Κριτική Κάτια Σωτηρίου
Το Θέατρο Κάτω από Τη Γέφυρα, παρουσιάζει το έργο «Αλλοπαρμένοι» των Τόμας Μίντλετον και Ουίλιαμ Ρόουλι.
Οι Αλλοπαρμένοι (Changeling, 1622) είναι ένα περίπλοκο μείγμα από στυλ και είδη. Από τη μία σκοπιά, είναι ένα κλασικό αναγεννησιακό δράμα εκδίκησης που τοποθετείται στην Καθολική Ισπανία. Αφορά το σεξ και τη βία, αναμιγνύει το τραγικό με το γκροτέσκο, και παραδόξως δεν προσφέρει πολλά στο κομμάτι της παρηγοριάς κατά της αδικίας ή την ανάγκη για κοινωνική μεταρρύθμιση. Από την άλλη, είναι ένα οξύ και διορατικό δράμα για τις συγκρουόμενες αξιώσεις του οικογενούς καθήκοντος και τη σεξουαλική επιθυμία.
Κύρια πλοκή του παιχνιδιού είναι ένα ερωτικό τρίγωνο, με την αριστοκρατικής ομορφιάς Ιωάννα και τον όμορφο επισκέπτη Alsemero, που ερωτεύονται παρά τις αντιξοότητες. Ο πατέρας της, Vermandero, ωστόσο, έχει συμφωνήσει να την παντρέψει με τον εκλεκτό νεαρό εργένη Alonso de Piraquo. Εν τω μεταξύ, ο παραμορφωμένος υπηρέτης του Vermandero Deflores είναι ερωτευμένος με την Ιωάννα και την θέλει για τον εαυτό του, αλλά εκείνη με τη σειρά της τον βρίσκει εντελώς αποκρουστικό. Η επεξεργασία αυτών των αντικρουόμενων παθών είναι η κινητήρια δύναμη της τραγικής δράσης. Στο πορτρέτο της Ιωάννας, ο Μίντλετον και ο Rowley έχουν δημιουργήσει μια έξυπνη νεαρή αριστοκράτισσα η οποία είναι διατεθειμένη να κάνει τα πάντα, ακόμα και να κινδυνεύσει, για να πάρει αυτό που θέλει. Ως Νέμεση της, παρουσιάζεται ο Deflores, ο εκπρόσωπος του απόλυτου και αδιαπραγμάτευτου αμοραλισμού στο έργο. Μέχρι το τέλος του έργου, οι επιλογές τους, τους κάνουν να αξίζουν πραγματικά ο ένας τον άλλον.
Η υποπλοκή αφηγείται μια παράλληλη ιστορία, αλλά με έναν κωμικό αποτέλεσμα. Ο κάτοχος ενός ασύλου τρελών, Alibius είναι ζηλότυπα κτητικός απέναντι στη νεαρή γυναίκα του, Ισαβέλλα, αλλά δεν κάνει πολλά για να της δείξει αγάπη ή έστω ενδιαφέρον. Ένας νεαρός άνδρας, ο Antonio, έχει εμμονή μαζί της, και προσποιείται ότι είναι τρελός για να βρεθεί κοντά της. Εν τω μεταξύ, ο υπηρέτης του Alibius, Lollio, την θέλει πάρα πολύ, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να επιδίδεται σε σεξουαλικά υπονοούμενα και ανήθικα αστεία. Εάν η κύρια πλοκή δείχνει πώς η ανεξέλεγκτη σεξουαλική επιθυμία μπορεί να οδηγήσει σε φόνο, η υποπλοκή δείχνει την πιο κοινή εμπειρία, ότι δηλαδή η έντονη επιθυμία συχνά οδηγεί στην ανοησία και την ταπείνωση.
Το αποτέλεσμα είναι ένα έργο στο οποίο, με κινηματογραφική τεχνική, εναλλάσσονται γρήγορα μονόλογοι και διάλογοι, καθιστώντας το ένα από τα πιο «θεατρικά» έργα στο ρεπερτόριο. Επιπλέον, ο οξύς ψυχολογικός ρεαλισμός του το κάνει εκπληκτικά σύγχρονο. Ο ρεαλισμός θεωρείται η βασική γλώσσα του σύγχρονου θεάτρου και οι Αλλοπαρμένοι, παρά την παλαιότητα τους, είναι ένα από τα βασικά κείμενα ρεαλισμού. Τα θέματα του πάθους, η τρέλα, η εξαπάτηση, και η θέση των γυναικών σε μια τέτοια κοινωνία μεταδίδεται όχι μόνο μέσω των ενεργειών των χαρακτήρων και των λέξεων, αλλά με τη χρήση δραματικών μέσων όπως οι μονόλογοι, οι εικόνες και η αλληγορία.
Οι χαρακτήρες στην κύρια πλοκή, και εκείνοι της υποπλοκής εκτίθενται σε παρόμοιες συγκρούσεις και προβλήματα και επομένως αντιστοιχούν μεταξύ τους σε ορισμένα επίπεδα, όμως οι αντιδράσεις τους είναι πολύ διαφορετικές και έτσι καταδεικνύουν τις αντιθέσεις μεταξύ αντίστοιχων στοιχείων. Η Ιωάννα, η πρωταγωνίστρια της κύριας πλοκής, και η Ισαβέλλα, η σύζυγος του Alibius στην υποπλοκή, περιορίζονται από την κοινωνική τους θέση – κόρη και σύζυγος αντίστοιχα. Ωστόσο, ενώ η Ιωάννα παραβιάζει τα όρια της, συμπράττοντας με τον εχθρό της για να δολοφονήσει τον μνηστήρα της, ώστε να είναι σε θέση να παντρευτεί τον Alsemero, η Isabella εκπληρώνει το ρόλο της ως πιστή σύζυγος και δεν σπάει τους κανόνες, ακόμα και όταν ο τρελός Αντόνιο κάνει μια κίνηση για να την κατακτήσει. Τα θέματα της σεξουαλικότητας και η μοιχεία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο και στα δύο μέρη του έργου, όμως ασκούνται με διαφορετικούς τρόπους. Ενώ η Ιωάννα διαπράττει μοιχεία, αν και κάπως ακουσίως σε πρώτη φάση, η Isabella αντιστέκεται στον πειρασμό και παραμένει ενάρετη. Η σεξουαλικότητα συζητείται με τεχνάσματα και μόνο έμμεσα στην κύρια πλοκή και όμως οι σεξουαλικές επαφές λαμβάνουν χώρα έντονα, ενώ το ίδιο θέμα συζητείται με έναν ανοικτό και ανήθικο τρόπο στην υποπλοκή όπου τελικά δεν συμβαίνει τίποτα.
Σαφώς το πιο ενδιαφέρον, και πιο σκοτεινό πρόσωπο στο έργο δεν είναι ο Deflores με το Μακιαβελικό του ύφος, αλλά η Ιωάννα, η προσωπικότητα της οποίας συνιστά σίγουρα σκάνδαλο για τα – φανερά – ήθη της εποχής. Η Ιωάννα τα καταφέρνει πολύ καλά να περνά διαφορετικά πρόσωπα. Στη μία πλευρά της πολικότητας της βρίσκεται η αριστοκρατική αγάπη, της οποίας εξιδανίκευση αποτελεί ο Alsemero. Από την άλλη πλευρά, προσωποποιεί την άποψη της αυτο-αποικοδόμησης του DeFlores. Η Ιωάννα γίνεται μια φαινομενικά αρμονική εκπροσώπηση των αντικρουόμενων επιθυμιών. Ως γυναίκα ικανή να προσπαθεί να είναι όπως την αντιλαμβάνονται, η ίδια αντιλαμβάνεται τον εαυτό της με μια εικόνα εξιδανικευμένης αλλά και κοινωνικά υποβαθμισμένης θηλυκότητας. Έτσι εσωτερικεύει και αντανακλά τις εγγενείς αντιφάσεις στις αρσενικές αντιλήψεις για τις γυναίκες, ιδίως όπως είναι διατυπωμένες με τη ρητορική της αριστοκρατικής αγάπης.
Κριτική του Έργου
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Κοραής Δαμάτης σκηνοθετεί στο Θέατρο Κάτω από τη Γέφυρα ένα έργο που προσπαθεί εξαρχής να εντάξει το θεατή στην ατμόσφαιρα της εποχής, με τα καλαίσθητα κουστούμια της Άννας Μαχαιριανάκη και τις εξαιρετικές μάσκες των τρελών της Ελένης Σουμή. Με ελάχιστα σκηνικά δημιουργεί τους δυο κόσμους, της αριστοκρατίας και των τρελών, υπηρετώντας σωστά τη διαφορετική χωροχρονική δράση.
Ωστόσο, η υποπλοκή με τους τρελούς φαίνεται να φλυαρεί σημαντικά, το γκροτέσκο είναι έντονο, αποσπώντας το θεατή από την δραματική ένταση και την εσωτερική αναζήτηση της βασικής πλοκής. Το αποτέλεσμα είναι ότι αφαιρεί τελικά από τη δραματουργική αξία του έργου, και δεν επιτρέπει στο θεατή να αντιληφθεί εύκολα την αλληγορία και το σαρκασμό, καθώς η υπερπληθωρικότητα των σκηνών των τρελών και η υπερβάλλουσα παρουσία τους αφήνει λίγα περιθώρια παραλληλισμού των ιστοριών και της υποβόσκουσας θεωρίας για την ηθική και τη σεξουαλικότητα. Ίσως μια καλύτερη ισορροπία των δυο πλοκών να εξυπηρετούσε περισσότερο το αρχικό κείμενο και την πρόθεση των δημιουργών.
Στις ερμηνείες του έργου, η Ελένη Δαφνή στο ρόλο της Ιωάννας αναλαμβάνει μια δύσκολη αποστολή. Είναι μια εξαίσια παρουσία, όμορφη, με ωραία στάση επί σκηνής που μπορεί να υποστηρίξει την αριστοκρατική φύση της ηρωίδας της. Παρά το γεγονός ότι είναι άπειρη, ανταπεξέρχεται με επιτυχία στο ρόλο της. Χρειάζεται ίσως κάποια μικρή ρύθμιση στον τρόπο εκφοράς του κειμένου της, καθώς η πολύ καλή της άρθρωση και ο υπερβάλλων ζήλος την οδηγούν σε πολλά σημεία σε αδικαιολόγητα υψηλούς τόνους, ακόμα και όταν μονολογεί ή εκμυστηρεύεται μύχιες σκέψεις.
Ο Κώστας Κλάδης ως DeFlores προσφέρει την πιο στιβαρή ερμηνεία της παράστασης. Εκπροσωπώντας το απόλυτο κακό, το μισογυνισμό, σαρκάζει την καταπιεστική απολυταρχία και ενδύεται την μακιαβελική βία, με αριστοτεχνική δεινότητα.
Ο Σπύρος Περδίου παρουσιάζει έναν ευαίσθητο Alsemero, ίσως σε λίγο χαμηλότερους τόνους από ότι θα περίμενε κανείς, αλλά είναι συγκινητικός στη σκηνή της συντριβής του. Σε έναν τόνο πιο κάτω κινείται και ο Γιώργος Χαλεπλής στο ρόλο του Βερμαντέρο. Θα προτιμούσαμε έναν πιο συμπαγή και τρομερό ηγέτη, και όχι τόσο διαλλακτικό και ήπιο, ωστόσο η ερμηνεία του είναι συμπαθητική.
Εξαιρετικός στο γκροτέσκο του, παρά τις διαφωνίες μας για τη λειτουργικότητα των σκηνών των τρελών, ο Κώστας Τζαφέρης, δίνει έναν Λιολιο εξωφρενικό, και παραστατικό, απόλυτα βέβαια ταυτισμένο με την υπερβολή του ρόλου του.
Συμπαθητική και αρκούντως υπαινικτική στο ρόλο της ως Ντιαφάντα η Κατερίνα Τσεβά, και με γερά πατήματα ως Ισαβέλλα, ενώ εξίσου σταθερός είναι ο Πέτρος Τσαπαλιάρης στο ρόλο του Τζασπερίνο, και ο Οδυσσέας Κιόσογλου ως Τομάσο και Αντόνιο. Με αστείες στιγμές ο Πασχάλης Μερμιγκάκης στο ρόλο του Alibius.
Συνολικά η παράσταση είναι ατμοσφαιρική, και στα μέρη της βασικής πλοκής κρατά την ένταση που χρειάζεται, ωστόσο το γκροτέσκο ελαφραίνει πολύ το κλίμα και μάλλον αφαιρεί από την συνολική αίσθηση της παράστασης.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, είναι μια προσεγμένη παραγωγή, και ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, που με κάποιες σκηνοθετικές αλλαγές θα μπορούσε να είναι μια πολύ σημαντική παράσταση.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Κοραής Δαμάτης
Βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου
Σκηνικά – κοστούμια: Αννα Μαχαιριανάκη
Κατασκευή μασκών: Ελένη Σουμή
Παίζουν: Κώστας Κλάδης, Σπύρος Περδίου, Ελένη Δαφνή, Γιώργος Χαλεπλής, Κώστας Τζαφέρης, Κατερίνα Τσεβά, Οδυσσέας Κιόσογλου, Πασχάλης Μερμιγκάκης, Πέτρος Τσαπαλιάρης.