Η Μεταμφίεση του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη παρουσιάζεται στο Μικρό Παλλάς, σε σκηνοθεσία Σταύρου Ράγια, με τη Χαρούλα Αλεξίου πρωταγωνίστρια στο θεατρικό μονόλογο.
- Κριτική της παράστασης : Κάτια Σωτηρίου
Μία γυναίκα χωρίς όνομα, μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού της μονολογεί. Είναι μια επέτειος η νύχτα αυτή. Πρίν 20 χρόνια πέθανε ένας άνθρωπος που της άλλαξε τη ζωή. Εκείνη τότε δούλευε ως νυχτερινή αποκλειστική νοσοκόμα. Η διαμάχη τους για την αλήθεια ή όχι μιας ιστορίας την οδηγεί στο σπίτι του, στα ημερολόγια του και στην ανεύρεση ενός θησαυρού που θα της αλλάξει τη ζωή για πάντα. Όμως οι εκκρεμότητες και τα μυστικά του παρελθόντος τη στοιχειώνουν. Η μεταμφίεση μοιάζει η μόνη της άμυνα ή μήπως είναι μια γοητευτική επινόηση;
Το μονόπρακτο «Μεταμφίεση» (Ιανός, 2004) είναι το πρώτο θεατρικό έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο πρόγραμμα θεατρικών μονολόγων της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, το 2003, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου, με ερμηνεύτρια τη Ράνια Οικονομίδου.
Ανέκαθεν η μορφή του μονολόγου θεωρήθηκε ως μια λανθάνουσα μορφή διαλόγου. Πρώτος «συνομιλητής» του επί σκηνής μονολογούντος θεωρείται άλλωστε ο θεατής στον οποίο απευθύνεται ο λόγος. Στη Μεταμφίεση οι σελίδες ενός ημερολογίου γίνονται αφορμή για μια εξομολόγηση όλων εκείνων που ένιωσαν κάποια στιγμή στη ζωή τους μόνοι, χαμένοι ανάμεσα στην μοναξιά τους και την ανάλυση του ψέματος τους, ανάμεσα στον εαυτό που ένιωσαν ότι έχασαν για πάντα και αυτό που δεν είναι ικανοί να βρουν ποτέ. Είναι ενδιαφέρον ψυχολογικά το θέμα που περιγράφει το κείμενο του Χατζηγιαννίδη, αφού πραγματεύεται μια κατεξοχήν αντιφατική κατάσταση της ανθρώπινης φύσης όπως την έδωσε ο Jung. H ψυχολογική μας ταυτότητα έχει δύο πλευρές, τη φαινομενική και την κρυμμένη, τη λανθάνουσα, οτιδήποτε υπάρχει κάτω από την επιφάνεια. Η μεταμφίεση μας δίνει τη δυνατότητα να αποδράσουμε από τους κοινωνικούς περιορισμούς και να παίξουμε έναν άλλο ρόλο, τελείως διαφορετικό από τη φαινομενική μας πλευρά. O άνθρωπος μέσα του παλεύει με δυο αντίθετες εσωτερικές δυνάμεις, το προσωπείο (persona) που δείχνουμε καθημερινά στους άλλους και τον ατομικό εαυτό (σκιά) που εκφράζει τη μυστική πλευρά του εαυτού μας και που δεν μας είναι εύκολο να αποκαλύψουμε στους άλλους.
Έτσι η ηρωίδα μονολογεί σε μια καταβύθιση σε μικρές και μεγαλύτερες στιγμές της ζωής της, που αφορούν στην παραδοχή του προσωπείου που έστηνε μια ζωή. Για να δείχνει καλύτερη από ότι είναι, διαφορετική, για να κρατά τους άλλους σε μια ασφαλή απόσταση, ώστε να μη χρειάζεται να εκτεθεί, να αποκαλυφθεί ο πραγματικός της εαυτός, οι ελλείψεις της.
Η παράσταση
Ο Σταύρος Ράγιας στη σκηνοθεσία του σεβάστηκε το μύθο που είχε απέναντι του, και καθοδήγησε με διακριτικότητα την Αλεξίου να ξετυλίξει την τεχνική της, τους ρυθμούς της, τις σημαίνουσες παύσεις και κυρίως μια εσωτερική τεχνική με πλήρη έλεγχο του νευρικού και του μυϊκού της συστήματος. Διαφοροποιεί κάπως το αρχικό κείμενο ως προς το χρόνο (20 χρόνια από το θάνατο του «γέρου», αντί για 5 που είχε γράψει ο Χατζηγιαννίδης), και το σκηνικό. Έτσι, αντί για την πλούσια κρεβατοκάμαρα της γυναίκας, το σκηνικό της παράστασης είναι ένας κήπος, με φυτά και λουλούδια, έξοχα στημένο και οργανωμένο από τον Ανδρέα Γεωργιάδη. Ιδανική επιλογή η αλλαγή αυτή γιατί επιτρέπει στην ηρωίδα να κινείται στο χώρο και να κάνει μικροδουλειές, που δικαιολογούν κατά μία έννοια και την εξομολογητική και αυτοερμηνευτική της διάθεση, αλλά και γιατί δημιουργεί ένα περιβάλλον πιο οικείο στην Αλεξίου, και πιο ταιριαστό στο δικό της, πιο έντονο συναισθηματικό ύφος.
Ο σκηνοθέτης έστησε μια παράσταση απέριττη μεν, βουτηγμένη στους χυμούς μιας συναρπαστικής ειρωνείας δε, η οποία επιτρέπει στο θεατή και να γελάσει ανά στιγμές με την σχεδόν εξωφρενική αφήγηση της ιστορία της ηρωίδας. Η σκηνοθεσία επικεντρώθηκε στο ερμηνευτικό κομμάτι το οποίο ξεδιπλώθηκε άψογα, ωστόσο θα μπορούσε να είναι παραπάνω εμπλουτισμένη, ώστε να προσθέσει στο πιο άμεσο δέσιμο μεταξύ του χαρακτήρα και του κοινού, αφού υπήρξαν στιγμές που δραματουργικά φαινόταν το έργο να κατεβάζει τόνο και να χρειάζεται έναν σκηνοθετικό σπινθήρα.
Ωστόσο, εκεί μπαίνει η παρουσία της Αλεξίου, η οποία κερδίζει ένα ακόμα στοίχημα. Όσοι την είχαμε δει στο αυτοβιογραφικό της Χειρόγραφο, είχαμε συγκινηθεί, και είχαμε διαπιστώσει ότι και θεατρικό ενδιαφέρον – και αργότερα στην Οπερέτα έδωσε ακόμα μια άξια ερμηνεία. Είναι όμως η πρώτη φορά που ανεβαίνει στη θεατρική σκηνή για να ερμηνεύσει ένα καθαρά θεατρικό κείμενο πρόζας, και μάλιστα με την αποχώρηση της από τις μουσικές σκηνές να έχει αφήσει νωπές τις πληγές στο πιστό κοινό της.
Από την πρώτη στιγμή που κλείνουν τα φώτα και ανεβαίνει στη σκηνή, αγαπημένη της μορφή ζεσταίνει την ατμόσφαιρα και ενισχύει το αίσθημα της απόλυτης οικειότητας στο φιλόξενο χώρο του Μικρού Παλλάς. Αρχίζει να μιλάει σε όλους και σε κανέναν. Δεν μπορεί κανείς παρά να μαγνητιστεί από την παρουσία της και τη φωνή της, τα δύο βασικά στοιχεία που μας κράτησαν συντροφιά για μια ώρα. Η ερμηνεία της γίνεται μέσο για να συνδεθείς με το κείμενο, να ζωντανέψει η λογοτεχνική ηρωίδα. Το πρόσωπο της Αλεξίου μετατρέπεται με τον εσωτερικό κραδασμό σε μια θεατρική περσόνα, ένα μεταλλασσόμενο συνεχώς προσωπείο κυνισμού, χιούμορ, εσωστρέφειας, ναρκισσισμού, αλλά και υφέρπουσας ενοχής και παραδοχής ενός ψέματος. Κατόρθωμα ισορροπίας. Ο μονόλογος της είναι μια δίνη εμμονών, απωθημένων και αναμνήσεων που επαναφέρει την αιώνια μάχη του ανθρώπου με το φθαρτό, το πρόσκαιρο, το ψέμα, την ανάγκη να φανεί πιο συνεπής στα κοινωνικά στερεότυπα. Και αυτό που έκανε πάντα τις ερμηνείες της Χαρούλας να ξεχωρίζουν είναι εμφανές και στην θεατρική της ερμηνεία στη Μεταμφίεση: η σκηνική της αμεσότητα, η γήινη συναισθηματική της έκφραση, η συγκίνηση που προκαλεί το ηχόχρωμα της φωνής και ο τονισμός των λέξεων. Κι ενώ ξεχωρίζουν αβίαστα οι συναισθηματικές, εσωτερικές στιγμές, οι σκηνές χιούμορ και κυνισμού είναι επίσης γοητευτικές, ίσως όμως πιο συγκρατημένες από όσο θα έπρεπε, μια και το κείμενο θα επέτρεπε την καταβύθιση και σε πιο σκοτεινά μονοπάτια.
Το θέατρο είναι καθαρά επικοινωνιακή τέχνη, είναι η μεταφορά της προφορικότητας της ζωής, και ως εκ τούτου η Αλεξίου αποδεικνύει ότι θα τα καταφέρει και σε αυτή τη σκηνή θαυμάσια.
Στα πολύ θετικά της παράσταση η μουσική του πάντα έξοχου Άγγελου Τριανταφύλλου και οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου.
Στο σύνολο της είναι μια παράσταση που φέρνει το θεατή αντιμέτωπο με το θέμα του προσωπείου, που ηθελημένα ή αθέλητα όλοι χτίζουμε με την παραποίηση της αλήθειας μας.. μια παράσταση που αντλεί από την αστείρευτη γοητεία και ζεστασιά της Χαρούλας. Πήρε παράταση -μέχρι τέλη Νοέμβρη. Να τη δείτε.
INFO: Μικρό Παλλάς (Αμερικής 2, τηλ.: 2103210025) «Μεταμφίεση» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Ερμηνεία: Χάρις Αλεξίου. Σκηνοθεσία: Σταύρος Ράγιας. Σκηνικά-Κοστούμια: Ανδρέας Γεωργιάδης. Μουσική: Αγγελος Τριανταφύλλου. Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου. Παραστάσεις: Παρασκευή, Σάββατο: 21.00, Κυριακή: 20.00.