – Εκπαίδευση και Πολιτισμός ήταν μια πειραματική προσπάθεια που αναφερόταν σταδιακά σε όλες τι βαθμίδες της εκπαίδευσης και λειτούργησε μέχρι και το 2004 σε 96 Δημοτικά σχολεία της χώρας. Στόχος της Μελίνας, ήταν το πρόγραμμα αυτό να πάρει ευρωπαϊκή διάσταση.
Η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε η πλέον διάσημη και προβεβλημένη προσωπικότητα της Ελλάδας ενώ πολλά πορτραίτα της γυρίστηκαν από τηλεοπτικούς σταθμούς σε ολόκληρο τον κόσμο για τη μεγάλη προσφορά της στην τέχνη, τον πολιτισμό και το κοινωνικό σύνολο. Η Μελίνα θα είναι ζωντανή για πάντα στη μνήμη μας ως ένας άνθρωπος που διαμόρφωσε μία τολμηρή πολύμορφη προσωπικότητα, όπου μέσα από αυτή δημιούργησε ένα τεράστιο έργο που θα μείνει αιώνια παρακαταθήκη για την Ελλάδα.
Επιμέλεια κειμένου Κατια Σωτηρίου, Με πληροφορίες από το: melinamercourifoundation.com