Το Εθνικό θέατρο παρουσιάζει την ανατρεπτική κωμωδία ο Αυτόχειρ! στη σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη – Θέατρο Ρεξ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου με ένα πολυπρόσωπο καστ.
- Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
Το αριστούργημα του Έρντμαν του 1928 είχε μια ταραχώδη ιστορία παραγωγής. Οι προσπάθειες του Vsevolod Meyerhold να ανεβάσει το έργο ματαιώθηκαν από τις σοβιετικές αρχές. Το θέατρο Vakhtangov απέτυχε επίσης να ξεπεράσει τις δυσκολίες λογοκρισίας. Ο Στανισλάφσκι έστειλε μια επιστολή στον Ιωσήφ Στάλιν, στην οποία συνέκρινε τον Έρντμαν με τον Γκόγκολ και ανέφερε τον ενθουσιασμό του Μαξίμ Γκόρκι για το έργο. Η άδεια να ανέβει το έργο τελικά δόθηκε, για να ανακληθεί μόνο από την επιτροπή του κόμματος του Λάζαρ Καγκάνοβιτς την παραμονή της πρεμιέρας του. Ο Έρντμαν πλήρωσε τελικά με μακρόχρονη εξορία στη Σιβηρία τη συγγραφή του Αυτόχειρα, ενώ το έργο παρέμεινε σχεδόν αόρατο στη Ρωσία μέχρι το 1987.
Ο Έρντμαν συνέχισε να ζει στην αφάνεια, όταν το 1964 ο Γιούρι Λιουμπίμοφ τον προσκάλεσε να συμμετάσχει στο νεοϊδρυθέν Θέατρο Ταγκάνκα. Μόλις το 1990 ο Λιουμπίμοφ πέτυχε επιτέλους την παραγωγή μιας σκηνικής εκδοχής του Αυτόχειρα.
Το έργο
Επίκεντρο της ιστορίας το δίλημμα του πρωταγωνιστή της, Semyon. Άνεργος στον παράδεισο των εργατών και αποδυναμωμένος από την απογοήτευση της ανέχειας, ο Semyon είναι ιδιαίτερα δεκτικός στην ιδέα της αυτοκτονίας, που του φύτεψε άθελά του στο κεφάλι η καλοπροαίρετη σύζυγός του. Η πρόταση ξεφυτρώνει κατά τη διάρκεια του έργου και σιγά σιγά ο Semyon προσεγγίζεται συστηματικά από επίμονα πλήθη, καθένα από τα οποία τον παρακαλεί να αυτοκτονήσει στο όνομα της συγκεκριμένης αιτίας τους. Αν και η ιδέα είναι αρχικά ξένη γι ‘αυτόν, ο Semyon αρχίζει σταδιακά να αισθάνεται ότι μπορεί να επιβεβαιώσει την ταυτότητά του μόνο μέσα από την πράξη της αυτοκτονίας: μόνο όταν γίνει κύριος του θανάτου του μπορεί να αισθανθεί οποιαδήποτε δύναμη στη ζωή του. Το πολιτικό σχόλιο του Έρντμαν είναι ότι η μεταπολεμική κοινωνία έχει γίνει τόσο κατασταλτική και είναι όλοι τόσο απελπισμένοι που ο μόνος τρόπος να πολεμήσουν το σύστημα είναι η δραματική πράξη της αυτοκτονίας. Το φαρσικό, φυσικά, στοιχείο είναι ότι κανένας δεν θέλει τελικά να πεθάνει.
Ο Semyon, που γίνεται για την εξουσία το βέλος της απογοήτευσης αναγκάζεται να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια σε όλους εκείνους που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τον θάνατό του για δικά τους μέσα. Σε μια στιγμή διαύγειας, φόβου και αδυναμίας, συνειδητοποιεί ότι για τον εαυτό του, η δική του άθλια μοίρα του είναι απείρως πιο αγαπητή από οτιδήποτε άλλο.
Η παράσταση
Οποιοδήποτε θεατρικό έργο προκαλεί τόσο πολύ γέλιο με έκπληξη αξίζει να ονομάζεται «κωμωδία», αλλά ο Αυτόχειρ είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Στην αναπαράσταση βασικών τμημάτων της κοινωνίας που καταπιέζονταν υπό τον Στάλιν, είναι ένα είδος παραβολής, και το όραμά του είναι τραγικό. Η σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαγεωργίου μεταφέρει ακριβώς αυτή τη γλυκόπικρη αίσθηση που αναδύεται από όλο το έργο επιδιώκοντας να κρατήσει το χιούμορ σε υψηλά επίπεδα, αλλά και με μια υποδόρια αγάπη για τον άνθρωπο. Η σκηνοθεσία έφερε έναν φρενήρη ρυθμό στη σκηνή, εντείνοντας την αίσθηση της μαύρης κωμωδίας και ανεβάζοντας τον πήχη της ατομικής απόδοσης του καθενός, είτε έχει εμφανή ρόλο στη σκηνή, είτε όχι. Η σκηνή του μεγαλοπρεπούς και τεχνικά αρτίου Εθνικού θεάτρου συνέβαλε αποφασιστικά στην επιτυχία· το μεγάλο μέγεθος της σκηνής, δεν είναι απαραιτήτως θετικό στοιχείο, αν δεν μπορεί να το τιθασεύσει ο σκηνοθέτης· παραμονεύει ο κίνδυνος να περιφέρονται ασκόπως, οι ηθοποιοί· αυτό ακριβώς ανέδειξε τη σκηνοθεσία του Παπαγεωργίου ο οποίος ήλεγξε τον χώρο και επέβαλλε μια ευέλικτη, ανατρεπτική, εξωπραγματική ανά στιγμές, καταιγιστική, ονειρώδη ατμόσφαιρα, χωρίς να αποσπαστεί από το πνεύμα και την εποχή του Έρντμαν. Η φάρσα που στήνει ο Παπαγεωργίου είναι ανελέητη, κιτς, σπάταλη και διαβολική σε τακτικές – όπως ακριβώς η ανθρώπινη κοινωνία και εξουσία την οποία στηλιτεύει. Και αν υπάρχουν στιγμές που το γλέντι φτάνει σε μια χαώδη υπερβολή, εντούτοις αυτές είναι λίγες, δεν υποσκάπτουν το συναίσθημα, και γρήγορα οι ισορροπίες επιστρέφουν. Άξια αναφοράς η προσθήκη αναφοράς στον Αγγελόπουλο, σε μια από τις στιγμές συγκίνησης που μας εξέπληξαν πολύ ευχάριστα.
Οι ερμηνείες κινήθηκαν σε υψηλό επίπεδο και η καταπληκτική επικοινωνία και οι σπιρτόζικες ατάκες κατάφεραν να προκαλέσουν αβίαστο γέλιο, και να μεταφέρουν μια εύχαρι διάθεση στο κοινό.
Ο Μανόλης Μαυροματάκης στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Semyon επιτυγχάνει τη σωστή ισορροπία μεταξύ του ανόητου και της σοβαρής ευαίσθητης υποκριτικής που απαιτεί ο απελπισμένος ήρωας του, χτυπώντας ιδιαίτερες κωμικές νότες με χάρη και απλότητα στις σκηνές του «θανάτου» του. Καθόλη τη διάρκεια της παράστασης διατηρεί μέτρο, τη φυσικότητα, την αλήθεια, δηλαδή το βασικό ερμηνευτικό «κανόνα» της κωμωδίας.
Το all star cast, µε επικεφαλής την πάντα αφοπλιστικά ευθύβολη και λιτή στα µέσα της Ναταλία Τσαλίκη, µε την έξοχη αφέλεια που εκτοξεύει τις ατάκες της, είναι όλοι τους επαρκείς στην υπερβολή τους που είναι, βέβαια, απόρροια της υπερβολής που επιζητεί το έργο. Η έξοχη Αγορίτσα Οικονόμου, μια από τις αναμφισβήτητα καλύτερες ηθοποιούς μας, µετρηµένη και θαυµάσια στις στιγµές που αιφνιδιάζεται ή απορεί. Ο Μάκης Παπαδημητρίου ισορροπημένος αλλά και απροσδόκητος στην κωμικότητα του, άρα πειστικός.
Η Βάσω Καβαλιεράτου έχει ένταση και τσαγανό, η Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη μεγάλη άνεση στο ιδιαίτερο πλασάρισµα και το συνεχές παιχνίδι με τον περίγυρο και το κοινό, ο Νίκος Καρδώνης σε έναν έναν ιδιότυπο και δύσκολο αβανταδόρικο ρόλο διέπρεψε, ενώ και ο Κώστας Μπερικόπουλος σε έναν υπερτονισµένο και φορτισµένο ρόλο μέσα στην παραδοξότητα του έδειξε πως ξέρει να προσφέρει συγκίνηση. Ο Κλέαρχος Παπαγεωργίου σαν να μεταπήδησε στη σκηνή από ένα άντρο μαρξιστικής θεωρίας, και ο Άγγελος Μπούρας η φωνή- παρωδία της Εκκλησίας όπως και ο Χρήστος Πούλος Ρενέσης ήταν επαρκείς αν και ίσως φλέρταραν πιο άστοχα με το γκροτέσκο. Το Αντρικό χορωδιακό τρίο Αντώνης Αντωνιάδης, Γιάννης Λατουσάκης, Νικόλας Ντούρος εντυπωσίασαν φωνητικά αλλά επίσης δημιούργησαν μια ζεστή γέφυρα προς το κοινό ειδικά στην έναρξη. Δαιμόνια η Λυδία Τζανουδάκη ως το αντίπαλον δέος της Κλεοπάτρα Μαξίμοβνα και απολαυστικότατες η Φανή Παρλή και Εβίτα Αγαίτση ως καπελούδες.
Στις αρετές της παράστασης η κινησιολογία – χορογραφία της Σεσίλ Μικρούτσικού και το λιτό με απλά μέσα μεταμορφώσιμο σκηνικό του Πάρι Μέξη που επιμελήθηκε εύστοχα και τα κουστούμια, όπως και οι πάντα αξιόλογοι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.
Τα παράδοξα του γέλιου και της τραγωδίας βρίσκουν μια πολύ ενδιαφέρουσα ένωση στη δυναμικότητα της μουσικής που συνοδεύει ζωντανά την παράσταση και ζωντανεύει μια υπέροχη σκηνή πάρτι.
Στο σύνολο του ο Αυτόχειρ είναι μια παράσταση με εξωφρενικά τρελό τέμπο που απαιτεί μεγάλη ενέργεια και συγκέντρωση, μια πολιτική και κοινωνική φάρσα που είναι η ουσία του παραλόγου, του παράδοξου και του ανατρεπτικού. Ο τελικός αντίκτυπος της παράστασης είναι ισχυρός αλλά και πολύ ευχάριστος, με τον Παπαγεωργίου να κερδίζει το στοίχημα μιας τόσο πολυπρόσωπης παράστασης. Τη βραδιά που παρακολουθήσαμε την παράσταση κάποιος από το κοινό φώναξε στο χειροκρότημα ότι η ζωή είναι ωραία, επιβεβαιώνοντας ότι ο σκοπός της παράστασης επετεύχθη.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Κωστής Σκαλιόρας
Σκηνοθεσία- Δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Παπαγεωργίου
Σκηνικά-κοστούμια: Πάρις Μέξης
Μουσική: Γιώργος Δούσος, Δημήτρης Κλωνής
Κίνηση: Σεσίλ Μικρούτσικου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά
Α’ Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Παπαγεωργίου
Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Γιάννης Λατουσάκης
Βοηθός φωτιστή: Χάρης Δάλλας
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Αλέγια Παπαγεωργίου
Βοηθός σκηνογράφου: Εύη Ανδριανού
Διανομή (με σειρά εμφάνισης)
Αντρικό χορωδιακό τρίο, άντρες στο σπίτι του Σεμιόν: | Αντώνης Αντωνιάδης, Γιάννης Λατουσάκης, Νικόλας Ντούρος |
Σεμιόν Σεμιόνοβιτς Ποντσεκάλνικοφ: | Μανώλης Μαυροματάκης |
Μαρία Λουκιάνοβνα Ποντσεκαλνίκοβα: | Αγορίτσα Οικονόμου |
Σεραφίμα Ιλίνιτσνα: | Ναταλία Τσαλίκη |
Αλεξάντρ Πετρόβιτς Καλαμπούσκιν: | Μάκης Παπαδημητρίου |
Μαργαρίτα Ιβάνοβνα: | Βάσω Καβαλιεράτου |
Αριστάρκ Ντομινίκοβιτς Γκολοτσάποφ: | Νίκος Καρδώνης |
Κλεοπάτρα Μαξίμοβνα: | Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη |
Ιγκόρ Τιμοφέιεβιτς: | Κλέαρχος Παπαγεωργίου |
Νικιφόρ Αρσένιεβιτς Πουγκατσόφ: | Χρήστος Πούλος-Ρένεσης |
Βίκτορ Βικτόροβιτς: | Κώστας Μπερικόπουλος |
Πάτερ Ίκλυτ: | Άγγελος Μπούρας |
Ραΐσα Φιλίποβνα: | Λυδία Τζανουδάκη |
Γκρούνια: | Φανή Παρλή |
Κόστια: | Αντώνης Αντωνιάδης |
Ιβάν Βασίλιεβιτς: | Νικόλας Ντούρος |
Καπελούδες, κοπέλες στο νεκροταφείο: | Εβίτα Αγαΐτση, Φανή Παρλή |
Ζίνκα: | Εβίτα Αγαΐτση |
Διάκος: | Νικόλας Ντούρος |
Μουσικοί επί σκηνής:
Αλέξανδρος Δανδουλάκης (ηλεκτρική κιθάρα), Γιώργος Δούσος (κλαρίνο), Δημήτρης Κλωνής (ντραμς), Βασίλης Παναγιωτόπουλος (τρομπόνι), Δημήτρης Τίγκας (κοντραμπάσο)
Φωτογράφος παράστασης: Xρήστος Συμεωνίδης