*Κριτική από την Κάτια Σωτηρίου
Το “BU21” του Stuart Slade που παρουσιάστηκε στο Trafalgar Studios στο West End του Λονδίνου, ανεβαίνει σε πανελλήνια πρώτη στο Θέατρο 104 σε σκηνοθεσία Θοδωρή Βουρνά.
Η υπόθεση
Ένας πύραυλος χτυπά απ’ το πουθενά ένα επιβατικό αεροπλάνο. Ακολουθεί μία τεράστια έκρηξη και το BU21 πέφτει σ’ έναν κεντρικό δρόμο του Λονδίνου. Με αφορμή αυτό το αεροπορικό χτύπημα, 6 άνθρωποι που θα μπορούσαν να είναι ένας από εμάς, αφηγούνται τις απώλειες εκείνης της μέρας, το τραύμα και τη διαδικασία επούλωσης του, με κοινό συμπέρασμα πως : «Αν δε μπορείς να το χλευάσεις, θα σε κάνει κομμάτια.»
Το έργο
Η βίαιη και εξαντλητικά συνεχής απειλή της τρομοκρατίας είναι ένα ζήτημα που αναμφισβήτητα θα καταλήξει να καθορίσει αυτό το οδυνηρό κομμάτι της ιστορίας στο οποίο βρισκόμαστε και που ακόμα δεν έχει προβληθεί επαρκώς στις τέχνες και ιδιαίτερα στη σκηνή, όσον αφορά στις επιπτώσεις τέτοιων τραυμάτων.
Το έργο του Slade έχει τη μορφή αυτού που σε όρους τηλεόρασης θα ονομάζαμε mockumentary. Παρακολουθούμε ένα έργο στο οποίο έξι μέλη μιας ομάδας επιζώντων ξαναζωντανεύουν την αντίδρασή τους σε μια επίθεση κατά την οποία ένα επιβατικό αεροπλάνο κατελήφθη πάνω από το Φούλαμ, νοτιοδυτικά του Λονδίνου, από ένα πύραυλο επιφάνειας-αέρα. Παρόλο που η ιστορία λέγεται μέσω μονόλογων , οι έξι χαρακτήρες, επιδιώκουν να σχηματίσουν αμοιβαίους δεσμούς. Ο Alex, ένας αλαζονικός τραπεζίτης, του οποίου η φίλη πέθανε στην καταστροφή, συνδέεται με την Celia, η οποία έχει χάσει τη μητέρα της. Η Florence, συνδέεται με περίεργες περιστάσεις με τον Clive, έναν αφοσιωμένο μουσουλμάνο, του οποίου ο πατέρας, καρδιολόγος πέθανε στη συντριβή, στον κήπο της Florence. Η Anna, Ρουμάνα με σοβαρά εγκαύματα, περιφρονεί κρυφά τον Γκράχαμ, έναν οδηγό van που είναι ο πρώτος που δίνει συνέντευξη για το γεγονός.
Παραδόξως, το απογοητευτικό ζήτημα είναι το ίδιο το έργο. Παρά το ότι καταπιάνεται με ένα πανίσχυρα συναισθηματικό και τρομακτικό θέμα, πολλές φορές αισθανθήκαμε ότι είναι ένα ασυνεπές και ρηχό έργο, με απουσία δραματικού βάρους σε μία κατά τ’ άλλα εξαιρετικά δραματική ιστορία . Οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες φαίνονται μονοδιάστατοι, αντιπροσωπεύουν, αρκετά ξεδιάντροπα, κάποιους κλινικά αναγνωρίσιμους τύπους στη σύγχρονη κοινωνία, αλλά το κείμενο δεν έχει σκοπό να αναπτύξει την κατανόηση μας για τέτοιους τύπους ή να επισημάνει τυχόν περίπλοκες ή λεπτές αποχρώσεις μέσα στους ξεχωριστούς χαρακτήρες.
Η απεικόνιση του μοναδικού μη λευκού χαρακτήρα του έργου, Clive, για παράδειγμα, ενσωματώνει πολλά ζητήματα που αφορούν το Ισλάμ, την ισλαμοφοβία και την αντίληψη των μη λευκών οικογενειών που βλέπουμε σήμερα στον κοινωνικό περίγυρο, με έναν τρόπο αναπαράστασης των κλισέ, χωρίς όμως να κλείνει το μάτι στον ψαγμένο θεατή, μια και ο χαρακτήρας του Clive τελικά αποδεικνύεται παροιμιωδώς επιφανειακός. Επιπλέον, μεγάλο μέρος των διαλόγων ή των μονολόγων βασίζεται σε περισπασμούς και παράγοντες σοκ, που δεν δημιουργούν αίσθηση πραγματικού δράματος. Είναι ολοφάνερη η έλλειψη έκφρασης της προσωπικής αδικίας, αυτού του συναισθήματος του «γιατί σ’ εμένα» , και της συντριβής που θα προέκυπτε αβίαστα σε έναν υγιή άνθρωπο που επι-βιώνει ένα τόσο τρομαχτικό γεγονός. Η βία, το αίμα, η απόγνωση, η οδύνη από την απώλεια, όλα αυτά τα συναισθήματα δεν μπαίνουν ποτέ στο κατάλληλο κάδρο και δεν αφήνουν το αποτύπωμά τους. Και ναι μεν σκοπός είναι να φανεί ότι σε κάθε περίπτωση η ζωή συνεχίζεται, όμως, το έργο επιλέγει να καταδείξει μια – μαύρη – κωμική πλευρά, στην οποία το μετατραυματικό στρες είναι για τους περισσότερους μια τυχαία διάγνωση, παρά μια ρεαλιστική κατάσταση.
Οι μονόλογοι παραδίδονται στο ακροατήριο κατά κύριο λόγο με κυνικό τρόπο που αφήνει την επιθυμία για εσωτερική ανάπτυξη και ανάπτυξη ανικανοποίητη. Κι αν ο κυνισμός στην πραγματικότητα είναι πολλές φορές μια προσπάθεια κάλυψης του εσωτερικού πόνου, στη συγκεκριμένη περίπτωση κάποιοι από τους χαρακτήρες παρουσιάζουν λειτουργικότητα που στη συμπεριφοριστική επιστήμη θα χαρακτηρίζαμε ναρκισσιστικές. Φαίνεται ότι αυτό το έργο προσπαθεί να διατρέξει πολλά θέματα γρήγορα, και έτσι οι όποιες στιγμές οικειότητας και διορατικότητας καταρρέουν πάρα πολύ σύντομα. Ίσως αυτό να είναι ένα σχόλιο για αυτή τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα – τη γενιά των Millenials – που συνήθως κατηγορείται για έλλειψη βαθιάς ανάπτυξης χαρακτήρα και αντ ‘αυτού προτιμά τις επιφανειακές διαδρομές και την ανάθεση ευθύνης.
Η παράσταση
Ο Θοδωρής Βουρνάς, ωστόσο, αξιοποιεί στο έπακρο το υλικό που έχει, με μια σκηνοθετική προσέγγιση που αφήνει το έργο να αναπνεύσει, και επιτρέπει στους ερμηνευτές να ανεβάσουν, όσο μπορούν το επίπεδο του έργου. Επαφίεται πια στο θεατή να συνταχθεί ή όχι με την προσέγγιση και προοπτική του κειμένου, και να απολαύσει τη ρηχότητα του, ή να προβληματιστεί με την έλλειψη δεύτερου και τρίτου επιπέδου συναισθηματικής και ψυχικής εμπλοκής.
Λόγω της σκηνικής δομής του black box του 104, τα όρια μεταξύ σκηνής και ακροατηρίου ήταν αδιαμφισβήτητα κοντά, κάτι που επέτρεπε μεγαλύτερη αμεσότητα στους ερμηνευτές. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν στη μικρή σκηνή, κοιτάζοντας διαπεραστικά τα μάτια των θεατών, αναγκάζοντάς τους να μοιραστούν την εμπειρία τους – ο χώρος είναι ένας βασικός παράγοντας που κάνει την συγκεκριμένη παράσταση να είναι πιο άμεση. Η Κασσιανή Λεοντιάδου και η Ντέπυ Γοργογιάννη στην κινησιολογία και τη γενική σκηνική παρουσία επέδειξαν επαγγελματισμό και κατανόηση των δυσκολιών, και παρουσίασαν ένα άρτιο αποτέλεσμα.
Οι σωστοί φωτισμοί, που φωτίζουν τις εκφράσεις και τις κινήσεις των χαρακτήρων, και μια παρόμοια ελάχιστη χρήση ήχου, συνέβαλαν στο να αντιμετωπιστούν με ειλικρίνεια και ανόθευτο τρόπο τα ζητήματα που θίγει το έργο, στο βαθμό που τα θίγει. Το μινιμαλιστικό σκηνικό, με τις τηλεοράσεις κουτιά που δείχνουν βίντεο από επιθέσεις, ή αγγλικό ποδόσφαιρο – στην αρχή – δημιούργησε ένα κλίμα καθολικότητας και αμεσότητας του προβλήματος της τρομοκρατίας, το οποίο βέβαια λόγω του κειμένου μένει να αιωρείται και δεν αναλύεται όσο θα θέλαμε.
Η δράση που λαμβάνει χώρα στη σκηνή κάθε φορά είναι ελάχιστη, αφού το μεγαλύτερο μέρος του έργου είναι μονόλογοι, και αν και αυτό θα περίμενε κανείς ότι θα ήταν λίγο μονότονο σε κάποιες στιγμές, η σκηνοθεσία, με τις μικρές χιουμοριστικές εμπλοκές και κάποιων άλλων ηρώων κρατά το ενδιαφέρον ζωντανό, και συμβάλει στην αίσθηση ότι όλα γίνονται για να δώσουν στα διάφορα θέματα και στις ιστορίες τους ατομική προσοχή και χώρο για να αναπτυχθεί οργανικά ό,τι χρειάζεται.
Προσπαθώντας να ακολουθήσει την ελαφρότητα του κειμένου, η μετάφραση της Λυδίας Τριγώνη σκόνταψε σε λεκτικούς σκοπέλους, αφού δόθηκε περισσότερο βάρος στην αποτύπωση της αγγλικής πραγματικότητας, παρά στην πιο εύρυθμη και ρέουσα ελληνική γλώσσα. Έτσι, χρησιμοποιούνται σε μετάφραση φράσεις και λέξεις που στην αγγλική καθομιλουμένη χρησιμοποιούνται κατά κόρον, αλλά στην ελληνική, σπάνια κάποιος θα συμπεριελάμβανε με τόση συχνότητα τόσες ακατέργαστες, στα όρια του χυδαίου λέξεις.
Παρά το γεγονός ότι καλούνται να υπηρετήσουν ένα εμφανώς προβληματικό από τη φύση του κείμενο, οι ηθοποιοί κάνουν μια εμπνευσμένη δουλειά που πράγματι κρατά το έργο σε ικανοποιητικά επίπεδα. Οι ερμηνείες δεν ήταν μόνο συνεπείς σε όλη τη διάρκεια του έργου, αλλά ήταν επίσης ειλικρινείς, και κινήθηκαν αδιάκοπα αλλά πειστικά μεταξύ των πιο αστείων και μη στιγμών.
Πράγματι, η ικανότητα του cast να είναι τόσο ενταγμένο σε ένα έργο που αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από μεγάλους και ποικίλους μονόλογους, μας έκανε να αισθανόμαστε ότι ήταν αφοσιωμένο στην ιδέα, όπως ήταν και ο σκηνοθέτης, και ότι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης αυτών των ιστοριών ήταν με αυθεντικότητα, απλότητα και πρόθυμη ειλικρίνεια.
Η Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου με την έμφυτη αμεσότητα της, αλλά και την ικανότητα ελέγχου των εκφραστικών της μέσων μεταφέρει τη θλίψη της Anna, ανταποκρίνεται με σεβασμό ακόμα και στις πιο ιδιαίτερες περιγραφές, όπως η σκηνή της αυτοκτονίας, και προσπαθεί επιτυχημένα να προσεγγίσει το χαρακτήρα της με περισσότερες αποχρώσεις και καθαρότητα.
Ο Ευθύμης Γεωργόπουλος στο ρόλο του Άλεξ είναι εξαιρετικός. Καταφέρνει, παρά το όμορφο παρουσιαστικό του, να γίνει αντιπαθής, όπως πρέπει, στο ρόλο ενός κυνικού τραπεζίτη που μένει απρόσβλητος από οποιοδήποτε συναίσθημα, και που διαφοροποιεί τη συμπεριφορά του ανάλογα με το τι έχει να αποκομίσει από κάθε συνθήκη.
Η Λία Τσάνα, ανταποκρίνεται εύστοχα στο ρόλο της Celia, ενός ίσως από τους παράδοξα χτισμένους ρόλους στο έργο. Η ηρωίδα της όχι μόνο δεν έχει κανένα σημείο συντριβής και οδύνης για την απώλεια της μητέρας της από το τρομοκρατικό χτύπημα, αλλά δίνει μεγάλο βάρος στις περιγραφές της τελειότητας των τελετών, σε μια απόλυτη έλλειψη ενσυναίσθησης. Έξυπνη και απλή ερμηνεία.
Στο ρόλο του Clive, ο Βαγγέλης Σαλευρής έχει όλη την ανωριμότητα και την αφέλεια που απαιτεί ο ρόλος του, στην προσπάθεια του να ανακαλύψει τι είδους Μουσουλμάνος είναι και πού ανήκει. Η Χρηστίνα Γαρμπή, στο ρόλο της Florence, αναλαμβάνει τον πιο χιουμοριστικό ρόλο, και ταυτόχρονα την ηρωίδα με τη μεγαλύτερη σκηνική ένταση, και ανταποκρίνεται με ενέργεια και άνεση.
Ο Μανώλης Κλωνάρης, στον πιο διφορούμενο, αλλά και λιγότερο αξιοποιημένο από το κείμενο ρόλο του Graham, έχει την απαιτούμενη σοβαρότητα και ανταποκρίνεται επιτυχώς στην αποκάλυψη της τραχύτητας του ήρωα του. Ο Graham ως ρόλος και ως κοινωνικό φαινόμενο θα άξιζε μιας πραγματικά βαθιάς ανάλυσης και ενδοσκόπησης, αλλά ο συγγραφέας δεν του αφιέρωσε περισσότερα στοιχεία αφυπνιστικής μυθοπλασίας που στοχεύουν σε μια πιο ενδελεχή ενδοσκόπηση και έτσι ο ήρωας παραμένει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, ανεξερεύνητη περίπτωση.
Συνολικά, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η παράσταση κινείται σε αξιόλογα επίπεδα, και προσπαθεί με τον τρόπο της να προβληματίσει. Είναι σημαντικό ότι ο Θοδωρής Βουρνάς για μια ακόμα φορά επιλέγει ένα έργο που δύναται να αποτελέσει αφορμή για συζητήσεις. Μπορεί το ίδιο το έργο να έχει εμφανή ελαττώματα για το ελληνικό, πιο συναισθηματικά εμπλεκόμενο κοινό, όμως σε κάθε περίπτωση τόσο η σκηνοθεσία όσο και οι ερμηνείες είναι αξιόλογες και προσεγμένες.
Συντελεστές της παράστασης:
Συγγραφέας: Stuart Slade
Μετάφραση: Λυδία Τριγώνη
Σκηνοθεσία: Θοδωρής Βουρνάς
Βοηθός Σκηνοθέτη: Λυδία Τριγώνη
Production Design: Κασσιανή Λεοντιάδου
Κινησιολογία: Ντέπυ Γοργογιάννη
Σχεδιασμός ήχου-φωτισμού:Κασσιανή Λεοντιάδου, Σπύρος Δουκέρης, Λήδα Γρηγοριάδη
Artwork: Γιώργος Γιαννίμπας
Trailer: Γιώργος Τσιρογιάννης
ΠΑΙΖΟΥΝ: Χρηστίνα Γαρμπή, Ευθύμης Γεωργόπουλος, Μανώλης Κλωνάρης, Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, Βαγγέλης Σαλευρής, Λία Τσάνα