fbpx

Είδαμε το Μισάνθρωπο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά – Κριτική της Παράστασης

Βαθμολογία Επισκεπτών: 4

To Δημοτικό Θέατρο Πειραιά υποδέχεται τον Πέτερ Στάιν ο οποίος σκηνοθετεί την παράσταση «Ο Μισάνθρωπος» ή «Ο μελαγχολικός ερωτευμένος» του Μολιέρου με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο στο ρόλο του Αλσέστ . Η παράσταση θα παίζεται ως 4/6

Ο Μισάνθρωπος (Le Misanthrope στα αρχικά γαλλικά) είναι ένα από τα σπουδαία αριστουργήματα του πιο διάσημου κωμικού δραματουργού της Γαλλίας. Παίχτηκε για πρώτη φορά στο Palais-Royal Theatre στο Παρίσι το 1666, με τον ίδιο τον Μολιέρο στον πρωταγωνιστικό ρόλο και τη δική του σύζυγο στον ρόλο του ερωτικού του ενδιαφέροντος.

  • Δημοσίευση 9 Μαΐου 2023
  • Κείμενο Κάτια Σωτηρίου

Προβληματισμένος και αγανακτισμένος καθώς ήταν ο Γάλλος λογοτέχνης με την ανθρώπινη συμπεριφορά, ορθώς εντόπισε, όπως και οι παλαιότεροι του, το κοινωνικό φαινόμενο του υποκριτή που μοιάζει τελικά να είναι διαχρονικό και αμφιλεγόμενο. Είναι τελικά η υποκρισία μια ιδιοσυγκρασία ή ένα κοινωνικό εργαλείο επιβίωσης;

Πίσω στον 17ο αιώνα και συγκεκριμένα το 1666 και ύστερα από την μεγάλη σύγχυση που προκάλεσε ο Ταρτούφος, ο Μολιέρος  έγραψε μια νέα κωμωδία με τίτλο “Ο Μισάνθρωπος” που στοχοποιεί άλλη μια φορά τη σκοτεινή πλευρά της αριστοκρατικής τάξης, προσπαθώντας να ξεσκεπάσει την αποσύνθεση της αξιοπρέπειας και της ειλικρίνειας που βρίσκεται θαμμένη πίσω από φαινομενικά καλοπροαίρετες συμπεριφορές.

Ο Μισάνθρωπος ασχολείται με θέματα ειλικρίνειας και υποκρισίας, δικαιοσύνης και αδικίας, τα χειραγωγικά κοινωνικά παιχνίδια που παίζουν οι άνθρωποι και τη σύγκρουση μεταξύ ατόμου και κοινωνίας. Η κριτική συζήτηση επικεντρώνεται συχνά σε ερμηνείες του χαρακτήρα του Αλσέστ και στο ερώτημα εάν το έργο δηλώνει ένα ξεκάθαρο ηθικό δίδαγμα. Ο Μισάνθρωπος, ένα αυτοβιογραφικό έργο, χρησιμοποιεί σαρκασμό, θυμό και έντονη επίγνωση του παραλογισμού μιας κοινωνίας σε αταξία. Αποκαλύπτει πολυάριθμα δεινά, όπως η υποκρισία, η συνενοχή, ο ναρκισσισμός, η αδικία, ο σεξισμός, οι επιδεικτικές επιδείξεις πλούτου, η εξύμνηση της μετριότητας και η κυριαρχία των επιφανειακών εμφανίσεων.

Το εν λόγω έργο είναι μια πεντάπρακτη κωμωδία στην οποία πρωταγωνιστεί ο Alceste, ένας αριστοκράτης που τρέφει περιφρόνηση για τη ματαιοδοξία και την ψεύτικη ηθική των συνομηλίκων του. Ο Alceste είναι σταθερός στην άρνησή του να συμβιβαστεί με την διάχυτη κοινωνική υποκρισία που έχει μολύνει την κοινωνία του. Ωστόσο, η σφοδρή αντίθεσή του στα κοινωνικά πρότυπα αμφισβητείται όταν αναπτύσσει έναν έντονο ερωτισμό για τη Σελιμέν, μια νεαρή και δημοφιλή αριστοκράτισσα που ενσαρκώνει την ίδια την υποκρισία που απεχθάνεται ο Alceste και συμμετέχει ενεργά στο κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα.

Το έργο διαδραματίζεται στο σαλόνι της Σελιμέν, όπου περιβάλλεται από μια παρέα φίλων και θαυμαστών που την κολακεύουν συνεχώς. O Alceste, που είναι παρούσα και στενοχωρημένη από το θέαμα, φτάνει τελικά σε οριακό σημείο και αποκαλύπτει την απάτη της Σελιμέν μέσα από μια σειρά αποκαλύψεων που αποκαλύπτουν τον εγωισμό και την έλλειψη ενσυναίσθησης. Αυτό οδηγεί τελικά τον Alceste να απομονωθεί από την κοινωνία.

Παρά το γεγονός ότι το όνομα του σκηνοθέτη αποτέλεσε βασικό πόλο έλξης για τη συγκεκριμένη παράσταση στο Δημοτικό θέατρο, εντούτοις, η σκηνοθεσία ήταν μάλλον το μεγάλο πρόβλημα. Ο Πετερ Στάιν επέλεξε μια συμβατική και μάλλον άχρωμη σκηνοθετική προσέγγιση που αφαιρεί συνολικά από την παράσταση το όποιο νεύρο και ζωηράδα, και αμβλύνει σημαντικά τις συναισθηματικές διακυμάνσεις, ενώ εντύπωση προκάλεσε η ασταθής χρήση του έμμετρου λόγου, που φανέρωσε την έλλειψη κατανόησης του γλωσσικού ιδιώματος.  Η θεατρική παραγωγή επηρεάζεται από ένα κυρίαρχο σκηνοθετικό ύφος που εμποδίζει τα ρυθμικά και δυναμικά στοιχεία του διαλόγου που ερμηνεύουν οι ηθοποιοί. Και έτσι, ενώ η σκηνοθεσία ουσιαστικά έχει ως πρόθεση να αφήσει το κείμενο να ακουστεί, και να φανεί όλη η πρόθεση του Μολιέρου να αμφισβητήσει και να υπονομεύσει τους κοινωνικούς κανόνες και τα έθιμα της γαλλικής κοινωνίας του 17ου αιώνα, που επιμένουν μέχρι σήμερα, στην πραγματικότητα η παράσταση κουράζει με τη μάλλον ισότονη πρόοδο της.

Το πρόβλημα εντείνεται καθώς οι δυο βασικοί ρόλοι πάσχουν σημαντικά. Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος φαίνεται να προβληματίστηκε πολύ με την έμμετρη τονικότητα του λόγου, και είχε σημαντικές αστοχίες, οδηγούμενος σε μια ρηχή ερμηνεία, ενώ η Παρασκευή Δουρουκλάκη είναι εκτός κλίματος, τόσο σωματικά όσο και λεκτικά, με μια αμηχανία στη διαχείριση του μολιερικού λόγου που είναι προφανής καθόλη την παράσταση.

Αντίθετα, ο ασκημένος στο μουσικό και έμμετρο λόγο Γιώργος Γλάστρας ξεχωρίζει ως Ορόντο, όπως και η Ολια Λαζαρίδου που πάντα διακρίνεται για τη λεπτότητα και κωμικότητα της. Ομοίως ο Γιωργής Τσαμπουράκης ως Φιλέντ και η Νάνσυ Μπούκλη ως Ελιάντ είναι απολαυστικοί και πολύ σαφείς και σταθεροί στο λόγο και στην απόδοση των ρόλων τους. Η διακριτική παρουσία του Γιώργου Ψυχογιού έφερε τα μόνα ψήγματα βάθους στην παράσταση. Με θετικό πρόσημο οι Δημήτρης Ντάσκας, Βαγγέλης Δαούσης και Θεοδόσης Τανής.

Παρ’ όλα αυτά, η παράσταση στο σύνολό της δεν είχε ζωντάνια, με τις φευγαλέες περιπτώσεις ενέργειας να αποτελούν τη μόνη εξαίρεση.

Το πολύ θετικό στοιχείο της παράστασης ήταν τα κουστούμια: η απεικόνιση της Γαλλίας του 17ου αιώνα, που αναφέρεται ως Grand Siecle ή Great Century, σε ένα θεατρικό σκηνικό βρήκε ικανοποίηση στα πολυτελή σχέδια που φιλοτέχνησε η ενδυματολόγος Anna Maria Heinreich. Τα κοστούμια που χρησιμοποιήθηκαν στο έργο έπρεπε να είναι ιστορικά ακριβή, ανώτερης ποιότητας και αισθητικής και κατασκευάστηκαν στο Παρίσι από το «Atelier Caraco Anezou», το οποίο ήταν το ίδιο ίδρυμα που χρησιμοποιήθηκε στη γαλλική παραγωγή. Η βασιλική ενδυμασία που φορά η αυλή του Λουδοβίκου XIV είναι εντυπωσιακά όμορφη και συμβάλλει στην οπτική έλξη της παραγωγής. Αντίθετα, το σκηνικό που σχεδίασε ο Ferdinand Woegerbauer διαθέτει κυρίως ένα αραιά απεικονισμένο εξωτερικό της έπαυλης, με μεγαλύτερη εστίαση στους αντανακλαστικούς καθρέφτες που προσφέρουν σχολιασμό στα ψέματα που διαδίδονται από τους κατοίκους του. Μινιμαλ σκηνικό, μάλλον όχι τόσο λειτουργικό όσο θα περίμενε κανείς.

Στο σύνολο της η παράσταση παγιδεύτηκε στη σκηνοθετική ανάγκη για μινιμαλισμό, και ενώ κέρδισε στην όψη, έχασε σε συναίσθημα, μείωσε τις εντάσεις και τις επώδυνες καταστάσεις που βρίσκονται στα όρια του τραγικού με τη φάρσα, και τελικά παρέδωσε ένα χλιαρό αποτέλεσμα μακριά από την μολιερική σπιρτάδα.

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Λουΐζα Μητσάκου
Σκηνοθεσία: Peter Stein
Σκηνικά: Ferdinand Woegerbauer
Κοστούμια: Anna Maria Heinreich
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Περούκες: Κωνσταντίνος Σαββάκης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Δάφνη Λιανάκη
Οργάνωση Παραγωγής: Ντόρα Βαλσαμάκη
Διαδικτυακή Επικοινωνία – Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Ζουρνάς | Digital.gr
Παραγωγή: “ΘΕΑΜΑ ΑΚΡΟΠΟΛ”

Ερμηνεύουν

Βασίλης Χαραλαμπόπουλος

Γιωργής Τσαμπουράκης, Παρασκευή Δουρουκλάκη, Γιώργος Γλάστρας, Γιώργος Ψυχογιός, Δημήτρης Ντάσκας, Νάνσυ Μπούκλη, Αχιλλέας Σκεύης, Θεοδόσης Τανής, Νικόλας Μυλωνόπουλος, Βαγγέλης Δαούσης, Γιώργος Τριανταφύλλου

και η Όλια Λαζαρίδου στο ρόλο της Αρσινόης

Τα κοστούμια της παράστασης κατασκευάστηκαν στο Παρίσι, από το “Atelier Caraco Anezou” και είναι τα ίδια που χρησιμοποιήθηκαν στη γαλλική παραγωγή.

Τα παπούτσια της παράστασης κατασκευάστηκαν από τον οίκο υποδημάτων “Pompei Shoes”, στη Ρώμη.

Οι περούκες των Αλσέστ, Φιλάντ και Ορόντ κατασκευάστηκαν από την “Audelloteatro”, στο Τορίνο.

Επικοινωνία – Δημόσιες Σχέσεις: Όλγα Παυλάτου

 

 

 

1 σκέψη στο “Είδαμε το Μισάνθρωπο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά – Κριτική της Παράστασης”

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr