«Η Μαντόνα με το γούνινο παλτό» του Σαμπαχατίν Αλί, ανεβαίνει στο Alhambra Art Theater , σε σκηνοθεσία Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη, σε διασκευή της Έφης Βενιανάκη. Η παράσταση θα παίζεται μέχρι 4/4.
- Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
- Δημοσίευση 30 Μαρτίου 2023
Η Μαντόνα με το Γούνινο Παλτό του Sabahattin Ali (1907 – 1948) εκδόθηκε αρχικά το 1943 και δεν εντυπωσίασε τους αναγνώστες ούτε τους κριτικούς λογοτεχνίας. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών έγινε ένα κλασικό έργο της τουρκικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Καθώς μπήκαμε στον 21ο αιώνα, το βιβλίο του έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα μυθιστορήματα του Orhan Panmuk στην Τουρκία.
Το έργο
Ο πρωταγωνιστής Ραΐφ είναι, σε πρώτη εμφάνιση και ανάγνωση, ένας αντι-ήρωας. Είναι ένας ασήμαντος άνθρωπος, ένας από τους εκατοντάδες ανθρώπους που συναντάμε στη ζωή χωρίς να τους δίνουμε καμία σημασία Το έργο έχει προσαρμοστεί ώστε να περιλαμβάνει τον ρόλο ενός Αφηγητή, του νεαρού συναδέλφου του Ράιφ σε μια επιχείρηση στην Άγκυρα, δέκα χρόνια αργότερα, ο οποίος θα έρθει πιο κοντά στον Ράιφ και θα ανακαλύψει, μέσα από ένα σημειωματάριο που έχει κρατήσει ο Ράιφ, τι έζησε σε σύντομο χρονικό διάστημα και γιατί του άφησε τόσο ανεξίτηλο σημάδι. Ο θεατής θα καταλάβει, μαζί με τον πρωταγωνιστή, ότι πίσω από το άχρωμο παρουσιαστικό και την αδιάφορη συμπεριφορά κρύβεται ένας άνθρωπος με πλούσιο εσωτερικό κόσμο. Η αγάπη του Ράιφ για τη Μαρία και η ατυχής έκβασή του τον έχουν μετατρέψει σε ένα πειθαρχημένο εργαζόμενο, που εκτελεί προκαθορισμένες εντολές. Ο άντρας που πηγαίνει στη δουλειά και γυρίζει σπίτι κάθε μέρα για να συντηρήσει την οικογένειά του είναι ουσιαστικά ένας απελπισμένος άνθρωπος που έχει παραιτηθεί από τη ζωή. Είναι ένας απαθής παρατηρητής της ζωής καθώς αυτή εξελίσσεται.
«Η Μαντόνα με το γούνινο παλτό» είναι ένας καθαρός ορισμός της «μελαγχολίας» και της λαχτάρας για χαμένες ευκαιρίες στη ζωή. Παρακολουθούμε τη ζωή του Ράιφ κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 ενώ ζει στο Βερολίνο, και την Τουρκία. Στο Βερολίνο, γνωρίζει μια Εβραία, τη Μαρία εκεί γεννιέται μια βαθιά σχέση αγάπης. Ο έρωτάς τους, μερικές φορές, φαίνεται να είναι περισσότερο πλατωνικός παρά ρομαντικός, πιεσμένος από την πολυπλοκότητα του αντίστοιχου υπόβαθρου, των κοινωνικών κανόνων και από τους αγώνες που προκαλούνται από την κοσμικότητα της ζωής. Είναι ένας δεσμός δύο λεπτών ψυχών – όμοιων, αν και πολύ διαφορετικών από πολλές απόψεις.
Είναι επίσης μια ιστορία για τη ζωή σε μια προκατειλημμένη κοινωνία που επιβραβεύει ορισμένα εγωιστικά πρότυπα συμπεριφοράς και ταπεινώνει αυτούς που δεν συμμορφώνονται με τους κανόνες της και θέλουν να ζουν σύμφωνα με τις δικές τους αξίες συμπόνιας, ισότητας και καλοσύνης.
Η παράσταση
Όπως σε πολλά ρομαντικά μυθιστορήματα, έτσι και σε αυτό, ο κεντρικός άξονας της πλοκής είναι μάλλον απλοϊκός. Κινείται γύρω από δύο ανθρώπους, οι οποίοι πλησιάζουν ανορθόδοξα ο ένας τον άλλον. Η μονότονη καθημερινότητα, η απουσία ουσιώδους επαφής με τον περίγυρο τους, η εσωτερικευμένη απογοήτευση από την ζωή τους θα τους φέρει κοντά. Είναι ψυχές σαν τις δικές τους προορισμένες να καταλήξουν μαζί ή καταδικάζονται σε μια αέναη περιπλάνηση ανάμεσα στο φθαρτό και το πρόσκαιρο; Είναι δυο άνθρωποι ικανοί να υπερβούν όλα τα εμπόδια που οι ίδιοι θέτουν στους εαυτούς τους και να εγκαταλείψουν τα πάντα στο όνομα του πάθους, του έρωτα ή της αγάπης; Ενώπιον όλων αυτών των ερωτημάτων στέκεται ο θεατής που παρακολουθεί την πλοκή της παράστασης να εξελίσσεται με έναν ήπιο ρυθμό. Στην κορύφωση της, όμως, εγκολπώνει με τον πιο ποιητικό τρόπο όλο το νόημα του έργου (για κάποιους ίσως και της ίδιας τους της ύπαρξης).
Η αξία της σκηνοθετικής προσέγγισης της Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη είναι ότι πρόσθεσε μια ποιητικότητα στη φαινομενικά κοσμική ιστορία και δημιούργησε μια συγκινητική παράσταση με έμφαση στα πιο βασικά ανθρώπινα συναισθήματα, καταφέρνοντας να τονίσει την ουσία του κειμένου του Αλι, με μια αγωνιώδη εμβάθυνση μπροστά για τις χαμένες ευκαιρίες. Η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη επιλέγει έναν ποιητικό λυρισμό για τη σκηνοθεσία της: η παράσταση είναι ουσιαστικά ένας διάλογος με τη μοναξιά και την οικειότητα. Ο Άλι εξερευνά διακριτικά το ρομαντισμό, τους κινδύνους και τις χαρές του να ανοίξει κανείς τον εαυτό του σε ένα άλλο άτομο και την αθάνατη αγάπη που μπορεί να έχει ένα άτομο για έναν άλλον χωρίς να φτάνει σε υπερβολές. Με αυτή τη βάση η σκηνοθεσία εναλλάσσει το παρελθόν και το παρόν με μια ονειρική ακολουθία. Φώτα, σκοτάδια, παύσεις και επανεκκινήσεις υποτάσσονται σε μια ποιητική ρυθμική.
Η ομορφιά, ο πόθος, το ανεκπλήρωτο, όλα όσα συνθέτουν το δίχτυ της ανθρώπινης μοίρας, εκτίθενται με όχημα τη γλώσσα. Με κείνη τη μεγαλειώδη γλώσσα του ποιητή, που εξυφαίνει και πλέκει τις μικρές ζωές, τις σιωπές. Με εφόδιο μάλιστα τον ασθματικό ποιητικό λόγο στη σκηνή, οι διαχρονικοί, αναπάντητοι προβληματισμοί με τους οποίους καταπιάνεται το έργο του Αλι, ανταμώνουν, με αντίλαλη αίσθηση, σε παραλληλισμούς διασταυρώσεων του αφηγητή και πρωταγωνιστή. Πολύ ενδιαφέρουσα η ένταξη του αφηγητή στη ροή των παρελθοντικών γεγονότων, σαν ένα τρίτο πρόσωπο δρών, αλλά όχι αλληλοεπιδρών, που αφήνει την ιστορία να εξελιχθεί αλλά την παρακολουθεί και τη μεταφέρει στο κοινό.
Και οι τρεις ηθοποιοί αποτελούν μια καλοκουρδισμένη ομάδα και αποδεικνύονται δεινοί στο σωματικό παίξιμο, με το απαραίτητο ταλέντο και την ευκταία αφοσίωση.
Ο Βασίλης Τριανταφύλλου (Ραΐφ-εφέντη) έχει το υποκριτικό χάρισμα να μιλά με τα μάτια. Ο ήρωας του είναι ένας συνηθισμένος φοιτητής του οποίου η κοσμοθεωρία θα ανατραπεί όταν θα αντιληφθεί πως όλα όσα θεωρούσε δεδομένα κάποια στιγμή αλλάζουν. Συναισθηματική ερμηνεία, σωματοποιεί τη βαθιά αγάπη, αλλά και τη μοναξιά, την υποτονικότητα και την αδράνεια της απώλειας.
Ακριβέστατος με πολύ καλή άρθρωση, και φρεσκάδα ο Φώτης Καράλης (Αφηγητής), διαθέτοντας την πλαστικότητα των σωματικών μέσων, γίνεται το όχημα της σκέψης και της ζωής του Ραιφ. Πολύ θετική παρουσία, ιδανική επιλογή για το ρόλο του αφηγητή.
Η Βίκυ Διαμαντοπούλου κατορθώνει να μεταδώσει στον θεατή τον απαιτούμενο αισθησιασμό προκειμένου να καταστήσει σαφές ότι ήταν αναπόφευκτο για τον Ραιφ να ενδώσει στο –έστω και προσποιητό– ερωτικό της κάλεσμα. Διατηρεί εύστοχα στην ερμηνεία της έναν ήπιο ναρκισσισμό όταν αντιτίθεται στα πατριαρχικά δεδομένα εκφράζοντας τις απαιτήσεις μιας χειραφετημένης, μπροστά από την εποχή της γυναίκας. Ίσως σε κάποιες στιγμές χρειαζόταν λίγο καλύτερο έλεγχο στο λόγο, ώστε να φτάνει καθαρότερος στο κοινό. Ωστόσο, όλοι οι ερμηνευτές πετυχαίνουν να αποδώσουν την υπαρξιακή μετατόπιση που διεξάγεται κατά την έκβαση του έργου.
Λειτουργικά και έξυπνα τα σκηνικά του Γιώργου Λυτζέρη, ατμοσφαρικοί οι φωτισμοί, και εξαιρετικές οι χορογραφίες της Ματίνας Κωστιάνη. Στην ατμόσφαιρα της παράστασης συμβάλλει σημαντικά και η ζωντανή μουσική του Ανδρέα Γυφτάκη.
Στο σύνολο της είναι μια λιτή, πολύ τρυφερή παράσταση, που κάνει το θεατή να χαμογελά, να ερωτεύεται, που τον εξαγνίζει με την αμεσότητα και ειλικρίνεια των συναισθημάτων της.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη
Πρωτότυπη μουσική: Κώστας Νικολόπουλος
Σκηνικά-Κοστούμια: Γιώργος Λυτζέρης
Επιμέλεια κίνησης-Χορογραφία: Ματίνα Κωστιάνη
Βοηθός σκηνοθέτη: Δανάη Παπακωνσταντίνου
Φωτογραφίες: Πέτρος Μακρής
Επικοινωνία και προβολή παράστασης : Νταίζη Λεμπέση
Ηθοποιοί: Βίκυ Διαμαντοπούλου, Φώτης Καράλης, Βασίλης Τριανταφύλλου
Παίζει ζωντανά ο μουσικός: Ανδρέας Γυφτάκης
Συμπαραγωγή ομάδα Anima και Alhambra Art Theater
Η παράσταση επιχορηγείται από το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού