Το τέλος της θεατρικής σεζόν μας επιφύλαξε μια πολύ ωραία έκπληξη: τη Χορευτική Πανούκλα που παρουσιάστηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στη νεοπαγή σκηνή Ωμέγα, σε κείμενο και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μάρκελλου.
- Κριτική Κάτια Σωτηρίου
- Φωτογραφίες για το mytheatro Ελπίδα Μουμουλίδου
Το καλοκαίρι του 1518, στη γαλλική πόλη του Στρασβούργου, μια γυναίκα βγήκε στο δρόμο και άρχισε να χορεύει ασταμάτητα, για μέρες. Μέσα σε μια εβδομάδα, δεκάδες άλλοι είχαν υποκύψει στον ίδιο σωματικό καταναγκασμό, χωρίς να μπορεί κανείς να βρει τη γενεσιουργό αιτία του φαινομένου. Μέσα σε ένα μήνα, μερικές εκατοντάδες που βρέθηκαν παγιδευμένοι σε αυτή την ακαταμάχητη επιθυμία να χορέψουν, χόρεψαν μέχρι θανάτου.
Η «χορευτική πανούκλα» του Στρασβούργου είναι από μόνη της ένα εξαιρετικά διφορούμενο και μυστηριώδες γεγονός. Όσον αφορά το παράξενο και την κατανόηση των άκρων που μπορεί να μας οδηγήσει ο εγκέφαλος, είναι ένα από τα πιο περίεργα ιστορικά γεγονότα. Τα στοιχεία για τη μετάδοση, η οποία σάρωσε το Στρασβούργο εκείνο τον Ιούλιο, είναι δυσνόητα. Τα χρονικά υποδηλώνουν ότι «πολλοί άνθρωποι πέθαναν», και μια αναφορά αναφέρει ότι οι θάνατοι ήταν τουλάχιστον 15 την ημέρα. Οι πιο λεπτομερείς αναφορές προέρχονται από τα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου, καθώς οι πρεσβύτεροι της πόλης προσπάθησαν να συγκρατήσουν τον χορό. Στην αρχή συμβουλεύτηκαν γιατρούς που πρότειναν ότι η καλύτερη πορεία δράσης ήταν να αφήσουν τους πάσχοντες να απαλλαγούν από το «υπερθερμασμένο αίμα» τους, χορεύοντας περισσότερο. Έτσι έχτισαν μια σκηνή στην αγορά και παρείχαν μουσικούς για να παροτρύνουν τους χορευτές. Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν «οι ξέφρενες κινήσεις των χορευτών δημιούργησαν την εντύπωση ανθρώπων που προσπαθούσαν να κρατήσουν τα πόδια και τα πόδια τους από το να καούν, σαν να ήταν τοποθετημένοι πάνω από μια φωτιά».
Όταν οι χορευτές συνέχισαν να πεθαίνουν, οι αρχές δοκίμασαν μια άλλη στρατηγική, περιορίζοντας τους στα σπίτια τους, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσαν να καθαρίσουν την πόλη από την αμαρτία – απαγορεύοντας τις πόρνες, τους χρόνιους τζογαδόρους και τους συνήθεις μέθυσους. Όταν ακόμη και αυτό δεν λειτούργησε, κανόνισαν να δέσουν τους χορευτές σε κάρα και να μεταφερθούν στο ιερό του Αγίου Βίτου, του προστάτη του χορού. Εκεί τους έβαλαν τα πόδια σε κόκκινα παπούτσια – γεγονός που χρησιμοποίησε ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν όταν έγραψε μια ιστορία για μια κοπέλα που ήταν καταραμένη να χορέψει μέχρι θανάτου – και τους ευλόγησαν με ιερό λάδι και νερό πριν περπατήσουν γύρω από το ιερό.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της μεσαιωνικής περιόδου, τα συνεχόμενα χορευτικά επεισόδια συνήθως δεν αναφέρονται ως πληγές αλλά ως κατάρες. Αυτή η γλωσσική διαφορά υποδηλώνει τη μεσαιωνική αντίληψη της χορευτικής μανίας ως υπερφυσικής προκληθείσας, πνευματικής ασθένειας. Η αντίληψη της χορευτικής μανίας εντάσσεται σε μια κατανόηση της ασθένειας και της τρέλας που υποστήριζε ότι λόγω της απόλυτης κυριαρχίας του Θεού, η θεϊκή παρέμβαση περιλαμβανόταν με κάποιο τρόπο στην προέλευση, την αιτία και τη θεραπεία κάθε ασθένειας. Αν και όλοι συμφώνησαν ότι η αμαρτία θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε κάποιου είδους αταξία, οι μεσαιωνικοί γιατροί, θεολόγοι και φυσικοί φιλόσοφοι γενικά διατήρησαν την ορθόδοξη θέση ότι κάθε αιτιότητα μπορεί τελικά να αποδοθεί στον Θεό, είτε μέσω της χειροτονίας, της κίνησης των πλανητών είτε μέσω πιο άμεσης δράσης. Και αυτό είναι ένα βασικό θέμα και στην παράσταση του Κωνσταντίνου Μάρκελλου που επέλεξε να σχολιάσει τις κοινωνικές, πολιτικές και οντολογικές προεκτάσεις της τότε πανδημίας, και να παρουσιάσει με βιτριολικά χιουμοριστικό τρόπο τις προσπάθειες της επιστήμης, της εκκλησίας, της πολιτικής και της δικαιοσύνης να καπηλευθούν τα αποτελέσματα της πρωτόγνωρης αυτής κατάστασης, και να δαμάσουν τις ανθρώπινες ελευθερίες και την αυτοδιάθεση σώματος και πνεύματος.
Η παράσταση
Η ελκυστικότητα της ιστορίας που έγραψε ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος είναι ότι ταιριάζει με την εποχή μας. Το δικό μας lockdown, η δική μας επιδημία, ο δικός μας εγκλεισμός και ο φόβος να κολλήσουμε κάτι. Υπάρχει μια διαχρονική ποιότητα στην παράσταση. Σαφής πρόθεση του σκηνοθέτη/δημιουργού είναι ο θεατής να νιώσει ότι ο χορός συνεχίζεται εδώ και αιώνες, και συνεχίζεται και αφού ο θεατής τελειώσει την παρακολούθηση της παράστασης. Υπάρχει μια συνέχεια μέσα στο χρόνο. Δεν είναι ακριβώς τοποθετημένο στο παρόν ή στο παρελθόν. Είναι διαχρονικό.
Αυτό διατρέχει την παράσταση είναι ένα συναίσθημα ιστορικότητας που ουσιαστικά ενεργοποιεί το θεατή στο να σκεφτεί ότι αυτά που βίωσε έχουν ξαναγίνει, και ότι κάτι μπορεί να αλλάξει ριζικά – μια ελπίδα που πολλοί έχουν καλλιεργήσει, ειδικά στις πρώτες μέρες της τρέχουσας πανδημίας, πιστεύοντας ότι ίσως οι σχέσεις με την εργασία, την οικογένεια ή το κλίμα, τελικά να μεταμορφωθούν. Το αίσθημα της ιστορικότητας -ίσως το αντίστροφο με την αίσθηση αυτών των καιρών που είναι «πρωτοφανές» – επιτρέπει μια κάποια εγγύτητα με άλλους ανθρώπους, τόπους και χρόνους. Και το μεγάλο κέρδος της συγκεκριμένης παράστασης είναι ότι ο χορός, και η πανδημία του, αποτελεί μέσο αποκρυπτογράφησης άλλων εντάσεων, πολιτικών και κοινωνικών, και πολιτισμικών πολέμων, για άλλες δυνάμεις επιβολής σχετικά με το ποιος επιτρέπεται να κινηθεί, γιατί, πότε και πού.
Το κείμενο του Κωνσταντίνου Μάρκελλου, που γράφτηκε και πήρε την τελική του μορφή και μέσα στις πρόβες, είναι παλλόμενο, ζωντανό και εύρυθμο, σε απόλυτη συνάρτηση με την εξαιρετική μουσική επένδυση του Λευτέρη Βενιέδη, οδηγώντας μας πίσω σε έναν, σε μεγάλο βαθμό, εξαφανισμένο κόσμο, παραπέμποντας στα αξιοθέατα, τους ήχους, τα αρώματα, τις ασθένειες και τις κακουχίες, τον ένθερμο υπερφυσικό χαρακτήρα και τον απελπισμένο ηδονισμό του ύστερου μεσαιωνικού κόσμου. Ίσως για κάποιους θεατές ο όγκος του κειμένου και το ειδικό του βάρος να είναι αρχικά δύσκολο λόγω και της φιλοσοφικής και οντολογικής του προσέγγισης, ωστόσο για μέρες μετά θα απασχολούν το μυαλό τους τα πολλά που θίγει ο συγγραφέας: ο σαρκασμός των ιερών και των πολιτικών επιβολής, και μέσω αυτού του σαρκασμού η διαδρομή προς την αυτογνωσία και τα διαρκή ερωτήματα για τη γνώση, την αυτοδιάθεση και την υποταγή.
Η εξαιρετική ιστορία που αφηγείται αυτή η παράσταση προσφέρει μια πλούσια εμβάθυνση στο πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι όταν οδηγούνται πέρα από τα όρια της αντοχής. Πάνω απ ‘όλα, αυτή είναι μια εξερεύνηση στις πιο παράξενες δυνατότητες του ανθρώπινου μυαλού και στα άκρα στα οποία μπορεί να μας οδηγήσει ο φόβος, η εκμετάλλευση του από πάσας φύσεως αρχή, και φυσικά ένας σχολιασμός στη φθαρτότητα και το εφήμερο της ζωής – ίσως αναφορά και στη φύση της θεατρικής τέχνης σε έναν βαθιά συγκινητικό τελευταίο μονόλογο από την Ελένη Στεργίου.
Αυτό το πυκνό αλλά γεμάτο χιούμορ κείμενο του ο Κωνσταντινος Μάρκελλος το σκηνοθέτησε με ευφυΐα, έντονο ρυθμό, με απλά αλλά έξυπνα ευρήματα, έχοντας στη διάθεσή του εξαιρετικούς ηθοποιούς. Μεγάλο πλεονέκτημα της παράστασης η καλοδουλεμένη ομάδα των ερμηνευτών που λειτούργησαν σε όλη τη διάρκεια της παράστασης σαν μια απόλυτα εναρμονισμένη ορχήστρα δωματίου. Η πάντα εξαιρετική Ελένη Στεργίου, ο ουσιαστικός και ερμηνευτικά ευέλικτος Χρήστος Παπαδόπουλος, ο συγκινητικά απλόχερος στην ερμηνεία του Σταύρος Ζαφείρης, ο ταλαντούχος – και μουσικά – ΙIya Algaer, ο πηγαία χιουμοριστικός Γιάννης Μαστρογιάννης, η Μυρτώ Παπά που φέρνει μια δροσερή νότα επί σκηνής και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος με το καυστικό υποδόριο χιούμορ του – η σκηνή του ραπαρίσματος είναι απολαυστική.
Εξαιρετική επιλογή από τη Νίκη Ψυχογιού η χρωματική ομοιογένεια με τα κόκκινα κουστούμια – συμβολισμό του αίματος και της έντασης, λιτά και αφαιρετικά τα σκηνικά της ίδιας , που ωστόσο δεν έλλειψαν καθόλου, και λειτουργικά ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη.
Στο σύνολο της η Χορευτική Πανούκλα είναι μια παράσταση με υπερχρονική θεματική της οποίας η ποιητική γλώσσα λειτούργησε ως οδηγός για τη σκηνική προσέγγισή της απροσμέτρητης αντίφασης της ανθρώπινης φύσης. Ελπίζουμε ότι από το χειμώνα θα παιχτεί ξανά και για μεγαλύτερο διάστημα γιατί κρύβει πολλή δουλειά, ταλέντο και κυρίως μια πολύτιμη ιστορική μαρτυρία, θεματολογικά διαχρονική και αναγκαία.
Η ταυτότητα της παράστασης στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Συγγραφή-Σκηνοθεσία: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Σύμβουλος στη Δραματουργία: ΕΛΕΝΗ ΣΤΕΡΓΙΟΥ
Πρωτότυπες Συνθέσεις-Ενορχηστρώσεις: ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΕΝΙΑΔΗΣ
Χορογραφίες-Επιμέλεια Κίνησης: ΗΡΩ ΚΟΝΤΗ
Σκηνικά-Κοστούμια: ΝΙΚΗ ΨΥΧΟΓΙΟΥ
Σχεδιασμός Φωτισμών: ΣΑΚΗΣ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗΣ
Βοηθός Σκηνοθέτη: ΒΙΒΙΑΝ ΚΡΑΒBΑΡΙΤΗ
Βοηθός Σκηνογράφου-Ενδυματολόγου: ΣΟΦΙΑ ΜΠΑΜΠΑΝΙΩΤΗ
Βίντεο-Trailer: ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΜΟΥ &ΧΑΡΙΣ ΚΑΡΑΚΟΥΛΙΔΟΥ (ArtlaborProductions)
Ηχοληψία-Μουσική Παραγωγή: ΜΙΚΕΣ ΓΛΥΚΑΣ(Studio ΜΕΤΕΡΙΖΙ)
Παίζουν: Ελένη Στεργίου, Γιάννης Μαστρογιάννης, Χρήστος Παπαδόπουλος, Ilya Algaer, Μυρτώ Παπά, Σταύρος Ζαφείρης, Λευτέρης Βενιάδης, Κωνσταντίνος Μάρκελλος.