- Κριτική της Παράστασης Κάτια Σωτηρίου
- Αποκλειστικές φωτογραφίες για το Mytheatro Ελπίδα Μουμουλίδου
Το θέατρο Τόπος Αλλού παρουσιάζει την παράσταση «Ευτυχείτε!» ή «2 εύθυμες ιστορίες για ανθρώπους που δεν ξέρουν να μιλούν» σε σκηνοθεσία Βίκυς Βολιώτη, βασισμένη σε δυο μονόπρακτα του Franz Xaver Kroetz «Τα αγαπημένα μας τραγούδια» και «Δουλεύοντας στο σπίτι».
“Τα αγαπημένα μας τραγούδια” – Πρώτο μέρος
Το πρώτο μέρος, “Τα αγαπημένα μας τραγούδια” είναι ένα παράξενο μονόπρακτο, ένα είδος φωνητικού αντίθετου του έργου «Η ανθρώπινη φωνή» του Jean Cocteau. Μια νέα γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι της και ξεκινά το βραδινό της τελετουργικό. Κρεμάει το παλτό της, βγάζει τα ρούχα της, καθαρίζει λίγο, βάζει το ραδιόφωνο, ετοιμάζει το βραδινό της, μετά ξανακαθαρίζει, ολοκληρώνει το παζλ της. Σε αυτό το καθαρό διαμέρισμα και σε αυτή την εξίσου τακτοποιημένη, στα όρια του ιδεοψυχαναγκασμού, ζωή, η γυναίκα έχει εγκιβωτιστεί σε μια διατεταγμένη και άδεια ύπαρξη.
Αρχικά, ο θεατής αισθάνεται σαν εισβολέας στην προσωπική ζωή μιας γυναίκας, αλλά με την πάροδο του χρόνου συνειδητοποιεί ότι είναι ο μάρτυρας και ο αόρατος σύντροφος της, που ταιριάζει τη δική του σιωπή με τη δική της, περιμένοντας να δει ποια είναι τα όρια της ζωής της γυναίκας αυτής. Το καθαρά δραματικό όραμα του Kroetz σε αυτό το μονόπρακτο είναι ότι το τετριμμένο μετατρέπεται σε κάτι σχεδόν συναρπαστικό. Η ηρωίδα του παραμένει σιωπηλή, καθώς επιδίδεται στις καθημερινές μηχανικές δραστηριότητες της. Μέχρι το τέλος της πράξης ο φαινομενικά απαθής αυτός χαρακτήρας, μια γυναίκα χωρίς βιογραφικό, μεταφέρει στο θεατή την αίσθηση της ανείπωτης μοναξιάς.
Η σκληρή ειρωνεία της νυχτερινής ρουτίνας της νεαρής γυναίκας είναι ότι ετοιμάζει το διαμέρισμά της και το σώμα της για μια ζωή που δεν θα ζήσει. Ετοιμάζει τα ρούχα της, μελετά σχολαστικά κάποιες διαφημίσεις, καθαρίζει το τασάκι μετά το κάπνισμα, βάζει κρέμα, καθαρίζει τα ψεγάδια από το πρόσωπό της. Αυτές οι ενέργειες δείχνουν παραπλανητικά μια αισιοδοξία ότι το αύριο μπορεί να είναι ανεκτό. Κι όμως, η μόνη της συντροφιά είναι μια ραδιοφωνική εκπομπή, με τη φωνή του ραδιοφωνικού παραγωγού εν προκειμένω να ανήκει στον Αλέξη Κωστάλα – ίσως την πιο αναγνωρίσιμη, ζεστή και οικεία φωνή που μας έχει συντροφεύσει σε μουσικές, τελετές και σπορ. Ίσως αυτή η γυναίκα αγωνίζεται να κρατηθεί στη ζωή και το μόνο πράγμα που μπορεί να την κρατήσει είναι αυτά τα αντικείμενα, γιατί αυτές είναι οι μόνες σχέσεις που έχει. Αυτό το τέλμα, αυτή η έλλειψη την οδηγεί στην τελική της, σοκαριστική πράξη.
Ο Kroetz, ένας δυτικογερμανικός πειραματιστής, επιδιώκει να καταστρέψει τη θεατρική σύμβαση, ξεκινώντας από την εξάρτηση του θεάτρου από τη λέξη. Το μονόπρακτο του δεν είναι μια σειρά εικόνων, αλλά μια κατάσταση ζωής δραματοποιημένη χωρίς συναισθηματικό ή τεχνητό τρόπο. Η ηρωίδα του με τη σιωπή της μιλά εξ ονόματος εκείνων των άφωνων ψυχών στη σύγχρονη κοινωνία που αισθάνονται χαμένοι, άσκοποι, μόνοι και παραιτημένοι. Είναι μια πολιτική και πολύ ανθρώπινη φωνή.
Η Βίκυ Βολιώτη μετατρέπει και τα δυο μονόπρακτα σε μια συγκινητική, ενοχλητική και κλιμακούμενα σοκαριστική εμπειρία. Στο πρώτο μονόπρακτο έρχεται αντιμέτωπη με μια αντιθεατρική σύμβαση: τη σιωπή. Εργάζεται όμως εμπνευσμένα με την ανθρώπινη ενέργεια, και με την συνεργασία μιας εξαιρετικά πειθαρχημένης και συγκινητικά οικείας Άντριας Ράπτη καταφέρνει να ενισχύσει την αίσθηση της διαισθητικής παρουσίας, δίνοντας στο θεατή ταυτόχρονα την ελευθερία να επιλέξει τον τρόπο επεξεργασίας και παρακολούθησης της ερμηνείας αυτής. Η σκηνοθετική πρόταση για την απεικόνιση αυτής της νυχτερινής διαδρομής προς το θάνατο οδηγεί σε ένα αινιγματικό και ουσιαστικό τελετουργικό, παράξενο και συγκινητικό αποχαιρετισμό.
Για την ηθοποιό , το να εγκαταλείψει το πιο ισχυρό εργαλείο – τη φωνή της, ήταν επίσης μια συγκίνηση και ένα πείραμα. Μπορεί η δύναμη της να φτάσει ακόμα στο κοινό, μπορεί να επικοινωνήσει τον πλούσιο και περίπλοκο εσωτερικό κόσμο του χαρακτήρα της χωρίς να ψιθυρίσει έναν ήχο; Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Άντρια Ράπτη με την εκφραστικότητα του προσώπου της τα καταφέρνει περίφημα. Η ιδιαιτερότητα των κινήσεων, καθώς η τις εκτελεί με προσεκτική αυθεντικότητα, επιτρέποντας μόνο στιγμιαία την έκρηξη του υφέρποντος πάθους, απέτρεψε τη θλιβερή ζωή που απεικονίζεται από το να είναι αδιάφορη.
Δουλεύοντας στο σπίτι – Δεύτερο Μέρος
Στο δεύτερο μέρος, στο μονόπρακτο “Δουλεύοντας στο σπίτι”, παρακολουθούμε ένα ζευγάρι που ζει μαζί. Ο Willy χάνει τη δουλειά του μετά από ένα ατύχημα με μηχανάκι Από τότε δουλεύει στο σπίτι συσκευάζοντας σπόρους. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νοσοκομείο μετά το ατύχημα, η σύζυγος του μένει έγκυος από έναν “ξένο”. Ο Willy θεωρεί ότι δεν τον αφορά, ότι δεν είναι το παιδί του. Θυμάται ότι η μητέρα του έριξε πολλά παιδιά χρησιμοποιώντας μια βελόνα πλεξίματος. Η αποβολή όμως της γυναίκας του αποτυγχάνει και το παιδί γεννιέται με βλάβη, κάτι που το καθιστά μη ελκυστικό για υιοθεσία. Όταν η Marta αφήνει τον Willy, επειδή μόνιμα την ταπεινώνει, ο Willy μένει με το παιδί και τελικά το σκοτώνει. Η πράξη παραμένει άνευ τιμωρίας και η Marta, επειδή αυτό το μωρό που δεν ανήκει πουθενά παύει να υπάρχει, επιστρέφει στο σπίτι και συνεχίζει τη ζωή της με τον Willy σαν να μη συνέβη τίποτα.
Το δεύτερο αυτό μονόπρακτο του Kroetz που εύστοχα ενώνεται με «Τα αγαπημένα μας τραγούδια», ταράζει με το βαθύ αμοραλισμό και την απάθεια των ηρώων, που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα στη ζωή τους, αδιαφορώντας για το ψυχολογικό και ηθικό βάρος και βάθος των αποφάσεων τους. Οι διάλογοι τους είναι ψυχροί, δεν έχουν καμιά χροιά πραγματικού συναισθήματος, παρά μόνο μια διάθεση τακτοποίησης μιας ζωής χωρίς νόημα.
Ο δραματουργικός στόχος του έργου ήταν να ανατρέψει τα γεγονότα που συμβαίνουν μέσα από την αραιή γλώσσα, τη μη έκφραση των συναισθημάτων. Αυτό για το οποίο δε μιλά κανείς, δεν συνέβη ποτέ. Στο δεύτερο αυτό μονόπρακτο είναι εμφανής η ιδεολογική εξέλιξη του Kroetz, που επικεντρώνεται στις ζωές κατώτερης τάξης ανθρώπων. Οι χαρακτήρες είναι θύματα, καταπιεσμένοι από ένα σύστημα αξιών τις οποίες έχουν εσωτερικοποιήσει, και από μια γλώσσα που δεν επιτρέπει την κατανόηση του εαυτού τους ή των δυνάμεων που τους κατακρατούν. Ο όρος “περιγραφικός ρεαλισμός” όχι μόνο περιλαμβάνει την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και καθορίζει τη σκεπτικιστική στάση του Kroetz, ο οποίος αποφεύγει να σχολιάζει, επιτρέποντας στους χαρακτήρες να παρουσιάζουν συναισθηματικές δυσκολίες μέσω χαρακτηριστικών ομιλιών και σιωπηλών ενεργειών. Αν και οι ίδιοι οι χαρακτήρες δεν βλέπουν τέλος ή λύση στα προβλήματά τους, ο θεατής καλείται σιωπηρά να σκεφτεί τις καθοριστικές συνθήκες που τους οδηγούν στις πράξεις τους.
Ενώ στο δεύτερο μέρος οι ήρωες μιλούν, οι κατεστραμμένοι διάλογοι τους εμποδίζουν την κατανόηση των προβλημάτων και των αιτιών τους και η απάθεια τους ανακουφίζεται με κάποιες βίαιες ενέργειες και το αστικό σύστημα αξιών. Το παράδοξο μήνυμα του Kroetz είναι ότι αυτό που θα αποκαλούσαμε το ζευγάρι της διπλανής πόρτας είναι πάλι κλεισμένο πίσω από ένα τείχος καταπιεσμένης βίας. Οι γονείς είναι στην πραγματικότητα τα πιο θλιβερά πλάσματα: δεν μπορούν να σπάσουν τον απαράδεκτα επιβεβλημένο κώδικα τιμής και ευπρέπειας, και το φαίνεσθαι πρέπει να διατηρηθεί ακόμη και με την απώλεια του δικού τους παιδιού.
Η Βίκυ Βολιώτη επιτρέπει με την προσέγγιση των πολλών επιμέρους σκηνών μέσα στο μονόπρακτο και τις σωστά μετρημένες παύσεις των ηθοποιών, να ανακαλύψουμε ξανά την ρυθμική ισορροπία του θεάτρου, που αναζωπυρώνει την ευαισθησία μας απέναντι στο ανείπωτο, στο σοκαριστικό. Γιατί ενώ κάποιες στιγμές οι ήρωες σιωπούν, ή απλά κοιτούν ο ένας τον άλλο, ανίκανοι να επικοινωνήσουν, αμέσως μετά μιλούν μεταξύ τους για πράγματα φρικτά, με την άνεση του πιο τετριμμένου θέματος.
Ο Γιάννης Στόλλας έδωσε στον χαρακτήρα του Willy ένα βαθύ μοιρολατρισμό, περιστασιακά σπασμένο από μια παιδική αγωνία που πρόδιδε ότι περίμενε περισσότερο από τη ζωή κάποια στιγμή. Η Άντρια Ράπτη, σε κόντρα ρόλο σε σχέση με το πρώτο μονόπρακτο, δοκιμάζει τα όρια της απάθειας της ηρωίδας της με άνεση. Και οι δύο ηθοποιοί ερμηνεύουν με υψηλή ευαισθησία και συγκέντρωση. Έτσι, οι φαινομενικά ακλόνητες εκφράσεις του προσώπου και των δύο σπάνε επανειλημμένα από παρορμήσεις που καθιστούν φανερή την απάνθρωπη απελπισία και την τραγωδία την οποία προκαλούν, πέρα από την κατανόηση τους. Η ερημιά και η έλλειψη επικοινωνίας, αλλά και τα λάθος λόγια είναι τόσο εκκωφαντικά όσο και στο πρώτο, χωρίς λόγια, μέρος.
Η μετάφραση της Έφης Ρευματά ρέουσα και εύκολη στην παρακολούθηση της, εύστοχοι οι φωτισμοί των Γιάννη Ροζέα και Βίκυς Βολιώτη, που ειδικά σε κάποιες σκηνές κατάφεραν να ανεβάσουν ψηλά τη σκηνική ένταση. Τα σκηνικά του Χρήστου Χαρίση μεταφέρουν τους δυο διαφορετικούς κόσμους των μονοπράκτων, ίσως όμως είναι λίγο πιο φορτωμένη η σκηνή από όσο θα θέλαμε.
Στο σύνολο της η παράσταση καταφέρνει να σοκάρει το θεατή, που έρχεται αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα την οποία πολύ συχνά προσπαθεί να αγνοήσει: τις τρομερές επιπτώσεις της μοναξιάς, και της έλλειψης επικοινωνίας ακόμα και μέσα σε μια σχέση. Ίσως το στοιχείο που κάνει το θεατή να αισθανθεί πιο άβολα είναι ότι καλείται να πάρει θέση σε καταστάσεις στις οποίες θα πρέπει να αναγνωρίσει τον εαυτό του, και το συνάνθρωπο του. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση, σκοτεινή και στατική, με μια δική της ζωή, και περισσότερο σαρκασμό από ό, τι θα περίμενε κανείς, που δοκιμάζει τα όρια της κατανόησης της κοινωνικής πραγματικότητας από την πλευρά του θεατή.
Συντελεστές
- Μετάφραση: Έφη Ρευματά
- Σκηνοθεσία: Βίκυ Βολιώτη
- Σκηνικά: Χρήστος Χαρίσης
- Κοστούμια: Μίκα Πανάγου
- Φωτισμοί: Γιάννης Ροζέας – Βίκυ Βολιώτη
- Χορογραφία: Μαρίζα Τσίγκα
- Παίζουν: Γυναίκα: Άντρια Ράπτη, Άντρας: Γιάννης Στόλλας,
- Φωνή ραδιοφωνικού παραγωγού: Αλέξης Κωστάλας
- Διάρκεια Παραστάσεων: από 4/5 έως 27/5
- Πληροφορίες: Κρατήσεις: 2108656004, 2108679535
- Παραστάσεις: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 21.00, Κυριακές 20.00
- Βοηθός Σκηνοθετη: Έφη Ρευματά