Το εμβληματικό έργο του Χρόνη Μίσσιου μεταφέρεται στη σκηνή από την ομάδα GAFF , συνεχίζοντας αυτή τη φορά στο Σύγχρονο θέατρο για δεύτερη χρονιά τις παραστάσεις, μετά τα απόλυτα sold out πέρυσι στο θέατρο 104, αποδεικνύοντας ότι ο πολιτικός λόγος του συγγραφέα είναι πάντα επίκαιρος. Μια εξομολόγηση διώξεων, συλλήψεων, φυλακίσεων και βασανιστηρίων.
- Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
- Ημερομηνία Δημοσίευσης 1/12/2023
Το κείμενο του Μίσσιου ρίχνει φως στη σκοτεινή περίοδο που ακολούθησε τον εμφύλιο, την αγριότητα με την οποία οι νικητές καταδίωξαν, φυλάκισαν, βασάνισαν και εκτέλεσαν πολλούς κομμουνιστές. Αφηγείται τις εμπειρίες του συγγραφέα, ανήλικου τότε, πολιτικού κρατούμενου σε διάφορες φυλακές: στο Γεντί Κουλέ, στην Κέρκυρα, στη νήσο Βίδο, τη Γυάρο , την Αλικαρνασσό , το Μακρονήσι, από το τέλος του Εμφυλίου και φτάνει ως τη χούντα το 1973. Ο Χρόνης Μίσσιος, Θεσσαλονικιός στην καταγωγή αλλά και στη νοοτροπία, απλός, ανόθευτος, περιγράφει τον σκοτεινό χώρο της φυλακής, τα βασανιστήρια, χωρίς καθωσπρεπισμούς, χωρίς ανούσιους εντυπωσιασμούς, χωρίς “υποδείγματα” ανθρώπινης συμπεριφοράς. Δίνει τους ανθρώπους στις φυσικές τους διαστάσεις. Με κρίση και αισθήματα αληθινά. Η αξία του αποδίδεται στην εντυπωσιακή ικανότητα του συγγραφέα να περιγράφει τα βιώματά του αποτυπώνοντας τα συναισθήματα και την καθημερινή βάσανο των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης και της δικτατορίας, στην εξορία και στις φυλακές.
Από τον ίδιο τον τίτλο, γίνεται ξεκάθαρο ότι μεταφέρεται η οπτική του συγγραφέα για τα γεγονότα της ζωής του και τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα. Το βάθος του πόνου, της πίκρας και της απογοήτευσής του αποτυπώνεται αριστοτεχνικά, χωρίς να αφήνει περιθώρια αμφιβολίας. Επιπλέον, υπάρχει μια λεπτή αλλά ισχυρή προειδοποίηση στα λόγια του, που υποδηλώνει ότι παρά τον ανάλαφρο τόνο, θα αναφερθεί στις πιο απογοητευτικές πτυχές της ζωής όπως τη βίωσε εκείνος. Το «…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», εννοεί ουσιαστικά ότι ο φίλος του που έφυγε είχε την τύχη να φύγει γρήγορα από αυτόν τον κόσμο, απέφυγε έτσι να γίνει μάρτυρας και ενδεχομένως να υπομείνει ορισμένες από τις πιο οδυνηρές, αλλά και συνάμα πιο ντροπιαστικές πλευρές του ανθρώπινου είδους. Το κυρίαρχο θέμα της τραγικής ειρωνείας διαποτίζει ολόκληρη την αφήγηση, καθώς ο συγγραφέας ξεχύνεται με την καρδιά του στον αποθανόντα φίλο και σταθερό σύντροφό του, ο οποίος δεν είναι πλέον φυσικά παρών. Μέσα από τη γραφή του, ο συγγραφέας επικοινωνεί μαζί τους, τις ενδόμυχες σκέψεις και τα συναισθήματά του. Η αμεσότητα του προφορικού του λόγου, που προδίδει μια γνήσια λαϊκή αφήγηση, όπως και η γεμάτη εκπλήξεις πλοκή του, θα επιτρέψουν στον Μίσσιο να υπερβεί το στενό πλαίσιο του αριστερού απομνημονεύματος και να φιλοτεχνήσει μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία με έντονα πολιτικό λόγο.
Η Παράσταση
Δεν είναι εύκολο να σταθείς απέναντι σε ένα τέτοιο κείμενο, όπως αυτό του Χρόνη Μίσσιου, τόσο ως δραματουργός όσο και ως σκηνοθέτης, και να προσπαθήσεις να το διασκευάσεις για το θέατρο. Ωστόσο, η Σοφία Καραγιάννη βυθίστηκε άφοβα στον πολύπλοκο κόσμο του, αγκαλιάζοντας τις μοναδικές του οπτικές. Η αφήγηση του έργου παίρνει μια κυκλική μορφή, που ενισχύεται από την άψογα χορογραφημένη κίνηση των ηθοποιών. Εύστοχα η Σοφία Καραγιάννη διατηρεί το πικρό χιούμορ του , μια νότα πίκρας που εκτοξεύεται σαν απωθημένο, ένα είδος καυτηριασμού που χολερικά ραντίζει το παρελθόν. Με επιμονή στην αρχιτεκτονική του κειμένου, η σκηνοθεσία διατηρεί όχι μόνο την αίσθηση των αναλογιών μέσα στην αφήγηση αλλά καθιστά σαφές και στο θεατή τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας χειρίζεται τον αφηγηματικό χρόνο, όπου οι αναδρομές και οι αρκετές παρεκβάσεις αντί να χαλαρώνουν τη ροή και το δέσιμο της παράστασης την κάνουν πιο υποβλητική, με ευρήματα που τονώνουν το ενδιαφέρον του θεατή.
Στο κέντρο της αίθουσας στέκεται ένα στρογγυλό τραπέζι, που χρησιμεύει ως χώρος συνάντησης όπου οι τέσσερεις πρωταγωνιστές συνυπάρχουν αρμονικά, χωρίς καμία ιεραρχική δομή – κάθε άτομο έχει τη δική του μοναδική ιστορία και προσφέρει τη δική του πολύτιμη συνεισφορά στη συλλογικότητα. Μεταβάλλοντας και ανταλλάσσοντας συνεχώς θέσεις, επικοινωνούν ένα πλήθος συναισθημάτων και εμπειριών, που κυμαίνονται από τεταμένα και δραματικά γεγονότα, μέχρι ιστορίες ανθεκτικότητας, φευγαλέες στιγμές ελπίδας, μικρές ανακουφίσεις, συντριπτική μοναξιά, βασανιστικό πόνο και ανελέητο μίσος. Κάθε αντικείμενο που στηρίζεται στο τραπέζι φέρει ένα συμβολικό βάρος, που αντιπροσωπεύει την πολυπλοκότητα των στιγμών που έζησαν. Ακόμη και η φαινομενικά απλή πράξη του τεμαχισμού ενός μήλου με ξέφρενη δύναμη μεταμορφώνεται σε ένα ισχυρό σύμβολο βίας, χειραγώγησης και της πανταχού παρούσας απειλής του φασισμού.
Αυτή η επιλογή καθρεφτίζεται από τις ερμηνείες των τεσσάρων ταλαντούχων ηθοποιών: Ιωσήφ Ιωσηφίδη, Δημήτρη Μάμιο, Κωνσταντίνο Πασσά και Γιάννη Μάνθο. Μαζί, δίνουν πνοή στα αστικά και μεταπολιτευτικά γεγονότα που απεικονίζονται στο έργο, διοχετεύοντας ουσιαστικά τις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα. Η ερμηνεία τους χαρακτηρίζεται από την αφθονία της σκηνικής παρουσίας και τη βαθιά κατανόηση του υλικού, με αποτέλεσμα μια πραγματικά σαγηνευτική και καθηλωτική θεατρική εμπειρία. Οι πολύ ικανοί και ταλαντούχοι ηθοποιοί όντες πανταχού παρόντες στη διάρκεια της παράστασης, καταθέτουν μεστές ερμηνείες επί σκηνής με αξιοσημείωτη ερμηνευτική ωριμότητα. Αποτελούν πράγματι μια καλοκουρδισμένη ομάδα και είναι αναντίλεκτα απολαυστικοί στο σωματικό παίξιμό τους.
Αφηγητής είναι ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, ο οποίος στο ρόλο του Μίσσιου, αποδίδει με δραματικότητα τις εσωτερικές διαδρομές του ήρωα του, επιδεικνύει μια βαθιά κατανόηση της ουσίας της προσωπικότητας που ερμηνεύει, και κουβαλά μια βαθιά αίσθηση πόνου, αγανάκτησης, θυμού, νοσταλγίας και απογοήτευσης. Πλάθει με δραματική δύναμη, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού με στιβαρότητα τον αφηγητή του.
Οι τρεις ερμηνευτές, Δημήτρης Μάμιος, Κωνσταντίνος Πασσάς και Γιάννης Μάνθος, μεταβαίνουν κυκλικά μεταξύ διαφορετικών θέσεων και αναλαμβάνουν διάφορους ρόλους, επιδεικνύοντας την μεγάλη ερμηνευτική ευελιξία τους. Είναι πραγματικά εκπληκτικό να βλέπουμε την απρόσκοπτη μεταμόρφωσή τους καθώς αλλάζουν τον τόνο, το βάδισμα και τις εκφράσεις του προσώπου τους. Αυτοί οι ταλαντούχοι ηθοποιοί περνούν από την ενσάρκωση πολιτικών κρατουμένων σε ποινικούς, μεταμορφώνονται άμεσα σε δεσμοφύλακες, ιερείς ή σε ραγισμένες μητέρες που δεν μπορούν πλέον να αναγνωρίσουν τα βασανισμένα παιδιά τους. Είναι μια εξαιρετική ερμηνευτική ομάδα.
Ο Μάνος Αντωνιάδης κόσμησε επιδέξια την παράσταση με την μουσική του, επιτρέποντας τη δημιουργία καθηλωτικών και ρευστών ηχοτοπίων. Mε παρόμοιο τρόπο, η Βασιλική Γώγου με το σχεδιασμό των φωτισμών της, παραπέμπει στις στοιχειώδεις εικόνες εξοριστικών τοπίων και τις οδυνηρές αφηγήσεις των γενναίων αγωνιστών. Ωστόσο καθοριστικό για την παράσταση είναι το σκηνικό της Γεωργίας Μπούρδα, με το στρωμένο τραπέζι, κατεξοχήν σημείο εξομολογήσεων και αναμόχλευσης της μνήμης για τους Έλληνες, με το κρασί, το ψωμί και τα φρούτα να γίνονται μέσο επικοινωνίας οδυνηρών στιγμών, αποχαιρετισμών και λύτρωσης.
Στο σύνολο της είναι μια από τις πιο σημαντικές θεατρικές στιγμές των τελευταίων ετών, που αποτυπώνει αποτελεσματικά τη βασική ουσία του βιβλίου μέσα από την ευρηματική σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη, μεταφέροντας το συγκλονιστικό κείμενο του Μίσσιου με επιτυχία στη σκηνή. Να τη δείτε οπωσδήποτε.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη
Δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Καραγιάννη, Μυρτώ Αθανασοπούλου
Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
Μουσική: Μάνος Αντωνιάδης
Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα
Φωτισμοί: Βασιλική Γώγου
Βοηθός σκηνοθέτη: Αθανασία Κυμπούρη
Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Trailer: Στέφανος Κοσμίδης
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή: GAFF
Ερμηνεία: Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης Μαμιός, Γιάννης Μάνθος