Το διάσημο ψυχολογικό θρίλερ της Πατρίσια Χάισμιθ, «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ» ανεβαίνει σε θεατρική μεταφορά και σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια, από τις 26 Ιανουαρίου, στο Θέατρο Ιλίσια – Βολανάκης.
- Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
- Ημερομηνία Δημοσίευσης 11/3/2024
«O Τoμ Ρίπλεϊ απεχθανόταν τον φόνο. Εκτός αν ήταν απολύτως απαραίτητος… ». Οι φράσεις στο οπισθόφυλλο του μυθιστορήματος της Πατρίσια Χάισμιθ «Ripley΄s Game» μένουν χαραγμένες στη μνήμη του αναγνώστη. Είναι εκείνες που αποκρυπτογραφούν με πιστότητα και πληρότητα την εικόνα ενός από τους πιο σκοτεινούς και γοητευτικούς αντιήρωες της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Πλαστογράφος, εγκληματίας, μηχανορράφος, ο Τομ Ρίπλεϊ είναι έτοιμος να ξεπεράσει τα όριά του.
Συναντώντας τον Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ για πρώτη φορά στο κείμενο της Χάισμιθ, ο ανυποψίαστος αναγνώστης μπορεί να περιμένει μια ιστορία για έναν κεντρικό χαρακτήρα, που εστιάζει στη ζωή και τις απόψεις ενός συγκεκριμένου ατόμου. Καθώς όμως η ροή προχωρά, οι προσδοκίες καταρρέουν. Η ταυτότητα του πρωταγωνιστή ως κοινωνικά αξιόπιστου αγγλοσάξονα άνδρα, όπως υποδηλώνει ο τίτλος «Mr. Ripley», σταδιακά αποδομείται και αποκαλύπτεται ότι είναι μια πρόσοψη. Στο τέλος του έργου της Χάισμιθ, ο αναγνώστης αποκτά μια ανεξίτηλη εντύπωση της οξύμωρης φύσης που ενυπάρχει στην επιλογή ενός περιοριστικού, τολμηρού και αποφασιστικού τίτλου για ένα λογοτεχνικό έργο που επικεντρώνεται στις ιδιότροπες, άπιαστες και άφατες πτυχές της ύπαρξης..
Στον αινιγματικό και κρυφό τρόπο ζωής του Ripley, είναι σε θέση να επιδείξει την ικανότητά του για εξαπάτηση και μεταμόρφωση, αποδίδοντας αυτή τη διαρκώς μεταβαλλόμενη φύση στις προσωπικές και φιλοσοφικές του αποφάσεις. Ίσως δεν έχει υπάρξει άλλος ήρωας στη λογοτεχνία που να εκπροσωπεί την κοινοτοπία του κακού, όπως την όρισε η Χάνα Άρεντ. Και, αν και η απόσταση μεταξύ πράξεων όπως, αφενός, η λογιστική απάτη και, αφετέρου, ο δολοφονικός σφετερισμός της ταυτότητας και της περιουσίας κάποιου άλλου, μπορεί να είναι μεγάλη, ο Ρίπλεϊ το καλύπτει με μεγάλη ευκολία. Έτσι, εναλλάσσοντας ονόματα, ιδιότητες, διευθύνσεις, συνήθειες, φυσική εμφάνιση και στάση, ο Ripley δείχνει μια μοναδική ετοιμότητα να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της κάθε στιγμής. Με την ενδυμασία, τα στολίδια και το μακιγιάζ του, μαζί με τα αιχμηρά του ένστικτα και την παράξενη ικανότητά του να εμβαθύνει στις ενδόμυχες σκέψεις και συναισθήματα των άλλων, είναι ξεκάθαρο ότι είναι δεξιοτέχνης της μεταμφίεσης, επιδεικνύοντας απαράμιλλη ευελιξία και επαγρύπνηση. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές όταν εμβαθύνει στην ψυχή του συνομιλητή του, αποκρυπτογραφώντας τις σκέψεις του και προβλέποντας τις πιθανές ενέργειές του, δείχνοντας την κοινωνικοπάθεια του στη μάχη για ύπαρξη. Σε τέτοιες στιγμές, η αφήγηση, ενώ διχάζεται στις πιθανές παράλληλες πραγματικότητες που επινόησε το παραγωγικό μυαλό του Ρίπλεϊ, γίνεται ασφυκτική και ιλιγγιώδης, απεικονίζοντας έτσι την παγίδα που έχει στηθεί σχολαστικά για όποιον τον συναντά.
Αυτή είναι η θεωρητική βάση στην οποία πατά ο Πέτρος Ζούλιας στην παράσταση του, ελάχιστα όμως καταφέρνει να την προσεγγίσει πραγματικά. Δυο είναι τα βασικά προβλήματα της παράστασης του: το πρώτο είναι ότι στην περιοριστική σκηνή του Θεάτρου Ιλίσια, ο Ζούλιας έστησε ένα μικροαστικό σκηνικό, που ναι μεν ταιριάζει στην ζωή του Ρίπλει από την οποία προσπαθεί να ξεφύγει, εντούτοις δεν έχει κανένα στοιχείο της ομορφιάς και της κομψότητας της ζωής του Ντίκι που τόσο πολύ πόθησε.
Οι περιγραφές της Χάισμιθ για την ηλιόλουστη Ιταλία, την ξεγνοιασιά και την παιδιάστικη σχεδόν αντιμετώπιση της ζωής από τον Ντίκι δεν υπάρχουν πουθενά – αντίθετα, στη σκηνή του Ιλίσια έχουμε ένα σταθερό, σχεδόν βαρετό, περιοριστικό σκηνικό (Άννα Ζούλια), που δίνει τον τόνο και για τη ροή της παράστασης. Στο κείμενο της Χάισμιθ, ο Ρίπλει ξεδιπλώνει την ευαισθησία του με τον ενθουσιασμό και το θαυμασμό του για τις Ευρωπαϊκές εμβληματικές πόλεις. Ο ενθουσιασμός του για την Ευρώπη, η προσδοκία του να την εξερευνήσει και η φροντίδα με την οποία ενσωματώνει την ευρωπαϊκή τέχνη στην καθημερινή του ζωή φανερώνουν ότι για αυτόν η Ευρώπη, ως λίκνο της τέχνης και του πολιτισμού, είναι ένας τόπος όπου κατεξοχήν κανείς μπορεί και οφείλει να απαλλαγεί από τη μιζέρια, να αναζητήσει την καλαισθησία, να βιώσει το ιδανικό και το υψηλό. Το μοναδικό στοιχείο της παράστασης που θυμίζει κάτι από όλα αυτά, αλλά κυρίως από τον Ντίκι και την ατμόσφαιρα που προσπάθησε να περιγράψει η Χάισμιθ είναι τα κουστούμια του Νίκου Αποστολόπουλου, ο οποίος κατάφερε να αποδώσει το στυλ του Γκρίνλιφ και του Φρέντι Μάιλς, και να προσθέσει ομορφιά στο τόσο επίπεδο σκηνικό.
Η σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια παρακάμπτει βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Ρίπλει, με αποτέλεσμα να έχουμε μια πιο μονοδιάστατη, και σαφώς πιο επιδερμική προσέγγιση. Αυτή η επιλογή τονίζεται και από τη βασική ερμηνεία του Μιχάλη Συριόπουλου, ο οποίος, αν και πολύ καλός ηθοποιός, στην περίπτωση του Ρίπλει παγιδεύεται σε μια υπεραπλούστευση που ίσως αποτελεί και σκηνοθετική διδασκαλία, αλλά σε κάθε περίπτωση αποτελεί και το μεγαλύτερο μειονέκτημα της παράστασης. Ο Συριόπουλος απευθύνεται υπερβολικά στο κοινό, ενώ τα ευφυολογήματα και οι «ατάκες» του, με περίσσιο αταίριαστο χιούμορ, προκαλούν ανά στιγμές σπαρταριστά γέλια στο κοινό – μια μάλλον παράδοξη συνθήκη για τον κύριο Ρίπλει. Η ομοερωτικότητα του έχει υπερτονιστεί, εκφράζεται και υπερ-εξηγείται με κάθε ευκαιρία, ενώ οι στιγμές που ο Συριόπουλος βυθίζεται στη σκοτεινιά του ήρωα του είναι ελάχιστες, με την ερμηνεία του να είναι σχεδόν τηλεοπτικά στυλιζαρισμένη. Παρόλα αυτά, η σκηνή της μεταμόρφωσης του σε Ντίκι, με τον Ταμπακάκη ως καθρέφτη του, εγγράφεται ως εξαιρετική.
Ο Μιχαήλ Ταμπακάκης σε μια αρκετά ισορροπημένη ερμηνεία, συναντιέται με το ναρκισσιστικό χαρακτήρα του Ντίκι, και αποπνέει αυτή την αβίαστη, αυθόρμητη ευκολία που φτιάχνει έναν πλούσιο playboy που δεν ήθελε ποτέ τίποτα πραγματικά. Η ομοφυλοφιλία του Ντίκι παραμένει επαρκώς λανθάνουσα, όπως την εμπνεύστηκε η Χάισμιθ, ενώ το εύρημα να ακολουθεί ο νεκρός Ντίκι τον Ρίπλει δίνει κάποιες από τις καλύτερες στιγμές της παράστασης.
Η Ήβη Νικολαΐδου ως Μαρτζ είναι επαρκής, ωστόσο και πάλι η αφόρητα ενοχλητική, για τον Ripley, ελαφρότητά της, η προσήλωσή της στην κατανάλωση αγαθών (φαγητό, αρώματα, οικιακές συσκευές), καθώς και η επιμονή της στη σύναψη ερωτικού δεσμού και, πιθανώς, συμβατικού γάμου με τον Dickie, δεν είναι στοιχεία που σκηνοθετικά πέρασαν ποτέ στη σκηνή.
Ο Γιάννης Αθανασόπουλος δίνει έναν πολύ ενδιαφέροντα Φρέντι Μάιλς – σε έναν ρόλο που ίσως σφραγίστηκε κινηματογραφικά από τον κορυφαίο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν – με όλη την αυθάδεια, την αλαζονεία του πλούτου και τη μισαλλοδοξία του ήρωα του. Επαρκής και ως αστυνομικός – αν και δεν είναι ακριβώς κατανοητή η επιλογή του να ερμηνεύσει δυο ρόλους κομβικής σημασίας.
Ενδιαφέρουσα η μουσική επένδυση από το Γεράσιμο Ευαγγελάτο, με την άρια Una furtiva lagrima να κλείνει την παράσταση, προσδίδοντας συναίσθημα στο αλλόκοτα αλλαγμένο τέλος της παράστασης. Ατμοσφαιρικοί και ταιριαστοί οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα.
Στο σύνολο της είναι μια παράσταση πολύ επεξηγηματική, λιγότερο από το αναμενόμενο σκοτεινή, ελάχιστα συναρπαστική, που αφήνει ένα αίσθημα συνολικής απογοήτευσης στο τέλος για μια χαμένη ευκαιρία, δεδομένων των καλών συντελεστών.
Η ταυτότητα της παράστασης
Θεατρική Μεταφορά – Σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας, Μετάφραση από το πρωτότυπο κείμενο: Ανδρέας Αποστολίδης (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ), Σκηνικά: Άννα Ζούλια, Μουσική επιμέλεια & Ηχητικός σχεδιασμός: Γεράσιμος Ευαγγελάτος, Σχεδιασμός φωτισμών: Μελίνα Μάσχα, Βοηθοί Σκηνοθέτη: Μαριάννα Τουντασάκη, Χριστίνα Μπαρίτα, Φωτογραφίες: Διονύσης Κούτσης, Τρέιλερ: Βασίλης Καγκελάρης
Δημιουργία Κοστουμιών: Νίκος Αποστολόπουλος
ΠΑΙΖΟΥΝ
Μιχάλης Συριόπουλος, Μιχαήλ Ταμπακάκης, Ιωάννης Αθανασόπουλος, Ήβη Νικολαΐδου