Κριτική Στέλιος Αντωνιάδης
H αγριόπαπια ή η Για τη ζωή και το έργο του Henric Ibsen έχω γράψει σε προηγούμενες κριτικές που έχουν δημοσιευτεί στο βιβλίο μου «ΚΡΙΤΙΚΗ» αλλά και στη μόνιμη στήλη της Εφημερίδας «Ο Πολίτης» στην οποία γράφω κριτική θεάτρου. Το ίδιο ισχύει και για τις αναρτήσεις μου στη θεατρική ιστοσελίδα, «mytheatro.gr». Το μόνο ίσως που θα πρέπει να υπενθυμίσω είναι ότι τα έργα του μεγάλου αυτού συγγραφέα παίζονται και σε πολύ μεγάλο βαθμό αρέσουν, επί 130 και πλέον χρόνια μετά από την πρώτη παρουσίασή τους. Παρόλο που από τότε γράφτηκαν πάρα πολλά θαυμάσια έργα, από ιδιαίτερα σημαντικούς και ταλαντούχους συγγραφείς, δεν υπάρχει χώρα που να μην συμπεριλαμβάνει στο ετήσιο δραματολόγιο της και κάποιο δικό του έργο.
Η Αγριόπαπια, πρώτη θεατρική παρουσίαση στις 9 Ιανουαρίου του 1885 στη Νορβηγία και από τότε σε όλα τα θέατρα του κόσμου, έχει επίσης πολλές φορές παρουσιαστεί σε κινηματογραφικές (από το 1926 έως το 2015) και τηλεοπτικές ταινίες, είναι νομίζω ένα από τα καλύτερα του έργα. Ένα έργο για την ανάπτυξη του οποίου τα στενά όρια μιας θεατρικής κριτικής είναι πολύ στενά, πάρα πολύ στενά. Χρειάζονται δοκιμιακού χαρακτήρα μεγέθη, και αναλύσεις τύπου διδακτορικής διατριβής. Το βασικό ερώτημα πιστεύω ότι είναι το κατά πόσο τα ψέματα είναι απαραίτητα στη ζωή μας. Φυσικά και αναφερόμαστε στα κατά συνθήκη ψεύδη και όχι στα ψεύδη κακοήθειας, κακεντρέχειας, ζήλειας, μοχθηρίας και άλλων ταπεινών ενστίκτων.
Τα ψέματα στα οποία αναφερόμαστε είναι εκείνα που χωρίς τη χρησιμοποίηση τους η ζωή μπορεί να είναι πολύ δύσκολη και σκληρή ακόμα και όχι ανεκτή (η αρετή της αλήθειας και τα απαραίτητα ψεύδη). Τι είναι πιο καλό; Να αφήσουμε τους σκελετούς στα ντουλάπια, αγνοώντας την ύπαρξη τους ή να αρχίσουμε να σκαλίζουμε το κάθε ντουλάπι ξεχωριστά, να τους βγάζουμε στη μέση με αποτέλεσμα να χαλάμε τη ζωή μας; Να κρύβουμε, έστω και προσωρινά, τις ασκήμιες κάτω από το χαλί ή να τις αφήνουμε να μας ενοχλούν στην όραση. Να τα βγάζουμε όλα στο φως χωρίς να φοβόμαστε αυτά που το φως θα δήξει, όπως αναρωτιέται και ο μεγάλος και πάντα επίκαιρος Καβάφης; Είναι ο άνθρωπος τόσο δυνατός που να αντέχει πάντα την αλήθεια; Τι είναι πιο χρήσιμο, ωφέλιμο, υγιεινό, ευχάριστο και σωστό, να ζει κανείς ευτυχισμένος χωρίς να ψάχνει για πράγματα που θα τον στενοχωρήσουν ή να ξέρει όλη την αλήθεια και να ζει ολόκληρη ή έστω και ένα μέρος της ζωής του μέσα στην πίκρα, τη δυστυχία ή ακόμα και τη ντροπή, για πράγματα που ο ίδιος δεν έφταιξε και που προέκυψαν από διάφορες ατυχίες, δυστυχίες, κακοτυχίες;
Το έργο
Η Αγριόπαπια είναι ένα έργο στο οποίο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολλούς συμβολισμούς που η ερμηνεία τους χρειάζεται σκέψη ή και ανάγνωση κάποιας κατατοπιστικής θεατρικής κριτικής. Λακωνικά θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα έργο που έχει ως κύριο θέμα τη χρησιμότητα της δημιουργίας ενός ατομικού σύμπαντος για τον καθένα, όπου μπορεί μέσα σε αυτό να ζει ευτυχισμένος. Δεν υπάρχει λόγος για έναν σχετικά περιορισμένων δυνατοτήτων φυσιολογικό άνθρωπο να ζει μέσα στη γνώση της δυστυχίας για την ανεπάρκεια του ενώ μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες αληθινές ή και όχι αληθινές που θα του επιτρέψουν όμως να ζει μια ευτυχισμένη ζωή. Δεν είναι ανάγκη π.χ. ένας όχι όμορφος άνθρωπος να ζει μέσα στη δυστυχία της ασχήμιας του ενώ μπορεί, έστω και με κάποιες βελτιώσεις, να αισθανθεί πολύ καλύτερα πιστεύοντας στη χάρη στην εξυπνάδα, στην προσωπικότητά του και στον χαρακτήρα που διαθέτει, και που πράγματι μπορεί να διαθέτει, χαρίσματα τα οποία κάνουν την ασχήμια του να μην φαίνεται.
Στην πρώτη σκηνή του έργου, στη διάρκεια μιας δεξίωσης που παραθέτει ο πάτερ φαμίλιας, το μεγάλο αφεντικό της οικογένειας, ο επιτυχημένος και πλούσιος επιχειρηματίας πατέρας Χάκον Βέρλε (Θέμης Πάνου), εμφανίζεται ο γιός του Γκρέγκερς Βέρλε (Γιάννος Περλέγκας) που τον μισεί θανάσιμα για τη συμπεριφορά του προς τη μητέρα του η οποία είναι πλέον νεκρή, αφού έζησε μέσα στη δυστυχία λόγω των διαφόρων καταστάσεων που δημιουργούσε ο πατέρας του (ο χαρακτήρας είναι εμπνευσμένος από τον ίδιο τον πατέρα του συγγραφέα). Ανάμεσα στις πολύ κακές πράξεις του πατέρα συμπεριλαμβάνεται και η κακοποίηση της εργαζόμενης στο σπίτι του νεαρής η οποία δεν κατορθώνει να ξεφύγει από τις ερωτικές του διαθέσεις. Τελικά όμως ο ερωτικός δεσμός δίνει τον ανεπιθύμητο καρπό του με την εγκυμοσύνη της νεαρής. Παρόλο που στο έργο αλλά και σε κάποιες αναλύσεις του έργου, ο πατέρας φαίνεται πολύ σκληρός εμένα δεν μου φάνηκε έτσι και να διευκρινίσω γιατί.
Πρώτα από όλα για να δημιουργήσει κανείς άποψη πρέπει να αναλογιστεί τα ήθη και έθιμα (καλά ή κακά) που δεν ήταν ασυνήθη εκείνη την εποχή. Σε πόσες βιογραφίες, πόσα έργα βλέπουμε ότι ο ήρωας, μονάρχης, λογοτέχνης, καλλιτέχνης κτλ είναι νόθος γιός (ή κόρη) του αφεντικού που μπορεί να ήταν βασιλιάς, φεουδάρχης ή ακόμα και ένας μέτριων οικονομικών άντρας που είχε εργαζόμενες γυναίκες στην υπηρεσία του (μην πει κανείς ότι δεν υπάρχουν τέτοια περιστατικά στις μέρες μας, η επικαιρότητα διαψεύδει). Ο πατέρας έχοντας συνείδηση του δυσάρεστου αποτελέσματος της ερωτικής του παραφοράς φροντίζει να κάνει αυτό που επίσης είναι πολύ γνωστό, να «κουκουλώσει» την κατάσταση και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Έτσι βοηθάει τον γιό, Γιάλμαρ Έκνταλ (Γιάννης Κότσιφας), ενός πρώην συνεταίρου του, του Γέρο Έκνταλ (Γιώργος Μπινιάρης) με τον οποίο είχε και κάποια δυσάρεστη δοσοληψία, που έφτασε μέχρι τη φυλάκιση του, να σπουδάσει και να γίνει φωτογράφος αλλά και να παντρευτεί την εγκυμονούσα κακοποιημένη νεαρή χωρίς φυσικά να γνωρίζει οτιδήποτε για την όλη ιστορία και πιστεύοντας έτσι πως το παιδί που γεννήθηκε είναι δικό του (αργότερα αφήνει κληρονομιά ένα σημαντικό ποσό στον γέρο Έκνταλ το οποίο μετά τον θάνατό του θα παίρνει η εγγονή του). Το ζευγάρι «δένει» και ζει μια ευτυχισμένη ζωή μεγαλώνοντας την κόρη που είναι ένα αξιαγάπητο πλάσμα το οποίο έχει ιδιαίτερα ζεστή σχέση με τον πατέρα του προκαλώντας όμως ταυτόχρονα και μεγάλη θλίψη γιατί χάνει σταδιακά την όρασή της.
Ο φωτογράφος όντας ελαφρώς τεμπελάκος βολεύεται και απολαμβάνει τις περιποιήσεις της συζύγου του. Μπορεί πίσω από την ευτυχία τους να υπάρχει κάποιο ψέμα αλλά αυτό δεν το γνωρίζει ούτε ο πατέρας ούτε και η κόρη. Την όλη ισορροπία έρχεται να χαλάσει ο γιός του αφεντικού που ταυτόχρονα είναι στενός φίλος του φωτογράφου, αποκαλύπτοντας τα μυστικά, μάλλον υποκινούμενος από το μίσος προς τον πατέρα του το οποίο αυξάνει η ανακοίνωση του επικείμενου γάμου του με την όμορφη Κυρία Σέρμπι (Άννα Μάσχα). Δεν εκδηλώνει τα κίνητρά του αλλά η προσπάθειά του επενδύεται από την ηθική και τα πιστεύω του για το ότι δεν πρέπει να ζει κανείς μια ζωή που βασίζεται σε ένα ψέμα. Τελικά με τις όποιας αιτιολογίας απόψεις του προκαλεί απίστευτο πόνο και δυστυχία με αποκορύφωμα την αυτοκτονία της μικρής, ηλικίας δεκατεσσάρων χρόνων κόρης, που δεν μπορεί να ζει χωρίς την αγάπη του πατέρα της ο οποίος γνωρίζει πλέον ότι δεν είναι δική του κόρη. Με λίγα λόγια η αποκάλυψη της αλήθειας που σκοτώνει και που κάνει κακό, πολύ κακό σε όλους. Η αγριόπαπια είναι ένα έργο με πολλούς συμβολισμούς. Το ελεύθερο και άγριο αυτό πουλί αντί να ζει ελεύθερο στη θάλασσα, στα δάση, πετώντας στον ουρανό, ζει στην αιχμαλωσία περιορισμένο σε ένα κηπάριο στο πίσω μέρος του σπιτιού, μετά από έναν τραυματισμό, συμβολίζει την «αιχμαλωσία» σε ένα περιβάλλον που δεν είναι αληθινό, κάτι που συμβαίνει και στην οικογένεια Έκνταλ (το ίδιο αισθάνεται και ο Ίπσεν για τη δική του ζωή). Στο κηπάριο αυτό ο γέρο Έκνταλ, παλιός σπουδαίος κυνηγός, διατηρεί την ψευδαίσθηση του κυνηγίου (υπάρχουν περιστέρια και κουνέλια).
Ο φωτογράφος που ρετουσάρει τις φωτογραφίες και έτσι βελτιώνει και τη δική του ζωή και ύπαρξη. Η γουρσουζιά του δέκατου τρίτου στο τραπέζι. Υπάρχουν πολλοί ακόμα συμβολισμοί επάνω στο ίδιο θέμα του να ζει κανείς ευτυχισμένος σε έναν κόσμο που στηρίχτηκε σε κάποιο αρχικό κατά συνθήκη ψεύδος, ένα ψεύδος όμως που προσφέρει ευτυχία αποδεικνύοντας έτσι πως κάποια ψεύδη είναι απαραίτητα για την ύπαρξη μας.
Συντελεστές
Στη μετάφραση του Δημήτρη Τάρλοου διέκρινα κάποια μικρά, όχι όμως σημαντικά, λάθη. Η απόδοση και η σκηνοθεσία έχουν ένα σοβαρό πρόβλημα, το πρόβλημα του χρόνου. Κυρίως στην αρχή η παράσταση σέρνεται, οι ρυθμοί είναι πολύ σιγανοί και η διάρκεια των τριών ωρών, έστω και με το δεκάλεπτο διάλειμμα, κουράζει. Ίσως ο καλός σκηνοθέτης κύριος Τάρλοου θα έπρεπε να πάρει τα πρέποντα χρονικά μέτρα Τα σκηνικά κι τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου δεν είναι κακά. Η Μουσική (Nalyssa Green) πολύ καλή το ‘ίδιο και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου Συνεργάτις Δραματουργός: Έρι Κύργια Σκηνοθεσία κινηματογραφικού μέρους: Χρήστος Δήμας Βοηθοί Σκηνοθέτη: Δήμητρα Κουτσοκώστα, Ελένη Μιχαηλίδου, Μάγδα Καυκούλα Φωτογραφίες – trailer παράστασης: Βάσια Αναγνωστοπούλου Διανομή: Βέρλε: Θέμης Πάνου Γκρέγκερς Βέρλε: Γιάννος Περλέγκας Γερο-Έκνταλ: Γιώργος Μπινιάρης Γιάλμαρ Έκνταλ: Γιάννης Κότσιφας Γκίνα Έκνταλ: Λένα Δροσάκη Χέντβικ: Σίσσυ Τουμάση Κυρία Σέρμπι: Άννα Μάσχα Ρέλινγκ: Αντίνοος Αλμπάνης Μόλβικ: Γιάννης Καπελέρης Πέτερσεν: Αλκιβιάδης Μαγγόνας Γιένσεν: Στέργιος Κοντακιώτης Ένας παχουλός κύριος: Νίκος Πυροκάκος Ένας φαλακρός κύριος: Ανδρέας Νάτσιος Ένας μύωπας: Γιάννης Γούνας Οι περισσότερες από τις ερμηνείες είναι μέτριες ( δεν συνηθίζω να αναφέρω τις κακές έως πολύ κακές). Οι μεγάλοι και έμπειροι πρωταγωνιστές (Πάνου, Μάσχα) έχουν μικρής διάρκειας ρόλους, καταφέρνουν όμως να δήξουν την κλάση τους με αξιοπρεπώς καλές ερμηνείες.