Είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι από τους θεατρόφιλους αναγνώστες έχουν δει ένα ή πιο πολλά από τα έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ακόμα και αν δεν παρακολούθησαν τις παραστάσεις σίγουρα διάβασαν άκουσαν κάτι για την Αυλή των θαυμάτων, την Ηλικία της νύχτας, το Παραμύθι χωρίς όνομα, τη Γειτονιά των αγγέλων, Το μεγάλο μας τσίρκο και πολλά άλλα. Το τελευταίο έργο του που παρακολούθησα στο Θέατρο Κουν ήταν το Ο δρόμος περνά από μέσα για το οποίο μάλιστα έχω γράψει κριτική που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Κριτική» Θέατρο, Βιβλίο, Κινηματογράφος, Εικαστικά (σελ.37). Ο Καμπανέλης ήταν επίσης σεναριογράφος (Στέλλα, Ο Δράκος, Κορίτσια στον ήλιο κ.α.) στιχουργός αλλά και δημοσιογράφος.
Ο συγγραφέας είχε γεννηθεί στη Νάξο ως το ένατο παιδί του Χιώτη εμπειρικού φαρμακοποιού Στέφανου Καμπανέλλη. Η μητέρα του Αικατερίνη το γένος Λάσκαρη καταγόταν από παλιά, αρχοντική Κωνσταντινουπολίτικη οικογένεια. Εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1935 όπου ο νεαρός ένατος γιός την ημέρα εργαζόταν και το βράδυ φοιτούσε στη Σιβιτανίδειο. Το 1942 τον συνέλαβαν οι Γερμανοί και τον έστειλαν στο φοβερό στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν όπου έμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου, τον Μάιο του 1945. Η τραγική εμπειρία του από αυτό το στρατόπεδο εξόντωσης αποτέλεσε το θέμα του βιβλίου του με τίτλο «Μαουτχάουζεν».
Κριτική Στέλιος Αντωνιάδης
Η μετά από την απελευθέρωση επαφή του με το θέατρο έγινε με την παρακολούθηση των παραστάσεων του Θεάτρου Τέχνης του μεγάλου Κάρολου Κουν. Το θέατρο του άρεσε τόσο πολύ που θέλησε να γίνει ηθοποιός κάτι που όμως δεν ήταν εφικτό λόγω του ότι δεν ήταν απόφοιτος λυκείου. Το εμπόδιο αυτό δεν μπόρεσε να τον απομακρύνει από την αγάπη του και διαθέτοντας το θείο δώρο, το τάλαντο της γραφής, αποφάσισε να γίνει θεατρικός συγγραφέας. Πρώτο του έργο, «Ο χορός πάνω στα στάχυα» έργο που παρουσιάστηκε από τον Θίασο Λεμού το 1950 στο Θέατρο «Διονύσια» στην Καλλιθέα. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και παρουσιαστεί σε πολλές χώρες.
Διετέλεσε Διευθυντής Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ και έγινε ακαδημαϊκός το 1999.
Το μονόπρακτο του Καμπανέλλη, με τον πρωτότυπο τίτλο Αυτός και το παντελόνι του έχει ως θέμα τη μοναξιά. Ο άνθρωπος από πολύ παλιά είναι γνωστό ότι δεν μπορεί να ζήσει μόνος του. Φυσικά και υπάρχουν κάποιοι που αρέσκονται στη μοναξιά, που για διάφορους λόγους είναι αποσυνάγωγοι, μοναχικοί αλλά αυτοί σίγουρα αποτελούν τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Όλοι έχουμε την ανάγκη των φίλων, των καλών φίλων που διαλέγουμε. Έχουμε ανάγκη των συγγενών μας που δεν διαλέγουμε και περισσότερο έχουμε ανάγκη από ένα ταίρι, τον σύζυγό μας, τη συμβία μας που πρέπει με πολύ μεγάλη προσοχή να επιλέγουμε. Η εξωτερική ομορφιά με τα χρόνια χάνεται, τα χρώματα ξεθωριάζουν. Οι έρωτες όσο σφοδροί και αν είναι στην αρχή με τον καιρό ξεθυμαίνουν και στο τέλος σβήνουν. Το μόνο που απομένει είναι η συντροφικότητα, η παρέα που μπορείς να κάνεις με τον δικό σου άνθρωπο για την πραγματοποίηση του οποίου πρέπει να υπάρχει, από την αρχή, η σωστή ψυχική, πνευματική και κοινωνική επαφή. Τα παιδιά αποτελούν επίσης ένα πολύ σημαντικό μέρος στην όλη υπόθεση και οι σχέσεις μας σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από το πόσο σωστά τα μεγαλώσαμε, πόση αγάπη δώσαμε άσχετα με το αν λένε πως η γονική αγάπη είναι ανιδιοτελής, πράγματι είναι αλλά πάντα έχει μεγάλη σημασία η σχέση γονέα παιδιού. Αυτό το τελευταίο είναι ένα θέμα για το οποίο θα μπορούσα να γράψω, ως παιδίατρος, ολόκληρα κεφάλαια που όμως δεν έχουν θέση σε μια θεατρική κριτική. Το μόνο που μπορώ να πω μια και υπάρχει και στο κείμενο του έργου είναι πως τα παιδιά μας πρέπει έγκαιρα να συνειδητοποιούν ότι τα χρόνια περνάνε γρήγορα και δεν θα μας έχουν για πάντα κοντά τους.
Το έργο
Υπάρχει ένα πολύ παλιό τραγούδι που αν θυμάμαι καλά οι στίχοι του έλεγαν: «Μοναξιά φτάνεις κάποτε μοιραία, μοναξιά είσαι η πιο σκληρή παρέα και όποιος πει η ζωή πως είναι ωραία, δεν θα έχει τύχει να ζει με σένανε μαζί». Υπάρχουν και πιο σύγχρονα με στίχους όπως: «πιο καλή είναι η μοναξιά από εσένα που δεν φτάνω» το άλλο που τελειώνει με το «δυο που αγαπιούνται είναι πολλοί» και άλλα και άλλα.
Πολυτραγουδισμένη η μοναξιά.
Στη σκηνή βλέπουμε έναν άντρα κάποιας ηλικίας που ζει μόνος του. Μη έχοντας κάποια συντροφιά εφαρμόζει την πολύ συχνή πρακτική των μοναχικών ανθρώπων, μιλάει μόνος του. Μιλάει με τις φαντασιώσεις του και θυμάται. Ακροατές του τα διάφορα αντικείμενα μέχρι και τα έπιπλα του σπιτιού μια και δεν υπάρχει κάποιος άλλος να τον ακούσει. Οι ανύπανδροι άντρες ζουν πολλά χρόνια με τις μητέρες τους απολαμβάνοντας την αναντικατάστατη μητρική αγάπη και περιποίηση. Όταν όμως κάποια στιγμή η μητέρα φύγει αφήνει το δυσαναπλήρωτο κενό που είναι πολύ περισσότερο δυσβάστακτο από κάθε άλλη περίπτωση απώλειας γονέα μια και ο γονέας σε αυτήν την περίπτωση είναι και η παρέα, και η συντροφιά. Ο άντρας στη βαθιά μελαγχολία του μονολογεί, νοσταλγεί, πικραίνεται, αυτοσαρκάζεται, μετανιώνει για τις επιλογές που έκανε στη ζωή του, σκέφτεται τις ευκαιρίες που έχασε, τα τρένα που έφυγαν, τους συμβιβασμούς που δεν έκανε και το αναπόδραστο τέλος που σιγά σιγά αρχίζει να πλησιάζει. Όλα αυτά κρατώντας πάντα στα χέρια το ξηλωμένο παντελόνι του που δεν κατορθώνει ποτέ να ράψει. Μάταια περιμένει και ελπίζει να έρθει κάποιος, να χτυπήσει το κουδούνι της πόρτας, να τον καλέσει στο τηλέφωνο, έστω και κατά λάθος. Δυστυχώς την εποχή εκείνη (το έργο έχει γραφτεί πριν από εξήντα χρόνια, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1957 ) δεν υπήρχαν υπολογιστές και διαδίκτυο που σε αυτές τις περιπτώσεις αδιαμφισβήτητα πιστεύω ότι μπορεί να κάνουν τη διαφορά.
Τα παραπάνω υπάρχουν σε πολλά έργα του Καμπανέλλη για να μας κάνουν να σκεφτούμε πόσοι μοναχικοί άνθρωποι μπορεί να υπάρχουν γύρω μας, δίπλα μας αλλά και να ξανασκεφτούμε μήπως έφταιγαν και οι ίδιοι, μήπως το λάθος ήταν δικό τους.
Συντελεστές
Η σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη δημιουργεί την κατάλληλη για το έργο ατμόσφαιρα. Η Σκηνογραφία του Γιάννη Αρβανίτη απλή και λιτή
Ενδυματολογικά σωστή η επιλογή της Βασιλικής Σύρμα Οι Φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου σωστοί. Φωτογραφία: Γιώργος Καβαλιεράκης. Βοηθός Σκηνογράφου: Ζώης Οικονόμου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ανδρέας Ανδρέου
Ερμηνεία
Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης που φυσικά σηκώνει όλο το βάρος του έργου κατορθώνει να εκφράσει όλα όσα αναφέρθηκαν με τον πολύ ωραίο και πειστικό ερμηνευτικό του τρόπο. Ο ρόλος είναι δύσκολος και για αυτό ο καλός ηθοποιός αξίζει τα συγχαρητήριά μας.
Κριτική Στέλιος Αντωνιάδης