Οι μονόλογοι του Στέφανου Παπατρέχα «Φροσύνη» και «Πασού», επιστρέφουν στο Θέατρο Άβατον για 5 Δευτερότριτα, σε σκηνοθεσία του ίδιου και του Λάζαρου Βαρτάνη. Πρόκειται για δυο ξεχωριστούς μονολόγους για το όχι και τόσο γνωστό δίπολο μιας ιστορίας που έχει καταγραφεί στο ιστορικό γίγνεσθαι των Ιωαννίνων και της Ελλάδας ολόκληρης: της Φροσύνης, αλλά και της Πασού, της γυναίκας του Μουχτάρ, που ουσιαστικά διέταξε τον πνιγμό της Φροσύνης.
- Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
- Φωτογραφίες για το mytheatro Ελπίδα Μουμουλίδου
Μια γυναίκα ηθοποιός στο πλαίσιο ενός αυτοσχεδιασμού ετοιμάζει δύο μονολόγους, πάνω σε δύο εντελώς διαφορετικές γυναίκες. Κοινό τους σημείο: ο έρωτάς τους για τον ίδιο άντρα.
Η κυρά Φροσύνη γεννήθηκε το 1773 στα Γιάννενα. Ήταν γνωστή για την ομορφιά και την καταγωγή της. Ήταν σύζυγος ενός πλούσιου εμπόρου, του Δημητρίου Βασιλείου, ο οποίος έλειπε συχνά σε ταξίδια στο εξωτερικό και για μεγάλα διαστήματα κι εκείνη συχνά γινόταν αντικείμενο σχολιασμού γιατί εν τη απουσία του συνήθιζε να βγαίνει βόλτες.
Κάποια στιγμή συνδέθηκε ερωτικά με τον γιο του Αλί Πασά, Μουχτάρ. Την ερωτεύτηκε παράφορα αλλά ήταν κι εκείνος παντρεμένος και μάλιστα η σύζυγός του, μην μπορώντας να αντέξει την εξέλιξη, ζήτησε ακρόαση από τον πεθερό της απαιτώντας την τιμωρία της Φροσύνης. Ο Αλί Πασάς κινήθηκε άμεσα και ζήτησε να συλληφθεί η Κυρά Φροσύνη, με πρόφαση την επιβολή της ηθικής και για να μην του χρεώσουν προσωπική ανάμειξη συνέλαβε άλλες 16 γυναίκες με τις ίδιες “κατηγορίες”.
Το ενδιαφέρον του κειμένου, και της γραφής του Παπατρέχα, είναι ότι ξεφεύγει από το αυστηρό ιστορικό πλαίσιο, και εξελίσσεται σε δυο βαθιάς ψυχογραφικής αλήθειας μονόλογους, που αναδεικνύουν την ομορφιά, αλλά και τις ανάγκες, και τα σκοτάδια δυο γυναικείων ψυχών που βρέθηκαν άθελα τους στο επίκεντρο μιας τραγικής ιστορίας, και που αποτελούν η μια την αναγκαία συνθήκη ύπαρξης της άλλης. Κι ενώ είχαμε δει την Φροσύνη στο παρελθόν, φαίνεται πια, με την προσθήκη της Πασού, αυτή η προσπάθεια να ολοκληρώνεται, και να απογειώνεται.
Με αφετηρία τις δυο όψεις της ίδιας ιστορίας, ο Παπατρέχας έπλασε υπέροχα δυο γυναικείες μορφές, που ενώ ξεκινούν ως συγκεκριμένα πρόσωπα, γίνονται πλάσματα σχεδόν α-χρονικά και διαχρονικά, και απολύτως γήινα. Και ενώ για την κυρά Φροσύνη υπάρχουν και καταγράφονται πολλές πληροφορίες, η ιστορία της «Πασού» είναι άγνωστη – σε πολλούς είναι άγνωστος ακόμα και ο ρόλος της στον πνιγμό της Φροσύνης. Η γλώσσα του κειμένου υπακούει στο θυμικό μέρος της ψυχής της κάθε ηρωίδας που εκδηλώνεται πότε ωμά και πότε υπαινικτικά. Αυτή η εστίαση στα ψυχικά τοπία των γυναικών επιτρέπει την καταβύθιση στα passiones animae, στους ψυχικούς μηχανισμούς που τα προκαλούν, καθώς και στην πολύπλοκη σχέση τους με τη διάνοια και τη λογική. Και αυτή η διάκριση ανάμεσα στη λογική και στο πάθος, σε όλες τις πιθανές εκδοχές της, είναι που καθορίζει εν πολλοίς την εξέλιξη της κάθε ιστορίας.
H Φροσύνη είναι μια γυναίκα που συγκεντρώνει όλους τους «αναμενόμενους» από την εποχή ρόλους της γυναίκας: σύζυγος και μητέρα. Γίνεται όμως ερωμένη, και μια γυναίκα ατίθαση και γοητευτική, διαταράσσοντας τόσο τις κοινωνικές ισορροπίες, όσο και την προσωπική της τελικά ελευθερία. Έτσι οδηγείται στο αναπόφευκτο μέλλον που διάλεξαν οι άλλοι για εκείνη, μένοντας στην ιστορία με τρόπο που επέλεξαν άλλοι για εκείνη.
Στην Πασού η αθωότητα της παιδικής ηλικίας διαταράσσεται από την επίσπευση της φυσικής εξέλιξης των πραγμάτων κάτι που τρέφει τις διαδικασίες μιας πρόωρης και άδικης «ωρίμανσης», που ανακόπτει, όμως, τις διαδικασίες ωριμότητας της αγάπης και οδηγεί στο σκοτεινό συναίσθημα της ζήλιας. Ο Latmer, ηθικολόγος των αρχών του 20ού αιώνα, αποκάλεσε τη ζήλεια «το έγκλημα της σκληρότητας που ακολουθεί τον έρωτα». Η Πασού είναι μια γυναίκα που φουντώνει μέσα της η στέρηση της μητρότητας αλλά και του έρωτα, ζώντας και παρακολουθώντας το «ξύπνημα» του πόθου μέσα από το γάμο τη . Είναι ένα συγκινητικά βασανισμένο πλάσμα, διχασμένο ανάμεσα στο χρέος του γάμου της και στην ερωτική τρέλα που της προκαλεί η έλλειψη και η απιστία του συζύγου της. Είναι ένα πλάσμα χωρίς όνομα – ποιος ξέρει άραγε το πραγματικό της όνομα; Πόσο πιο εξευτελιστικό, πιο μειωτικό για μια γυναίκα, για έναν άνθρωπο;
Είναι αυτή η έλλειψη αγάπης, και η έλλειψη ορατότητας από τους άλλους που διαπερνά την Πασού σε όλη της τη ζωή και την ακολουθεί ως στοιχείο πλέον της ταυτότητας της. Πάνω σε αυτή την έλλειψη έχει κατασκευαστεί αυτό που είναι – και που στο πολύ δυνατό φινάλε της παράστασης γίνεται πλέον απόλυτα ορατό, σε έναν πια παρηγορητικό, παρακλητικό της ύπαρξης μονόλογο.
Ο Στέφανος Παπατρέχας και ο Λάζαρος Βαρτάνης, στη σκηνοθεσία τους ένιωσαν την ψυχογραφική δύναμη του έργου, τη ζωική αλήθεια, το συνειδησιακό και ψυχοσωματικό άλγος της κάθε ηρωίδας. Το ένιωσαν και το ανέδειξαν εικονοποιητικά , σκηνογραφικά και με τη συνεχή και εμφαντική κίνηση των γυναικών, επιτρέποντας στο θεατή να γίνει κοινωνός της πικρά μελαγχολικής και στοχαστικής διάθεσης του κειμένου. Η σεμνή, αλλά λεπτομερειακά προσεγμένη σκηνοθεσία, ρεαλιστικής απλότητας και ψυχογραφικής αλήθειας υπηρετεί το εξαιρετικά ψυχογραφικό κλίμα του έργου. Με τη συνδρομή της έξοχης μουσικής της Σίσσυ Βλαχογιάννη και τους απόλυτα ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου και της Ευγενίας Μακαντάση ( σε Φροσύνη και Πασού αντίστοιχα), το εύστοχα λειτουργικό σκηνικό (ευρηματικότατη η χρήση του μπαούλου) και τα υπέροχα κουστούμια της Έλλης Εμπεδοκλή, και οι δυο παραστάσεις – μονόλογοι, γίνονται μια ανατομή της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, ακόμα και στα πιο σκοτεινά και επικίνδυνα σημεία της: εκεί όπου ο κινητήριος μοχλός είναι ο έρωτας, ενώ η καταστροφή οφείλεται στη ζήλια.
Η ενδιαφέρουσα, πάντως, και στέρεα εκσυγχρονιστική σκηνοθετική προσαρμογή του έργου ευεργετήθηκε από την εσώτατα ζωική συναισθηματική αλήθεια αλλά και την ερμηνευτική απλότητα και φυσικότητα της Σύνθιας Μπατσή. Το υποκριτικό ταλέντο αλλά και το ερμηνευτικό μέτρο της, της επιτρέπουν να βυθιστεί στις προσωπικές στιγμές των ηρωίδων της με ευαισθησία, πόνο και οδύνη. Μέσα από την αλήθεια των σπαραχτικών εξομολογήσεων και τα δυο πρόσωπα γίνονται συγκινητικά προσιτά στο κοινό, που τις κατανοεί, ακόμα και στις πιο τραγικές και σκοτεινές τους στιγμές. Είναι μια σπουδαία ερμηνευτική στιγμή για τη Σύνθια Μπατσή, γιατί καλείται μέσα σε δυο ώρες να ερμηνεύσει δυο διαφορετικές αλλά τόσο ίδιες γυναίκες, μεταφέροντας στο κοινό ευθύβολα τις συναισθηματικές διακυμάνσεις της κάθε ηρωίδας, με αφηγηματική δεινότητα που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών.
Το σημαντικό στο θέατρο είναι πλέον ο θεατής να συναισθάνεται, να νιώθει. Και για να νιώσει, πρέπει να αποτυπώνονται στην παράσταση αυτά που νιώθουν και οι ήρωές της, με μια δύναμη λόγου που να εννοεί, χωρίς απαραίτητα να λέει, που να αποκαλύπτει τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής. Η παράσταση που έχουν στήσει οι Παπατρέχας και Βαρτάνης, είναι στην πραγματικότητα ένας «διάλογος» αλληλοσπαραγμού, ψυχικού ερέβους, μακάβριας αγάπης. Και ενώ μπορεί ο θεατής να επιλέξει να δει μια από τις δυο παραστάσεις, αξίζει να δεί και τις δυο. Δε θα σας προτρέψουμε να δείτε αυτήν την παράσταση – θα σας πούμε απλά, επιβάλλεται. Είναι πολύ σημαντική θεατρική στιγμή.
Κείμενο: Στέφανος Παπατρέχας
Σκηνοθεσία: Λάζαρος Βαρτάνης – Στέφανος Παπατρέχας
Σκηνικά – Κοστούμια: Έλλη Εμπεδοκλή
Μουσική: Σίσσυ Βλαχογιάννη
Σχεδιασμός φωτισμών: Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Αλέξανδρος Καναβός
Σχεδιασμός αφίσας – Γραφιστικά: Λιλή Νταλανίκα
Επικοινωνία παράστασης: Μαριάννα Παπάκη – Νώντας Δουζίνας
Στην παράσταση ακούγεται η φωνή του Αιμίλιου Χειλάκη και της Λυδίας Φωτοπούλου
Παραγωγή: ONORIO ΑΜΚΕ
Ερμηνεύει η Σύνθια Μπατσή