Ένας ιδιαίτερα επιδραστικός συγγραφέας και σκηνοθέτης της εποχής μας, ο Σάιμον Στόουν, εμπνέεται από την κλασική τραγωδία Γέρμα και την ξαναγράφει μεταφέροντάς τη στο σήμερα, σε μια παράσταση που σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος στο θέατρο Πόρτα. Η παράσταση θα παίζεται μέχρι τις 28 Απριλίου 2024.
- Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
- Ημερομηνία Δημοσίευσης 8/11/2023
Η Γέρμα του Λόρκα, που πρωτοανέβηκε το 1934 στη Μαδρίτη, πραγματεύεται την αδυναμία μιας γυναίκας να τεκνοποιήσει, σε ένα φτωχό, αγροτικό και συντηρητικό περιβάλλον. Όσο κι αν έχουν αλλάξει οι καιροί και η θέση της γυναίκας στα 90 χρόνια που μεσολάβησαν, το θέμα αυτό παραμένει διαχρονικό, σημαδεύοντας και σαρώνοντας συχνά σχέσεις και ζωές.
Η πολυβραβευμένη παραγωγή που προέρχεται από το Young Vic του Λονδίνου σε μια μεταγραφή του έργου του Λόρκα, τοποθετεί την κεντρική ηρωίδα στο σύγχρονο Λονδίνο. Είναι συντάκτρια περιοδικού, έχει ένα πολυδιαβασμένο blog και ο σύζυγός της, Τζον, είναι ένας επιχειρηματίας που ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, σε αντίθεση με τον Χουάν του Λόρκα που περνά αρκετές νύχτες με τα κοπάδια, ώστε κανείς να μην του κλέψει το πολύτιμο νερό άρδευσης.
Ενώ το αγροτικό πρωτότυπο του Λόρκα πραγματεύεται τη φύση και τις κοινωνικές συμβάσεις, ο Στόουν τοποθετεί την κεντρική του ηρωίδα (που δεν την ονομάζει ποτέ στο έργο, εκτός από τη λέξη Εκείνη, έστω και αν το έργο δανείζεται το όνομα της Γέρμα από το Λόρκα) στην καρδιά της αστικής ζούγκλας, με κάθε εργαλείο του σύγχρονου κόσμου, από την Uber μέχρι το Deliveroo, στη διάθεσή της. Οι κοινωνικές συμβάσεις αμφισβητούνται τόσο από τη μητέρα της όσο και από την αδερφή της, έτσι ώστε η πίεση για σύλληψη να μην προέρχεται ποτέ από μια εξωτερική πηγή, αντίθετα να αυξάνεται και να καταναλώνεται από μέσα, παρά τη μητρική απάθεια που φαίνεται μέσα από την ανατροφή της. Μια σημαντική εξέλιξη που προέρχεται από το σύγχρονο σκηνικό είναι ο ρόλος της ως διαδικτυακής παρουσίας καθώς η «κοινότητα» γίνεται εικονική που δεν κρίνει ή λυπάται τόσο την έλλειψη παιδιού της, αλλά ενθαρρύνει και διευκολύνει τις πιο μακάβριες σκέψεις της για να τονώσει ένα σκοτεινό υπόβαθρο που σιγοβράζει συνεχώς ακριβώς κάτω από την επιφάνεια και μεταφέρει το κείμενο του Λόρκα σε ένα μοντέρνο πεδίο, σαφώς όμως πιο ρηχό και πιο ασαφές δραματουργικά.
Η αρχική μητρική απάθεια και η μάλλον αρνητική άποψη που έχει η ηρωίδα στην αρχή του έργου γίνεται μανία και ψύχωση, οδηγώντας την στην πλήρη καταστροφή της, χωρίς όμως κάποια αιτιολόγηση – είτε ψυχολογικά είτε δραματουργικά. Η ηρωίδα του Στόουν μοιάζει να διακατέχεται περισσότερο από ψύχωση, παρά από μια έμφυτη βιολογική ανάγκη. Ο Στόουν μείωσε την αίσθηση του μύθου και του αρχαϊκού μυστηρίου του Λόρκα και τα αντικατέστησε με ψυχολογική πολυπλοκότητα, χρησιμοποιώντας ένα ολοένα και πιο υπερβολικό στυλ για να συγκαλύψει το γεγονός ότι, στην πραγματικότητα, οι ήρωες του δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθητικοί ή ακόμη και ενδιαφέροντες χαρακτήρες, που άγονται και φέρονται από κάποια προσωπικά τους ζητήματα που δεν θα μάθουμε ποτέ, γιατί το έργο δεν εμβαθύνει.
Αποκομμένη από το πλαίσιο του πρωτοτύπου, τη φτώχεια, τους άκαμπτους σεξουαλικούς ρόλους μιας αγροτικής κοινότητας, του καθολικισμού και άλλων δεισιδαιμονιών, το μόνο που έχει απομείνει στη Γέρμα είναι, υποθέτουμε, μια επιταγή που ενισχύεται από την πίεση της κοινωνίας – αν και υπάρχει ελάχιστη εκπροσώπηση της τελευταίας στο έργο. Η αδερφή της είναι συμπονετική, αλλά κανένας άλλος που βλέπουμε δεν φαίνεται ενδιαφέρεται πραγματικά για το αν θα αποκτήσει μωρό ή όχι. Σίγουρα όχι η μητέρα της. Η Γέρμα χρησιμοποιεί το blog της για να γράψει για την αποτυχία της να συλλάβει, για τη ζήλια της όταν η αδερφή της συλλαμβάνει, για το τι σημαίνει να συλλάβει – και η βοηθός της, μια τρομακτικά μοντέρνα νεαρή γυναίκα αποδέχεται με ελαφρότητα όλες τις απαντήσεις. Ίδιον των καιρών; Ίσως, αλλά η τόση άνεση και επιδερμικότητα δεν ταιριάζει σε μια ηρωίδα που φέρει , έστω και μόνο στον τίτλο του έργου, το βαρύ όνομα της Γέρμα.
Το έργο διάρκειας 100 λεπτών χωρίζεται σε όχι λιγότερα από επτά κεφάλαια, με πολλά από τα κεφάλαια να χωρίζονται σε επιμέρους σκηνές – και μάλιστα η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου φροντίζει να μας ενημερώσει με μεγάλους τίτλους κάθε φορά για το τι πρόκειται να συμβεί στη σκηνή που ακολουθεί. Ένας αναίτιος κατακερματισμός των σκηνών, με μια υπερπληροφόρηση που αφαιρεί την όποια μαγεία έχει απομείνει σε αυτό το έργο από τη μεταγραφή του στο σύγχρονο Λονδίνο. Η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου είναι ασαφής ως προς το στόχο της, μοιάζει βεβιασμένη και διεκπαιρεωτική ειδικά στις πρώτες σκηνές, και φαίνεται να βασίζεται περισσότερο στην Μαρία Κίτσου και την ερμηνευτική της δεινότητα.
Η Μαρία Κίτσου είναι αναμφισβήτητα η κινητήριος δύναμη της παράστασης. Και ενώ στις πρώτες σκηνές υπάρχει μια διάχυτη ερμηνευτική αμηχανία, η Κίτσου εξελίσσεται ερμηνευτικά μέσα στην παράσταση, μας αναγκάζει να δούμε την ελαττωματική ανθρωπιά του χαρακτήρα της στην πληρέστερη μορφή της, το σπάνιο και εμπνευσμένο παράδοξο ενός έντεχνα ελεγχόμενου πορτρέτου κάποιου που χάνει κάθε τελευταίο ίχνος αυτοελέγχου. Η τρέλα που υπάρχει και αναφύεται μέσα της, παγιδευμένη με τον ίδιο τρόπο που βρίσκεται στη σκηνή, ανίκανη να ακούσει και να αλληλοεπιδράσει με τον έξω κόσμο, είναι αποκαρδιωτική και καταστροφική. Παρά την εξαιρετική ερμηνεία της Μαρίας Κίτσου η ηρωίδα της, η οποία ελέγχεται από την εμμονή της, καταλήγει σε ένα είδος τρέλας, και απομακρύνεται από εμάς – όπως απομακρύνεται και από τους άλλους χαρακτήρες. Μπορούμε να τη συμπονέσουμε, αλλά με προφανείς εξαιρέσεις (δηλαδή γυναίκες που είχαν τις ίδιες εμπειρίες), δεν μπορούμε να συμπάσχουμε γιατί οι αιτίες της ολοκληρωτικής κατάρρευσης μιας χειραφετημένης, μοντέρνας, χωρίς έφεση στην οικογένεια γυναίκας παραμένουν ασαφείς.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, καλός και έμπειρος ηθοποιός, είναι ερμηνευτικά αποστασιοποιημένος σχεδόν στο σύνολο της παράστασης, δείχνει μάλλον διστακτικός και ακαθοδήγητος ως προς την προσέγγιση του συζύγου – με εξαίρεση τη σκηνή του οριστικού χωρισμού του ζευγαριού.
Η Ασπασία Κράλλη, αναλαμβάνει τον κυνικό αλλά και χιουμοριστικό ρόλο της μάνας, κινείται με άνεση στη σκηνή και δίνει μια από τις πιο άρτιες ερμηνείες της παράστασης.
Συμπαθής στο ρόλο του πρώην εραστή και συναδέλφου Βίκτορ ο Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης, ενώ η Τατιάνα Πίττα μοιάζει να αισθάνεται διστακτικά και άβολα στο ρόλο της αδερφής . Με νεανική ορμή η Μαριάννα Μαριγώνη.
Τα σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού είναι απλά, με διαφανή παραβάν να ορίζουν το χώρο και να χρησιμεύουν και ως βάση για τα μπρεχτικής λογικής επεξηγηματικά σχόλια σε κάθε σκηνή, ή τα ψηφιακά δέντρα που ανθίζουν ή μαραίνονται ανάλογα με το ύφος κάθε σκηνής. Παρακολουθώντας τις ολοένα και πιο ταραχώδεις αλληλεπιδράσεις των χαρακτήρων μέσα από τους διαφανείς τοίχους, νιώθουμε να κατασκοπεύουμε έντονα ιδιωτικά γεγονότα και να μελετούμε απαθώς τη συμπεριφορά ενός παράξενου είδους, που αποκαλύπτει την προσωπική του ζωή για δημόσια βορά μέσω των social media.
Στο σύνολο της , παρά την προσπάθεια για μια ενδιαφέρουσα μεταγραφή του Λόρκα, η ξεκάθαρα φιλόδοξη αλλά μονοδιάστατη ματιά του συγγραφέα, καθώς και η μάλλον ελλιπής σκηνοθεσία μας οδηγούν σε μια απλοϊκή και επιδερμική αποτύπωση των μεγαλειωδών χαρακτήρων και συναισθημάτων του Λόρκα.
Μετάφραση: Κοραλία Σωτηριάδου, Δημήτρης Κιούσης
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Σχεδιασμός βίντεο: Παντελής Μάκκας
Σχεδιασμός φωτισμών: Χριστίνα Θανάσουλα
Επιμέλεια κίνησης : Ξένια Θεμελή
Βοηθός σκηνοθέτη: Πάνος Κορογιαννάκης
Βοηθοί σκηνογράφου: Ζενεβιέβ Αθανασοπούλου, Αναστάσιος Κλης
Μακιγιάζ φωτογράφισης: Γεωργία Φιλίππα
Επιμέλεια κομμώσεων φωτογράφισης: Γεωργία Φιλίππα
Παίζουν:
Εκείνη: Μαρία Κίτσου
Τζον: Ιωσήφ Ιωσηφίδης
Έλεν: Ασπασία Κράλλη
Μαίρη: Τατιάνα Πίττα
Βίκτωρ: Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης
Ντες: Μαριάννα Μαριγώνη
Υπερφιαλο, πρόχειρο, με υπερβολικές βωμολοχίες χωρίς λόγο, δεν μπορεί να αγγίξει τον θεατή ούτε στο ελάχιστο. Οι κραυγές κ οι εκρήξεις τρυπούσαν τα αυτιά μας αλλά όχι την ψυχη μας. Ερμηνείες ερασιτεχνικες, η ταύτιση με τους ήρωες κ τον πόνο τους ανέφικτη.