Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985)
Κριτική Στέλιος Αντωνιάδης
Ο Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985) είναι πολύ γνωστός για τα θαυμάσια σουρεαλιστικά ζωγραφικά του έργα. Είναι λιγότερο γνωστός για την υπέροχη ποίηση που έγραψε και ακόμα λιγότερο για τη σκηνοθετική του δουλειά. Ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του σουρεαλισμού, της γενιάς του ’30, στην Ελλάδα. Έχει επίσης γράψει πεζό λόγο, κριτική και δοκίμια. Ήταν καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Το έργο βασίζεται σε ένα ποίημα με τίτλο Μπολιβάρ που έγραψε ο Εγγονόπουλος στη διάρκεια της Κατοχής, τον χειμώνα του 1942-1943. Στην αρχή κυκλοφόρησε στα κρυφά σε χειρόγραφες σελίδες για να διαβαστεί σε συγκεντρώσεις αντιστασιακών. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1944. Το θέμα του ποιήματος, όπως φαίνεται από τον τίτλο, έχει σχέση με τον Σιμών Μπολιβάρ, τον στρατιωτικό ηγέτη και ήρωα απελευθερωτικών κινημάτων σε πολλές χώρες της Νότιας Αμερικής. Πρόκειται για ένα μακροσκελές ηρωικό ποίημα με σουρεαλιστικά στοιχεία και συμβολισμούς. Μπορεί να προβάλεται ο Μπολιβάρ και να παρουσιάζεται στην Ελλάδα που προσμένει την απελευθέρωση της αλλά σκοπός του ποιητή είναι να τονίσει την ανάγκη της απελευθέρωσης όλων των λαών του κόσμου από οποιονδήποτε ζυγό, καταπίεση και κατοχή. Μαζί με τον κεντρικό ήρωα αναφέρεται και το όνομα ενός άλλου ήρωα απελευθερωτικού αγώνα, του Οδυσσέα Ανδρούτσου (κάπου υπάρχει και ο Θησέας αλλά και ο ίδιος ο ποιητής).
«Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις/Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο συγκίνηση/Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του/Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ». Σαφέστατα υπάρχει σύγκριση μεταξύ Μπολιβάρ και Ανδρούτσου μια και οι δύο τους είχαν τις ίδιες επιδιώξεις, σκοπούς και οράματα. «Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας /τον άλλο για κατάλληλο καιρό/Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα/ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ/Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο/Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις/πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα/κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν/Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους/μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι/γενναίοι και δυνατοί». Στην πραγματικότητα ο Μπολιβάρ και ο Ανδρούτσος αναφέρονται για τη σχέση τους με τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες και κατ’ επέκταση με τον αγώνα όλων των Ελλήνων για ξεσηκωμό ενάντια στον ξένο κατακτητή, ένα είδος κάλεσμα για αφύπνιση («Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας», «Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί»).
Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα
δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβη
τι λέω, κανείς;
Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι αυτά που λέω τώρα
για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;
Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα
αντιληπτές μορφές της σημασίας τ’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,
Παρόμοια σύμβολα.
Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις,
κι υπερβολές, κι απελπισίες.
Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη μόνο για τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα,
πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο,
Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη
άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες
νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους,
αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.
Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα
εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,
Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,
Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)
Μπορεί η εσωτερική και η εξωτερική ελευθερία να αποτελεί μια έννοια συνυφασμένη με την ύπαρξη του ανθρώπου αλλά σε πολλές περιπτώσεις πρέπει να κατακτηθεί και η κατάκτηση είναι:
Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,
για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,
τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,
Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες,
οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη
νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξιδιού: προς τ’ άστρα.
Και συνεχίζει για τον Μπολιβάρ και ό,τι αυτό το όνομα σημαίνει:
Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,
μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,
και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες
στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,
όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια
ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης
σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων,
ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.
Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς,
και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.
Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι,
κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει
η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια,
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά
το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα
δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.
Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με
τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες! Αυτός
ο Μπολιβάρ!
Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος
στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της
Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,
της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,
της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,
Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο
Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.
Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει
την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.
Στο ποίημα υπάρχουν αναφορές στη βυζαντινή περίοδο, στην ελληνική επανάσταση και σε πολλά άλλα, σκοπός όμως αυτού γραπτού δεν είναι η ανάλυση του ποιήματος αλλά το τολμηρό επιχείρημα της θεατρικής του παρουσίασης από τους bijoux de kant
και τον Γιάννη Σκουρλέτη. Πρόκειται για μια δύσκολη παράσταση, για πολύ λίγους. Υπήρχαν σημεία που μου άρεσαν και άλλα που δεν μου άρεσαν, στο σύνολό όμως νομίζω πως είναι μια προσπάθεια από αυτές που πρέπει να γίνονται και στην κριτική των οποίων δεν πρέπει να είμαστε αυστηροί.
Συντελεστές:
Κείμενα: Νίκος Εγγονόπουλος (Μπολιβάρ: ένα ελληνικό ποίημα / Ενοικιάζεται) Γλυκερία Μπασδέκη (Ο Λεφτέρης στο Αμήν)
Το σκηνοθετικό τόλμημα του Γιάννη Σκουρλέτη αξίζει πολλούς επαίνους. Το ίδιο και η δική του Σκηνογραφία που πρέπει να ομολογήσω ότι μου άρεσε πολύ. Επίσης πολύ μου άρεσαν τα Κοστούμια του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη.
Φωτογραφίες: Πάνος Μιχαήλ. Βοηθός Σκηνοθέτη: Ηλέκτρα Ελληνικιώτη
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Αντώνης Γκρίτσης, Γιάννης Κουκουράκης και οι δύο πολύ καλοί στους ρόλους τους (το ροχαλητό-ρόγχος ήταν κάπως υπερβολικό). Η Χαρούλα Τσαλπαρά δημιουργούσε την κατάλληλη ατμόσφαιρα με τη θαυμάσια μουσική της.