Το Εθνικό Θέατρο παρουσίασε τη Λυσιστράτη, του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, με τη Βίκυ Σταυροπούλου στον ομώνυμο ρόλο.
- Κριτική Κάτια Σωτηρίου
Ο Αριστοφάνης παρουσίασε την κωμωδία του το 411 π.Χ., έτος οριακό για τις δημοκρατικές ελευθερίες της Αθήνας. Η συντριβή της αθηναϊκής δύναμης στη Σικελία χρεώθηκε στους δημοκρατικούς, οι οποίοι αυτοβούλως περιόρισαν τις δικαιοδοσίες τους στην Εκκλησία και συγκρότησαν το ελεγκτικό συμβούλιο των δέκα προβούλων, όργανο με ολιγαρχική ιδεολογική κατεύθυνση. Το συμβούλιο υπέθαλψε την εξέγερση των ολιγαρχικών του 411, η οποία βύθισε την Αθήνα στο φόβο και την αβεβαιότητα. Μετά τη βραχύβια επικυριαρχία του ολιγαρχικού πολιτεύματος επικράτησαν και πάλι οι δημοκρατικοί.
Ο Αριστοφάνης μέσα σ’ αυτό το εξωτερικό και εσωτερικό πολιτικό πλαίσιο για την πόλη των Αθηνών, γράφει και διδάσκει την κωμωδία του Λυσιστράτη. Το έργο αυτό δεν αποτελεί απλά ένα ύμνο στην ειρήνη, ούτε απλή συνέχεια των άλλων έργων του, τα οποία διαπραγματεύονται το δίπολο πόλεμο και ειρήνη. Από την επιλογή και μόνο του ονόματος της πρωταγωνίστριας ο ποιητής δηλώνει τον σκοπό του έργου του. «Ἐκλήθη Λυσιστράτη παρὰ τὸ λῦσαι τὸν στρατόν» αναφέρει η πρώτη υπόθεση του έργου. Λυσιστράτη σημαίνει εκείνη που δια-λύει τον στρατό και οδηγεί τον πόλεμο στο τέλος του. Ο Lewis υποστήριξε ότι το όνομα Λυσιστράτη συνδέεται με το όνομα της Λυσιμάχης. Πρόκειται για την ιέρεια της Πολιάδος Αθηνάς της πόλεως των Αθηνών, ένα από τα ανώτερα και σπουδαιότερα ιερατικά αξιώματα που μπορούσε να κατέχει μια γυναίκα. Ήταν τόσο σημαντικός και χαρακτηριστικός ο ρόλος της, που συχνά την αποκαλούσαν απλά «ιέρεια» κατ’ αναλογία της Πολιάδος Αθηνάς την οποία αποκαλούσαν απλά «θεά». Η πλήρης αποχή των γυναικών από σεξουαλικά και οικιακά καθήκοντα υποχρεώνει τελικά τους άντρες να καταθέσουν τα όπλα και ν’ αποκατασταθεί η ειρήνη. Πρόκειται για ένα έργο, που, παρά τα έντονα σεξουαλικά υπονοούμενα, χαρακτηρίζεται από εξαιρετική οξυδέρκεια αναφορικά με την ανθρώπινη φύση, ενώ παράλληλα ασκεί έντονη κριτική στην πολιτική κατάσταση και την απερίσκεπτη, στρατιωτική μανία της αθηναϊκής κοινωνίας.
Η παράσταση
Ηταν αυτή η παράσταση που είδαμε στην Επίδαυρο μια συνηθισμένη ή αναμενόμενη Λυσιστράτη; Η απάντηση είναι όχι. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος έφερε την πρόβα μέσα στην παράσταση, με συχνές κωμικές διακοπές, που έκλειναν το μάτι στο θεατή δίνοντας του μια γεύση από το τι μπορεί να συμβεί στην ετοιμασία μιας παράστασης. Αυτό το όχι νέο, αλλά πάντως ευχάριστο εύρημα, λειτούργησε τις περισσότερες φορές θετικά, με έξυπνες ατάκες και παρεμβάσεις και από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, αν και νιώσαμε κάποια στιγμή ότι ίσως και να το τράβηξε λίγο παραπάνω από όσο έπρεπε, υπονομεύοντας τελικά τη συνοχή της παράστασης. Αλγεινή εντύπωση πάντως προκάλεσε το γεγονός ότι ενώ κάποιοι ηθοποιοί δεν ακούγονταν επαρκώς κατά τη διάρκεια των παρεμβάσεων, όταν διαμαρτυρήθηκαν οι θεατές, ο σκηνοθέτης απάντησε πως δεν πειράζει που δεν ακούν… ίσως ήταν μια κακή στιγμή του καθώς μέσα στην ένταση της στιγμής δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στις εύλογες διαμαρτυρίες του κοινού.
Αυτό που είχε όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη Λυσιστράτη του Παπασπηλιόπουλου ήταν ότι δόθηκε μεγάλη σημασία στον ανθρώπινο παράγοντα, τον οποίο προσέγγισε ο σκηνοθέτης με μεγάλη τρυφερότητα. Βασικός θεματικός άξονας της Λυσιστράτης είναι η διαλεκτική ανάμεσα στην «ιδιωτική ζωή» και τη «δημόσια ζωή» Ο Παπασπηλιόπουλος προσπάθησε να δώσει το στοιχείο της συνεργασίας, της ετερότητας, της συγχώρεσης και της συμφιλίωσης με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο, έτσι ώστε έμοιαζε σχεδόν να λειτουργεί αυτή η κωμωδία του Αριστοφάνη ως ευκαιρία ενός σχολιασμού των ανθρωπίνων σχέσεων, και των προσωπικών τελμάτων που τελικά οδηγούν στο τέλμα και των κοινωνικών σχέσεων και θεσμών. Αυτό είχε ως συνέπεια το έργο να υπερβεί τις στερεοτυπικές αναγνώσεις, που μπορεί και να ξένισε σε κάποιους, και να εισάγει μια νέα προοπτική στην αριστοφανική κωμωδια.
Η Λυσιστράτη του Παπασπηλιόπουλου ήταν σαφούς υπαρξιακής και ανθρωποκεντρικής κατεύθυνσης, κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα και από το φινάλε στο οποίο οι ηθοποιοί απεκδύονται μάσκες και ρόλους και αποκαλύπτουν πιο ενδόμυχες σκέψεις και συναισθήματα υπαρξιακής φύσεως. Το μίσος, η αγάπη, η ενοχή, οι φόβοι και τέλος η απενοχοποίηση εδώ λυτρώνουν, ανακουφίζουν, στοχεύουν στην ψυχική ανάταση, και τελικά στη συμφιλίωση. Αυτήν που υπήρξε από την αρχή στόχος της αριστοφανικής Λυσιστράτης. Αυτό καταγράφουμε ως τη μεγάλη νίκη της παράστασης αυτής, που καταχειροκροτήθηκε και μας «υποχρέωσε» να φύγουμε από το αργολικό θέατρο με μια γλυκιά μελαγχολία. Στην προσέγγιση αυτή βοήθησε και το σκηνικό των κρατήρων με κουρέλια, που ήταν σαφής αναφορά σε εκφυλισμένες κοινωνίες και τοξικές εποχές, στο ψυχορράγημα του πολιτισμού, στην κατάπτωση του ανθρώπου, στα ανθρώπινα και κοινωνικά ερείπια παντού.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών κινήθηκαν σε υψηλά επίπεδα, απόλυτα εναρμονισμένες με την σκηνοθετική και ιδεολογική κατεύθυνση της παράστασης.
Η Βίκυ Σταυροπούλου, στην πρώτη της παρουσία στην Επίδαυρο, κατάφερε με την ακαταμάχητη αμεσότητα και κωμικότητα της να πλάσει έναν χαρακτήρα ανθρώπινο, παγιδευμένο και ελεύθερο ταυτόχρονα, που ανακινώντας μέσα μας όλη την γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων χαρίζει την λύτρωση στον εαυτό της και σε εμάς, χτίζοντας μια σχέση σπάνιας οικειότητας με το κοινό.
Η Βίκυ Βολιώτη και η Στεφανία Γουλιώτη είναι δυο ικανές και στην κωμωδία ηθοποιοί, με εμπειρία, που ξεχώρισαν για τη σπιρτάδα και την ερμηνευτική τους φινέτσα.
Η πάντα ξεχωριστή Αγορίτσα Οικονόμου κέρδισε τις εντυπώσεις ως Μυρρίνη, ισορροπώντας θαυμάσια ανάμεσα στο χιούμορ και την μη χυδαία (επιτέλους) σεξουαλικότητα, αποφεύγοντας τις κωμικές και μιμητικές ευκολίες από τις οποίες συνήθως πάσχει αυτός ο ρόλος. Ο Νίκος Ψαρράς ιδανικός παρτενέρ, φινετσάτος και σαρκαστικός Κινησίας.
Εξαιρετικός ο Γιάννης Κότσιφας, απολαυστικός Σπαρτιάτης με το ιδιαίτερο accent, ο Στέλιος Ιακωβίδης.
Ειδική μνεία στην Δάφνη Δαυίδ, που εκτός της έξοχης φωνής της, ξεχωρίζει ως Δραπέτις για το πηγαίο χιούμορ και το οργιαστικό σχεδόν κέφι της στην περιγραφή της ανάνηψης του πτηνού.
Με ενέργεια κι ενθουσιασμό οι Πάρης Αλεξανδρόπουλος Βαγγέλης Δαούσης, Γιώργος Ματζιάρης, η Νεφέλη Μαϊστράλη και η Ελπίδα Νικολάου, υπηρέτησαν πλήρως τη σκηνοθετική επιταγή.
Οι ατμοσφαιρικοί και λειτουργικοί φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου, οι έξοχες μάσκες του Άγγελου Μέντη, δημιούργησαν το κατάλληλο πλαίσιο για την απόδοση του έργου.
Στο σύνολο της πρόκειται για μια παράσταση που απέφυγε κάθε βωμολοχία και χυδαιότητα, και τόλμησε να πατήσει πάνω στο κοινωνικό σχόλιο της Λυσιστράτης και να μετατρέψει μια αντιπολεμική κωμωδία σε ένα τρυφερό έργο για τη συμφιλίωση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι ιστορικά η Κωμωδία ήταν είδος «προοδευτικό», που προέβαινε σε συνεχείς πειραματισμούς, ιδιαίτερα καθώς υφίστατο παραγωγική ώσμωση με την τραγωδία. Ο Παπασπηλιόπουλος, με τα όποια δραματουργικά λάθη, αποφάσισε να συνομιλήσει με τον άνθρωπο. Θεωρώντας ότι για να ανακαλύψει το θεμελιώδες πρόβλημα της ανθρωπότητας, πρέπει να αναρωτηθεί ποιό είναι το θεμελιώδες πρόβλημα του καθενός μας, ποιός είναι ο βαθύτερα ριζωμένος φόβος μας. Ήταν μια σχεδόν συγκινητική παράσταση, που μας υπενθύμισε τον αινιγματικό χαρακτήρα της ανθρώπινης κατάστασης, κάτι που στην περίοδο που διανύουμε φαίνεται να αφορά το κοινό περισσότερο από την τέλεια απόδοση ενός γνωστού κειμένου.
Ταυτότητα Παράστασης
- Μετάφραση: Σωτήρης Κακίσης
- Σκηνοθεσία: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
- Σκηνικά: Ολγα Μπρούμα
- Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
- Μουσική: Κατερίνα Πολέμη
- Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
- Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
- Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
- Βοηθός Σκηνοθέτη: Αναστασία Στυλιανίδη
- Βοηθός Σκηνογράφου: Ηρώ Κορωνίδη
- Βοηθός Ενδυματολόγου: Άελλα Τσιλικοπούλου
Διανομή (αλφαβητικά)
Πάρης Αλεξανδρόπουλος, Βίκυ Βολιώτη, Στεφανία Γουλιώτη, Βαγγέλης Δαούσης, Δάφνη Δαυίδ, Στέλιος Ιακωβίδης, Γιάννης Κότσιφας, Νεφέλη Μαϊστράλη, Γιώργος Ματζιάρης, Ελπίδα Νικολάου, Αγορίτσα Οικονόμου, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Βίκυ Σταυροπούλου, Νίκος Ψαρράς.