Η Ρένη Πιττακή βάζει τη σφραγίδα της σε έναν αριστοτεχνικό μονόλογο, στο καινούργιο έργο του Κρίστοφερ Χάμπτον [Christopher Hampton], εμπνευσμένο από τη ζωή, και τις εξομολογήσεις, της Brunhilde Pomsel, μιας από τις γραμματείς του Γκέμπελς. Το έργο ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου, στο Θέατρο Ιλίσια – Βολανάκης.
- Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
Η ζωή της Brunhilde Pomsel διήρκεσε σχεδόν όλο τον εικοστό αιώνα. Πάλεψε να τα βγάλει πέρα ως γραμματέας στο Βερολίνο κατά τη δεκαετία του 1930, με τους πολλούς εργοδότες της, συμπεριλαμβανομένου ενός Εβραίου ασφαλιστικού μεσίτη, της γερμανικής ραδιοφωνικής εταιρείας. Από το 1942 έως το 1945, όταν κατέρρευσε το καθεστώς των Ναζί, η Pomsel υπήρξε στενογράφος ενός από τους μεγαλύτερους εγκληματίες της ιστορίας, του Υπουργού Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς. Ήταν δηλαδή μία από τους τελευταίους αυτόπτες μάρτυρες που βρίσκονταν στον εσωτερικό κύκλο των Ναζί.
Το έργο του Κρίστοφερ Χάμπτον βασίζεται στη μαρτυρία που έδωσε όταν τελικά έσπασε τη σιωπή της σε μια ομάδα Αυστριακών σκηνοθετών λίγο πριν πεθάνει το 2016, τους δημιουργούς του ντοκιμαντέρ «A German life», και από αυτή την αφήγηση άντλησε ο Χάμπτον το μονόλογό του.
Η ενοχή είναι μια πολύ περίπλοκη έννοια εδώ. Η Pomsel ισχυρίζεται ότι δεν ήξερε τι συνέβαινε με τους Εβραίους που οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και περιγράφει επανειλημμένα τον εαυτό της (και μερικές φορές άλλους γνωστούς της) ως ανόητη. «Δεν μπορείς να με κάνεις να νιώσω ένοχη», λέει. « Ήμασταν ένοχοι για βλακεία». Είναι όμως αυτό απλώς ένας ευγενικός αυτοεξευτελισμός ή προστατευτική στρατηγική; Και το πιστεύει πραγματικά η Pomsel όταν προσθέτει: «Προσέξτε, στις μέρες μας, δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι θα ήταν αρκετά ανόητοι για να πέφτουν σε αυτές τις ανοησίες που πέσαμε εμείς. Δεν νομίζω ότι μπορείς να ξεπεράσεις πια τόσους ανθρώπους» – μια φράση που ακούγεται σχεδόν ειρωνική. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, φυλακίστηκε για 5 χρόνια στο πρώην στρατόπεδο συγκέντρωσης Sachenhausen. Περιγράφει την παραφωνία του να πρέπει να κάνουν ντους δύο φορές το χρόνο στους ίδιους χώρους όπου οι άνθρωποι είχαν προηγουμένως υποστεί θάνατο βίαιο από αέρια. Υπάρχει μια οδυνηρή αφέλεια στην προσπάθειά της να μάθει τι απέγινε η παλιά Εβραία φίλη της Εύα. Τι περίμενε; Είναι η αφήγηση του πώς εξαφανίστηκαν και αντικαταστάθηκαν οικεία πρόσωπα από την παλιά της γειτονιά, η οποία ανατριχιάζει εντελώς και μας υπενθυμίζει ότι ο εφησυχασμός ξεκινάει από μικρή ηλικία.
Σε μια στιγμή που ο εξτρεμισμός είναι και πάλι σε έξαρση, το έργο αποκτά μια νέα σημασία. Στο μεγαλύτερο μέρος της η Pomsel αφηγείται την ιστορία της ζωής της. Δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για την πολιτική και ακόμη και την ημέρα που πήγε να γίνει μέλος του Ναζιστικού Κόμματος, ως προϋπόθεση για τη δουλειά, έφερε μαζί της μια Εβραία φίλη της. Σταδιακά, ωστόσο, αρχίζουμε να αμφισβητούμε τα όρια της αφέλειάς της και η Ρένη Πιττακή είναι εξαιρετικά ικανή στην τοποθέτηση της ηθικής υπεκφυγής εδώ. Υπάρχει μια μικρή λεκτική διστακτικότητα όταν τελικά μιλάει για τους τελευταίους μήνες του πολέμου. «Δακτυλογραφούσαμε ό,τι είχαμε μπροστά μας», ισχυρίζεται, αλλά ταυτόχρονα θυμάται ότι της ζητήθηκε να υπερβάλλουν πολύ στους αριθμούς των βιασμών που διέπραξαν οι εισβολείς Ρώσοι ή να παρέμβουν στο τι συνέβη στην ακτιβίστρια Sophie Scholl. Αυτή η ασάφεια αποκαλύπτει τον εφησυχασμό που προσπάθησε προσεκτικά να αρνηθεί.
Η παράσταση
“Αυτό το έργο βάλει κατά της αδράνειάς μας, τόνισε ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος. Οι περισσότεροι βρίσκουμε δικαιολογίες για να μην κάνουμε κάτι για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τι συμβαίνει και να αντισταθούμε στον εαυτό μας. Από τον καθένα μας ξεχωριστά αλλά και από όλους μαζί θα εξαρτηθούν πού θα πάνε τα πράγματα”.
Έτσι το έργο προσπαθεί να διαχωρίσει το ήθος του ατόμου από την ηθική της κοινωνίας, τονίζοντας την προβληματική: πού σταματάει (αν σταματάει) η ατομική ευθύνη και πού αρχίζει η συλλογική; Η σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου είναι απλή μεν, απόλυτα καθοριστική δε. Τοποθετώντας στο κέντρο της σκηνής μια πολυθρόνα και ένα τραπεζάκι, εν είδη καθιστικού, δημιουργεί την ασφαλή φωλιά της αφήγησης της ηρωίδας. Ταυτόχρονα όμως τοποθετεί ένα video wall, με τον πραγματικό, συνειδησιακά φορτισμένο εαυτό της Pomsel, να κοιτά το κοινό, αναγκάζοντας πολλές φορές την προφανώς ψευδόμενη ηρωίδα να έρθει σε αντιπαράθεση με τα μάτια, με τον εαυτό της. Απλό και έξοχο εύρημα. Αξίζει έπαινος στο σκηνοθέτη και την ερμηνεύτρια γι’ αυτόν τον έξυπνο τρόπο επικοινωνίας θεατών και ηρωίδας.
Ένας από τους τελευταίους ενεργούς μάρτυρες της ανόδου, της πτώσης και των συνεπειών του Τρίτου Ράιχ, η Pomsel της Ρένης Πιττακή είναι έξυπνη και συμπαθής, ειλικρινής και αξιόπιστη. Δεν κρύβει τη νεανική της άγνοια για τις φρικαλεότητες του καθεστώτος, το δέος της να βρεθεί στην καρδιά της εξουσίας, ούτε δείχνει ψεύτικες τύψεις. Η άρνησή της να σκεφτεί πολύ σκληρά για το τι συνέβαινε και να επικεντρωθεί στη ζωή της, εγείρει αντικρουόμενα ερωτήματα για το σύγχρονο κοινό. Παρουσιάζοντας την ανθρώπινη πλευρά της Pomsel η ερμηνεία της Ρένης Πιττακή είναι μεστή, αναμφίβολα ικανή να κερδίσει τα πιο θετικά σχόλια ακόμα και του πιο απαιτητικού θεατή. Συναισθηματικά συγκρατημένη όσο χρειάζεται, σηκώνει στις πλάτες της ένα δύσκολο φορτίο, αυτό της ισορροπίας ανάμεσα στην κατασκευασμένη αλήθεια της ηρωίδας της και της ιστορικής γνώσης.
Με την αίσθηση του χειροπιαστού που δημιουργούν οι περιγραφές, με τον εξομολογητικό τόνο που επιβάλλει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και με τον βαθύ ρυθμό που γεννούν οι εναλλαγές της άδολης τρυφερότητας και της σκληρής ψυχρότητας, η Πιττακή κατορθώνει να αναδείξει τη Pomsel ως μια απολύτως πειστική φυσιογνωμία. Γιατί η ένοχη απόκρυψή της; Μα γιατί όπως οι περισσότεροι απολιτίκ άνθρωποι εκείνης της εποχής, και η Pomsel υπήρξε μια γυναίκα δύσκαμπτη, συναισθηματικώς ανάπηρη, ικανή για περιορισμένες αντιδράσεις.
Εξαιρετικά λειτουργικό το σκηνικό και οι φωτισμοί, πολύ πετυχημένη επιλογή κουστουμιού, και των βίντεο που παίζουν πίσω από την ερμηνεύτρια.
Στο σύνολο του είναι ένα έργο που μας βυθίζει στο σκοτεινό λαβύρινθο του ατομικού και του συλλογικού ασυνείδητου. Με αριστοτεχνικό τρόπο, και την καθηλωτική ερμηνεία της Ρένης Πιττακή, διερευνά ηθικές αρχές και αξίες, θέτει δύσκολα ερωτήματα που ζητούν επίμονα απαντήσεις και αναμοχλεύει οδυνηρά συναισθήματα, που φωλιάζουν στις ψυχές ενός ολόκληρου έθνους και γιατί όχι ενός ολόκληρου κόσμου. Να το δείτε όσο προλαβαίνετε!!!
Συντελεστές
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Γιάννης Μόσχος
Σκηνικά – Κοστούμια: Τίνα Τζόκα
Video design-Φωτισμοί-Φωτογραφίες: Μιχάλης Κλουκίνας
Μουσική – Ηχητικό περιβάλλον: Θοδωρής Οικονόμου
Βοηθός σκηνοθέτη – εκτέλεση παραγωγής: Θάλεια Γρίβα
Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Ελίνα Ρίζου
Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Ζούλια