Η ζωή και το έργο της τραγουδίστριας Στέλλας Χασκίλ γίνονται η έμπνευση για τη μουσική παράσταση που γράφει και σκηνοθετεί o Θέμης Μουμουλίδης, στο θέατρο Μικρό Γκλόρια, με τη Μαριάννα Πολυχρονίδη στον ομώνυμο ρόλο.
- Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
- Ημερομηνία Δημοσίευσης 3/2/2025
Η Στέλλα Χασκίλ ήταν μια φωνή που σημάδεψε τον ελληνικό λαϊκό μουσικό κόσμο, μια ψυχή γεμάτη μελωδίες που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στον χρόνο. Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, το 1918, ένα χρόνο μετά τη μεγάλη πυρκαγιά που άλλαξε για πάντα το πρόσωπο της πόλης, η Στέλλα έμελλε να γίνει η ίδια μια φλόγα που φώτισε το λαϊκό τραγούδι, έστω και για λίγο. Με τη μοναδική χροιά της, ερμήνευσε με πάθος και αυθεντικότητα τις μεγάλες επιτυχίες του Βασίλη Τσιτσάνη, του Απόστολου Καλδάρα, του Μανώλη Χιώτη, του Παναγιώτη Τούντα και πολλών άλλων σπουδαίων δημιουργών. Η φωνή της δεν ήταν απλώς ένα μουσικό όργανο· ήταν η ίδια η ψυχή της λαϊκής τάξης, των απλών ανθρώπων που έβρισκαν στις νότες της παρηγοριά, νοσταλγία και ελπίδα.
Εβραϊκής καταγωγής, η Στέλλα Χασκίλ έζησε το απόλυτο σκοτάδι του Ολοκαυτώματος, την αδιανόητη φρίκη της γενοκτονίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Επιβίωσε από μια εποχή όπου η ίδια η ύπαρξη ήταν αβεβαιότητα, κουβαλώντας μέσα της μνήμες που ποτέ δεν ξεθώριασαν. Ήταν φίλη και συνοδοιπόρος της μεγάλης Ρόζας Εσκενάζυ, της θρυλικής φωνής του ρεμπέτικου.
Έφυγε νωρίς, στα μόλις 36 της χρόνια, σαν ένα τραγούδι που κόπηκε απότομα, αφήνοντας όμως πίσω της ένα ανεκτίμητο μουσικό αποτύπωμα.
Το έργο παρακολουθεί παράλληλα με τη ζωή της και τη ραγδαία κοινωνική μεταμόρφωση της Ελλάδας – και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Γενοκτονία των Ποντίων, η πόλη γέμισε πρόσφυγες, ανθρώπους που έχασαν τα πάντα και πάλευαν να ριζώσουν ξανά. Σε αυτή τη νέα, πολυπολιτισμική κοινωνία, το τραγούδι έγινε καταφύγιο, ένα απάγκιο για τους λαϊκούς ανθρώπους που έψαχναν μέσα από τις μελωδίες λίγη ζεστασιά, λίγη παρηγοριά.
Το έργο βασίζεται στη μυθιστορηματική βιογραφία της Έφης Μαχιμάρη, Ήταν κισμέτ – γιατί ίσως, πράγματι, το πεπρωμένο να είχε ήδη γραφτεί για τη σπουδαία Στέλλα Χασκίλ. Και όμως, η φωνή της ακόμα αντηχεί, σαν ψίθυρος από το παρελθόν, σαν μια γλυκιά μελωδία που δεν σβήνει ποτέ. Μέσα από τον συγκλονιστικό μονόλογο της Μαριάννας Πολυχρονίδη, το κοινό έρχεται αντιμέτωπο με τη ζωή, τις δυσκολίες, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις μιας γυναίκας που έζησε και τραγούδησε με πάθος, αλλά που παρέμεινε στη σκιά των μεγάλων ονομάτων της εποχής της.
Μια συγκινητική αναβίωση μιας ξεχασμένης φωνής
Η σκηνοθεσία και η δραματουργική προσέγγιση του έργου καταφέρνουν να ζωντανέψουν την προσωπικότητα της Στέλλας Χασκήλ, χωρίς περιττές εξιδανικεύσεις. Μέσα από την εξομολογητική αφήγηση, το έργο σκιαγραφεί τη δύσκολη πορεία της από τα χρόνια της Κατοχής και τις διώξεις λόγω της εβραϊκής της καταγωγής, τον οικογενειακό πόνο και τις απώλειες, μέχρι την καταξίωση της ως τραγουδίστριας του ρεμπέτικου και τη σκληρή μάχη της με την αρρώστια της.
Το κείμενο είναι γραμμένο με ευαισθησία και βαθιά γνώση της εποχής. Ο Θέμης Μουμουλίδης έχει κάνει μια εξαιρετική διασκευή, προσθέτοντας στοιχεία της περιρρέουσας κοινωνικοπολιτικής συνθήκης, δίνοντας ταυτόχρονα έμφαση όχι μόνο στη μουσική διαδρομή της Χασκίλ, αλλά και στο ψυχολογικό της βάθος, τις αγωνίες και τις προσωπικές της αναζητήσεις. Παραδίδει ένα μεγάλο μονόλογο που σφύζει από ζωντάνια, που είναι γεμάτος από εικόνες και μνήμες, γεμάτος δύναμη, σπαραγμό και αγάπη για το ρεμπέτικο, για τη ζωή και τους ανθρώπους ωστόσο δεν πρόκειται για μια απλή αναδρομή στα γεγονότα της ζωής της, αλλά για ένα βιωματικό ταξίδι στην ψυχή μιας γυναίκας που έζησε στο περιθώριο και που, παρά την επιτυχία της, έμεινε αδικαιολόγητα στη σκιά άλλων μεγάλων ονομάτων.
Αξίζουν ιδιαίτερη μνεία τα στοιχεία για το ρεμπέτικο που παρουσιάζονται στην παράσταση, ένα μουσικό είδος που κυνηγήθηκε ιδιαίτερα, κυρίως από τον Μεταξά. Όμως, όπως τονίζεται και στην παράσταση, τα τραγούδια του ρεμπέτικου – πολλά από αυτά είναι αριστουργήματα – λειτουργήσαν ως κοινωνικό καταφύγιο, γιατί τι άλλο είναι εκτός από εξομολόγηση πόνου το ρεμπέτικο; Έχουν μια πολυσημία μέσα στην κυριολεξία τους, ένα λόγο καθαρό, άμεσο και κυριολεκτικό που πλησιάζει την αγνή ποίηση, και για το λόγο αυτό έγιναν μέσα στο χρόνο η φωνή του ανυπότακτου.
“Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική, την κίνηση. Από τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, με ένστικτο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές, σαν φτάνει στα όρια της τελειότητας, θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία… Κάποτε θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίζουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούρια ζωή μάς επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Ομως εμείς θα ‘χουμε στο μεταξύ πια νιώσει τη δύναμή τους“. Άνοιξη του 1949, στο Θέατρο Τέχνης – ο Μάνος Χατζιδάκις μιλά για τη δύναμη του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Η Μαριάννα Πολυχρονίδη δίνει μια γήινη, εσωτερική και αληθινή ερμηνεία, καταφέρνοντας να μεταφέρει στο κοινό όλο το βάρος και τη μελαγχολία της ηρωίδας της. Χωρίς υπερβολές και θεατρικούς εντυπωσιασμούς, δημιουργεί έναν συγκινητικό και αληθινό μονόλογο, μέσα από τον οποίο αποκαλύπτεται μια γυναίκα ευαίσθητη, τραγική, αλλά και δυνατή, με πάθος για τη ζωή και τη μουσική. Η Μαριάννα Πολυχρονίδη με αμεσότητα και οικειότητα μας κατέστησε συμμέτοχους στην περιπέτεια και το δράμα της εποχής και με τη γνησιότητα της υποκριτικής της δύναμης άγγιξε τις καρδιές μας, αποτυπώνοντας τη μελαγχολία, το πάθος και την αγάπη της Στέλλας Χασκίλ για τη μουσική.
Η φωνή της, με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής – έξοχη η μουσική προσθήκη των αδελφών Ξηντάρη, που είναι όχι μόνο λειτουργική αλλά και ιδιαίτερα άμεση- δίνει πνοή στα τραγούδια της Χασκίλ, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα νοσταλγίας και συγκίνησης. Οι ερμηνείες της δεν είναι απλές αναπαραγωγές, αλλά αναδύουν την ψυχική φόρτιση και τη βιωματική ένταση που κουβαλούσε η ηρωίδα της στα τραγούδια της.
Η σκηνοθεσία είναι λιτή και ατμοσφαιρική, αφήνοντας χώρο στην ερμηνεύτρια να αναδείξει το συναίσθημα μέσα από την κίνησή της και τη μουσική. Το σκηνικό είναι μινιμαλιστικό, ενώ οι φωτισμοί παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της ατμόσφαιρας, καθώς σκιές και χρώματα ενισχύουν την αίσθηση της αναπόλησης και της εσωτερικής πάλης. Τα μουσικά μέρη εναλλάσσονται οργανικά με το λόγο, δημιουργώντας μια εμπειρία που ισορροπεί ανάμεσα στο θέατρο και τη μουσική παράσταση.
Στο σύνολο της «Η Άλλη Στέλλα» είναι μια βαθιά ανθρώπινη και συγκινητική παράσταση, που επαναφέρει στο προσκήνιο μια σπουδαία γυναικεία φωνή της ελληνικής μουσικής. Η παράσταση δεν απευθύνεται μόνο στους λάτρεις του ρεμπέτικου, αλλά σε όλους όσοι αγαπούν το θέατρο που συγκινεί, που αφηγείται ιστορίες ξεχασμένων ανθρώπων και που φέρνει στο φως γυναικείες φωνές που άξιζαν περισσότερη αναγνώριση. Είναι μια παράσταση που αξίζει να δείτε, για το εξαιρετικό κείμενο και την υπέροχη Μαριάννα Πολυχρονίδη.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
ΘΕΜΗΣ ΜΟΥΜΟΥΛΙΔΗΣ
Η άλλη Στέλλα
βασισμένο στο μυθιστόρημα της Έφης Μαχιμάρη ήτανε κισμέτ
Κείμενο | Σκηνοθεσία | ΘΕΜΗΣ ΜΟΥΜΟΥΛΙΔΗΣ
Σκηνικός χώρος | ΜΙΚΑΕΛΑ ΛΙΑΚΑΤΑ
Κοστούμια | ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΡΜΑ
Πρωτότυπη Μουσική | ΛΙΝΑ ΖΑΧΑΡΗ
Video |Artwork | ΘΩΜΑΣ ΠΑΛΥΒΟΣ
Επικοινωνία | ΕΙΡΗΝΗ ΛΑΓΟΥΡΟΥ
Φωτογραφίες | ΕΛΙΝΑ ΓΙΟΥΝΑΝΛΗ
Make-up Artist | Olga Falei
Social Media | AD4ART ΚΑΛΛΗ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ
Οργάνωση παραγωγής | ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΜΟΥΜΟΥΛΙΔΗΣ
Παραγωγή | ΕΠΟΧΗ ΤΕΧΝΗΣ
Το ρόλο της Στέλλας Χασκίλ ερμηνεύει
η ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΗ
Συμμετέχουν οι μουσικοί ΑΝΤΩΝΗΣ και ΘΟΔΩΡΗΣ ΞΗΝΤΑΡΗΣ