Το Λαχταρώ (Crave) της Sarah Kane ανεβαίνει στο Θέατρο Ροές από τις 6 Ιουνίου και για λίγες παραστάσεις, σε σκηνοθεσία Χρήστου Τζιούκαλια.
- Κριτική της Παράστασης Κάτια Σωτηρίου
Το Crave, το οποίο υπέγραψε η Σάρα Κέιν ως Marie Kelventon προκειμένου να αποφύγει προκατασκευασμένες αντιδράσεις και προκαταλήψεις των κριτικών και των MME, έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Traverse στο Εδιμβούργο, στις 13 Αυγούστου 1998. Ο Guardian χαιρέτισε το έργο ως προάγγελο ενός καινούριου ποιητικού θεάτρου και επισήμανε τις πολλαπλές συνηχήσεις του, κυρίως από τον Μπέκετ και την «Ερημη Χώρα» του Τ.Σ. Ελιοτ. Πραγματεύεται τους πόθους, την αγάπη, την κατάχρηση, την αιμομιξία, την απόρριψη, το βιασμό, την εσωτερική σύγκρουση, τη μνήμη, το τραύμα, τον πόνο, τη σεξουαλική επιθυμία, τη λαχτάρα, και την απώλεια. Αυτή τη φορά η βία στο κείμενο δεν εμφανίζεται επί σκηνής, αλλά στα μυαλά και τις μνήμες τεσσάρων χαρακτήρων. Η βίαιη απεικόνιση γίνεται μια εικόνα κειμένου.
Το θεατρικό έργο της Σάρα Κέιν, μιας από τις πιο διάσημες και “αδιάκριτες” δραματουργούς του 20ου αιώνα, βασίζεται αναμφισβήτητα σε ένα μοναδικό μείγμα θεατρικών παραγόντων που είναι συχνά εμφανείς στις παραγωγές του έργου της. Οι παραγωγές της, που ταξινομούνται κυρίως στην κατηγορία του «In-Yer-face theatre», αφορούν στο μοναδικό μείγμα της θεωρίας, της πρακτικής και της παραγωγής που είναι γνωστό ως «Theatre of Extremes», και του λιγότερο γνωστού, «The Theatre of Trauma», ένας όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της θεατρικής πρόθεσης της Kane από την Cathy Caruth, που ορίζει το τραύμα ως μια δύναμη τόσο αποτελεσματική στο ανθρώπινο μυαλό ώστε ο εγκέφαλος δεν είναι σε θέση να κατανοήσει και να συνειδητοποιήσει τις πληροφορίες που λαμβάνει.
Τα δεδομένα της ζωής, στην περίπτωση αυτή, σπειρώνονται στο ασυνείδητο και έχουν μεγαλύτερη επίδραση στη συνολική διαδικασία της σκέψης, περισσότερο από ό, τι θα μπορούσε ποτέ να έχει η συνειδητή κατανόηση των δεδομένων. Αυτή η ιδέα συναντάται και στον Artaud, τον πρωτοπόρο του διαβόητου Θεάτρου της Σκληρότητας, η τεχνική του οποίου είχε τη γενική πρόθεση να δημιουργήσει σκληρές εικόνες που θα διευρύνουν την ανθρώπινη συνείδηση των μελών του ακροατηρίου του.
Στο Crave το κείμενο υποδεικνύει πού αρχίζει η ομιλία, αλλά δεν δείχνει πού τελειώνει και δεν τα αναθέτει σε σαφώς οριζόμενους χαρακτήρες. Στο Crave Σάρα Κέιν δεν δημιουργεί συγκεκριμένους χαρακτήρες με σαφή ονόματα. Τους δίνει μόνο τα γράμματα Α, Β, Γ και Μ. Σπάζοντας τα παραδοσιακά όρια του δραματικού θεάτρου, όπου οι χαρακτήρες και η δραματουργία είναι πολύ σημαντικά στοιχεία, η Sarah Kane δημιουργεί μη δραματικούς χαρακτήρες. Τέσσερις άνθρωποι στο κείμενο, που ίσως είναι τέσσερις εκφάνσεις του ενός, μιλούν για παράξενα γεγονότα που αναφέρονται μεταξύ τους και επιθυμούν κάτι σε ένα άγνωστο μέρος. Αλλά δεν έχουν καμία φυσιολογική και ουσιαστική αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Δεν υπάρχουν κατευθυντήριες οδηγίες για τους ρόλους τους, δεν υπάρχουν πραγματικές πληροφορίες για την ηλικία, το φύλο και τα ατομικά χαρακτηριστικά τους. Δεν υπάρχει χρονολογική πλοκή, συγκεκριμένος τόπος ή γραμμικός χρόνος. Παρά τη χρήση μιας αποσυνδεδεμένης γλώσσας, οι επαναλαμβανόμενοι διάλογοι, οι αντιφατικές ομιλίες, τα ρητά γεγονότα καθορίζουν την ψυχή του κειμένου.
Με την οικονομική χρήση της γλώσσας εκφράζει τις επιθυμίες, και τους πόνους των ομιλητών. Οι τέσσερις χαρακτήρες στο κείμενο μιλούν σύντομα, με προτάσεις με πολύ περιορισμένες λέξεις, με ημιτελείς προτάσεις για να προσπαθήσουν να επικοινωνήσουν. Και όπως συμβαίνει και στο 4.48 Ψύχωση, το Crave θυμίζει τα μεταγενέστερα δράματα του Beckett στις προσπάθειές τους να διατυπώσουν επίσης την εικόνα ενός μυαλού, αποξενωμένου από το σώμα του.
Το Crave επιδεικνύει επίσης την εμπειρία του πόνου και της τραυματικής εμπειρίας μετά την εκδήλωση του. Δείχνει την ιδέα του Lehmann για τον μετατραυματικό πόνο και την κάθαρση, κάνοντας μια μετάβαση από τον “αναπαριστώμενο πόνο” στον “πόνο που βιώνεται στην αναπαράσταση”. Η κάθαρση στην Κέιν δεν αφορά μόνο την ρευστότητα της επιθυμίας και της ταυτότητας, αλλά αφορά ακόμα και τη δυνατότητα του να ελπίζει κανείς στην αγάπη.
Οι τέσσερις χαρακτήρες συμμετέχουν σε συνομιλία μεταξύ τους, ή ίσως μαζί τους, σε ένα σχεδόν λυρικό μείγμα συναισθημάτων. Το αποτέλεσμα είναι ένα έργο που είναι δύσκολο να ερμηνευθεί, καθώς το κείμενο δίνει αναλαμπές στις ζωές των τεσσάρων χαρακτήρων, αλλά ταυτόχρονα ξεδιπλώνει αυτές τις αναλαμπές με διάφορους τρόπους. Ενώ μπορεί να υπάρξει ένα επιχείρημα για την υποκειμενικότητα που κατανέμεται μεταξύ των τεσσάρων φωνών στο Crave, είναι σαφές ότι ενώ αυτές οι φωνές συνδέονται, πρέπει να παίζονται από ξεχωριστούς καλλιτέχνες. Οι τέσσερις ξεχωριστές φωνές αντιπροσωπεύουν την αδυναμία επικοινωνίας, και την ψυχολογική δυσφορία όταν κανείς δεν είναι πρόθυμος να ακούσει. Η δυνατότητα συλλογικής υπερνίκησης – ή οι χαρακτήρες που εργάζονται μαζί για να μειώσουν τη δική τους ψυχολογική δυστυχία – χάνεται εξαιτίας της αδυναμίας τους να συνδεθούν μεταξύ τους.
Η παράσταση
Η ερμηνεία, και κυρίως η σκηνική αποτύπωση του ποιητικού, παραληρηματικού λόγου, και της βαθιάς κοινωνικής κριτικής για την αυτάρκεια της ψυχής, την αποδόμηση του φύλου και την αυτοδιάθεση του σώματος που κρύβει ο λόγος της Κέιν είναι μια τεράστια πρόκληση για κάθε σκηνοθέτη.
Η σκηνοθεσία του Χρήστου Τζιούκαλια έντιμη, αλλά κάπως άνευρη, έκανε μια απλή αναπαράσταση του κειμένου, χωρίς να επιτρέψει στο θεατή την καταβύθιση στο ασυνείδητο των ηρώων και στο δύσβατο σκοτάδι της Κέιν. Παρά τις μεμονωμένες ερμηνευτικές προσπάθειες, υπάρχει περιορισμένη σκηνική χημεία μεταξύ των ηθοποιών και υπάρχει μόνο ως υπονοούμενο το βάθος του τι προσπαθούν να πουν, μειώνοντας την εξαρτησιογόνα υπόσταση των εαυτών και χαρακτήρων του έργου. Η σκηνοθεσία κινήθηκε σε ήρεμα νερά, χωρίς αποχρώσεις, και χωρίς συναισθηματική ένταση, παρασύροντας μαζί της την απόγνωση, την τρέλα, την ανάγκη του αρχικού κειμένου.
Οι σωστοί και ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Γιάννη Δρακουλαράκου, και το σκηνικό είχαν μια ενδιαφέρουσα σκληρότητα που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καίριο σχόλιο εάν το σύνολο της σκηνοθετικής ανάγνωσης είχε μια ξεκάθαρη άποψη πώς να χειριστεί τις ποιητικές διακυμάνσεις του λόγου της Κέιν. Η παράσταση ωστόσο ευτύχησε να έχει την Μπρούσκου και τη Μπουζούρη που λειτούργησαν συνεκτικά στα επιμέρους ημιδομημένα στοιχεία, και μετέφεραν επί σκηνής την μεγάλη τους εμπειρία στο έργο της Κέιν.
Η Άντζελα Μπρούσκου με την εκφραστικότητα και το χαρακτηριστικό προσωπικό της στίγμα, ήταν η αφηγήτρια του έργου. Έχοντας αναλύσει βαθιά την Κέιν, κατάφερε να αποδώσει τη δέουσα υφέρπουσα ειρωνεία της, αλλά και να ταράξει το θεατή με τον πιο συγκλονιστικό μονόλογο που έγραψε ποτέ η Κέιν, όπου καταμετρώνται με μία ανάσα ο αληθινός, ο αιώνιος, ο άνευ όρων έρωτας και η απώλεια, με μια ερμηνεία βαθιάς πληγής εμποτισμένης με αξιοπρέπεια και ρεαλισμό.
Η Παρθενόπη Μπουζούρη, ευέλικτη στις ακροβασίες των διαθέσεων του κειμένου, συνθέτει με την εμπειρία της τα επιμέρους δραματικά συστατικά του χαρακτήρα της, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα και την ελλοχεύουσα ευάλωτη πλευρά της, αλλά κυρίως αποδίδοντας τις ψυχικές ταλαντώσεις ,και τον απεγνωσμένο, τον επιθυμητικό και οργισμένο λόγο της Κέιν.
Η Φελίς Τόπη λίγο αμήχανη αρχικά, κατάφερε τελικά να αποδώσει το συντριπτικά τραυματισμένο χαρακτήρα της, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για ταλαντούχο πλάσμα με ενθουσιασμό και εσωτερική εκρηκτικότητα.
Κάπως πιο πενιχρή η σκηνική παρουσία και ερμηνεία του Κωνσταντίνου Μαργαρίτη από ότι θα θέλαμε, δεν προσέγγισε την άβυσσο της ζωής και της ψυχής του ήρωα του.
Στο σύνολο της η παράσταση χρειαζόταν περισσότερη τόλμη στη σκηνοθεσία της, και μια πιο διερευνητική ματιά για να αξιοποιήσει και το έμψυχο υλικό της, να σφυρηλατήσει καλύτερα τις γέφυρες ανάμεσα στους ερμηνευτές και να αποδώσει τους ελιγμούς της σκέψης και της γραφής της Κέιν, και για να περάσει από το στάδιο μιας πειραματικής προσέγγισης σε μια στέρεη πρόταση.
Συντελεστές
Μετάφραση: Μάνος Λαμπράκης
Σκηνοθεσία: Χρήστος Τζιούκαλιας
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Βοηθός σκηνοθέτη: Τζίνα Κανελλοπούλου
Διεύθυνση Παραγωγής: Νίκος Μαυράκης
Βοηθός Παραγωγής: Κωνσταντίνα Δούκα-Γκόση
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Σχεδιασμός αφίσας: Σταύρος Μπιλιώνης
Βίντεο: Γιώργος Κυπριανίδης
Παραγωγή: TooFarEast Productions
Παίζουν: Άντζελα Μπρούσκου, Παρθενόπη Μπουζούρη, Φελίς Τόπη, Κωνσταντίνος Μαργαρίτης Info 6- 14/06 Ροές, Ιάκχου 16, Γκάζι, 210 3474312 Ώρα: 21:00, Εισιτήριο: 8-15 ευρώ