Η Μήδεια του Μποστ παρουσιάστηκε σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού στην Επίδαυρο – με την πρεμιέρα της παρασκευής να ακυρώνεται λόγω απεργίας και την παράσταση να παίζεται τελικά μόνο το Σάββατο 9 Ιουλίου.
- Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
Η Μήδεια γραμμένη το 1993, οπότε έγινε και το πρώτο ανέβασμα της από το θέατρο Στοά, με το χιούμορ του Μποστ, που ήθελε «οι θεατές περισσότερο να χαμογελάνε και λιγότερο να χαχανίζουν», αποτέλεσε μια μοναδική σάτιρα, βασισμένη στις πιο τραγικές ιστορίες της αρχαίας δραματουργίας αλλά και της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Όπως ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Πρόκειται για ένα έργο που επικρίνει τους επικριτάς, προβληματίζει τους κριτάς και ελευθερώνει τους θεατάς». Κύριο χαρακτηριστικό του έργου του η γελοιοποίηση, ο σαρκασμός, η σάτιρα, μέσα όμως από τη σχολή του Πόνου, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος. Και σαν γνήσιος λαϊκός άνθρωπος με ένστικτο ισχυρό, μετέτρεψε μύθους σε έναν πλούτο χρωμάτων, γέλιου, παραφροσύνης, υπόγειας σατιρικής διάθεσης.
Στα έργα του, συμπεριλαμβανομένης της Μήδειας, ο Μποστ ανακατεύει διάφορες εποχές, ιστορικά γεγονότα και χαρακτήρες διαφορετικών περιόδων, και φέρνει στα έργα του τα στοιχεία του Θεάτρου του Παραλόγου. Ακόμη και χωρίς την ανάγνωση του έργου, μια απλή περιγραφή της πλοκής αρκεί για να συνειδητοποιήσουμε ότι μια τραγωδία που μεταμορφώνεται σε κωμωδία τροποποιείται όχι μόνο ως προς το είδος, τη γραμμή ιστορίας και το ύφος της, αλλά και από εννοιολογικούς όρους. Η γνωστή μυθολογική πλοκή αποθαρρύνεται, το πρόβλημα ουσιαστικά μετασχηματίζεται και τοποθετείται εξ ολοκλήρου σε πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, αποκτώντας ένα κωμικό, ή μάλλον σατιρικό και γκροτέσκο χρώμα.
Το έργο θέτει το ερώτημα: Γιατί ο Μποστ επέλεξε ακριβώς τη Μήδεια του Ευριπίδη; Τι εξηγεί τη συνάφεια των προκλήσεων που μεταφέρει αυτή η αρχαία τραγωδία; Ο Ευριπίδης αντιλαμβάνεται με ευφυΐα τις περίπλοκες ψυχολογικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στον πνευματικό κόσμο ενός χαρακτήρα. Προσφέρει αριστοτεχνικά συντεθειμένους συναισθηματικούς μονόλογους, διαλόγους –παραδείγματα ρητορικής τέχνης, τους λεγόμενους λεκτικούς Αγώνες με σοφιστικές προεκτάσεις, εκτεταμένα μέρη του αγγελιοφόρου, ίντριγκες. Η Μήδεια είναι το δράμα των συζυγικών σχέσεων και της ηθικά διεφθαρμένης κοινωνίας, της κοινωνίας που δικαιολογεί τη φθορά. Αυτή είναι η τραγωδία της προδοσίας των γονιών και της πατρίδας, της φυγής και της μοναξιάς σε μια ξένη χώρα, της απογοήτευσης και της χαμένης αγάπης, η τραγωδία της κοινωνικά και συναισθηματικά απροστάτευτης γυναίκας. Μπορούμε να πούμε ότι η κοινωνική διάσταση κυριεύει την ιδιωτική ζωή και τον κόσμο των συναισθημάτων. Και αυτό ακριβώς το μοτίβο, αλλά μέσα από το πρίσμα της σάτιρας ακολουθεί και ο Μποστ. Το χιούμορ του είναι καταλυτικό, όπως και η αγάπη του για αυτή τη γη και τους ανθρώπους της, την οποία καταχράται από την αρχή μέχρι το τέλος σε κάθε έργο του. Είναι επικριτικός με λεπτό τρόπο, χωρίς να είναι κακός ή επιπόλαιος, προς όλες τις κατευθύνσεις.
Όπως και η Φαύστα, έτσι και η Μήδεια είναι ένα έργο γλωσσικού υπερρεαλισμού, που μέσα από το ρυθμικό δεκαπεντασύλλαβο καταφέρνει να πετύχει αξιοθαύμαστη σκηνική παράσταση. Γιατί ο Μποστ διαθέτει ένα γλωσσικό αισθητήριο που του επέτρεψε να ανιχνεύσει τη βαθιά λαϊκότητα του τόπου του, και να στραφεί κατά των πεφωτισμένων αστών διανοούμενων, αποφεύγοντας όμως την ευθεία αντιπαράθεση, αλλά σφάζοντας την κοινωνική υποκρισία και ανοχή, και την συγκάλυψη της διαστροφής της με το γάντι. Έτσι, με μια τεράστια ικανότητα σαρκασμού, μαστιγώνει το τρανό σύνθημα πατρίς θρησκεία οικογένεια και τα στείρα ιδεολογήματα στα οποία βασίστηκε η κοινωνία μας. Η θέση του Μποστ δηλώνεται κεκαλυμμένα, μέσα από την ανάμειξη μύθων και ιστοριών, αδιευκρίνιστα σε πρώτο επίπεδο σύμβολα, συμβολισμούς και καταστάσεις. Διότι τι άλλο θα μπορούσε να είναι εκτός από κατεδαφιστική κριτική η άνευ λόγου παρουσία του επαίτη Οιδίποδα που ψάχνει μέσο να βολευτεί ως ΑΜΕΑ στο δημόσιο, της Αντιγόνης που κλέβει το παλάτι, ή του Δία μεταμορφωμένου σε καλόγερου που κυνηγά ανήλικα έξω από σχολεία; Το έργο του διαχρονικό και ρευστό ταυτόχρονα μπορεί στα κατάλληλα σκηνοθετικά χέρια να μετατραπεί σε μια σκληρότατη κοινωνική κριτική, που φτάνει στα αυτιά και τα μάτια των θεατών με τον ιδανικότερο τρόπο: τον μανδύα της κωμωδίας.
Όλα αυτά συνέθεσε με μαεστρία, χιούμορ, αλλά και σαφή κριτική διάθεση, σε μια ευφρόσυνη, ρυθμική και παιγνιώδη παράσταση ο Γιάννης Καλαβριανός. Η σκηνοθεσία του είχε το ρυθμό της παραδοξότητας των λέξεων, τη στιβαρότητα της αφηγήσεως της ιλαροτραγωδίας και κυρίως την κίνηση σε όλο το μήκος και το πλάτος της σκηνής καθώς και την απαραίτητη επικοινωνία με το κοινό. Η σπιρτάδα του κειμένου διατηρήθηκε ακέραιη και ενδυναμώθηκε με τις δραματουργικές παρεμβάσεις του ίδιου και της Έρης Κύργια, με σχόλια της Μήδειας για τις καψαλισμένες Μυκήνες, ή με χορικά για την ακρίβεια και τη ΔΕΗ, τον πληθωρισμό και την ανεργία, τη λιτότητα και τη δημόσια διαφθορά, τα δάνεια και τα επιδόματα, τους πνιγμένους πρόσφυγες στα νησιά, και φυσικά την παιδεραστία και την παιδοκτονία – ζητήματα πολύ επίκαιρα και ζοφερά τόσο για την κοινωνία όσο και για το ίδιο το Εθνικό θέατρο. Αυτό που πέτυχε να αναδείξει η παράσταση ήταν ότι οι χαρακτήρες του Μπόστ προφέρουν λέξεις που δεν σημαίνουν τίποτα αρνητικό με την πρώτη ματιά, αλλά μεταφέρουν ένα σιωπηρό μήνυμα συλλογιστικής θλίψης για όσα ζούμε.
Η παράσταση ευτύχησε σε υπέροχες ερμηνείες.
Το πηγαίο κωμικό κύτταρο της Γαλήνης Χατζηπασχάλη έλαμψε στη Μήδεια. Με στιγμές που κρύβουν μια σχεδόν παιδική αφέλεια, και άλλες που δείχνουν τις αναλαμπές κριτικής διάθεσης απέναντι στην ηρωίδα της. Πληθωρική αλλά και ιδιαίτερα κομψή, με ρέον χιούμορ, γεμίζει τη σκηνή με την παρουσία της χωρίς να κάνει κατάχρηση των πλούσιων εκφραστικών της μέσων και αποφεύγοντας επιμελώς ό,τι θα έκανε το ρόλο της καρικατούρα. Χάρμα ιδέσθαι.
Η εξαιρετική Σύρμω Κεκέ με λεπτή αίσθηση της σάτιρας, μας έδωσε μια καίρια καλόγρια Πόλυ, ο απολαυστικός Γιώργος Γλάστρας έκλεψε την παράσταση με την καταπληκτική εν είδει μπαλαρίνας κίνηση στο ρόλο του ως τροφού και την χιουμοριστική σοβαρότητα του λόγου του. Ο Στέλιος Ιακωβίδης με σπιρτάδα, ευελιξία και καθαρό λόγο ως Ευριπίδης (καταπληκτική η σκηνή που κρατά σημειώσεις από τη ζωή της Μήδειας). Ο μάτσο, αλλά και απολογητικός Ιάσων του Σταύρου Σβήγκου ήταν εύστοχος, όπως και ο παθολογικά νάρκισσος Δίας – παιδεραστής ιερέας του Γιώργου Σαββίδη.
Τη διττότητα του χιούμορ του Μποστ αλλά και της βαθιάς κριτικής στην κοινωνία μας ανέδειξε εύστοχα η ερμηνεία του Θανάση Δήμου ως Οιδίποδα, ενώ η Άντρη Θεοδότου ήταν κωμικά δραματική με γαργαριστές αποστροφές ως Αντιγόνη.
Έξοχη επιλογή η όψη του Εξάγγελου που παρέπεμπε ευθέως στη Ρακένδυτη Ελλάδα του Μποστ – με την Φανή Παναγιωτίδου να μεταφέρει τα τεκταινόμενα στο παλάτι με μια χιουμοριστική μελαγχολία. Επαρκής ο ψαράς του Θανάση Ισιδώρου.
Ο χορός (Μαρία Κωνσταντά, Ειρήνη Μακρή, Λυγερή Μητροπούλου, Ελπίδα Νικολάου, Κατερίνα Πατσιάνη, Ματίνα Περγιουδάκη, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θεοδοσία Σαββάκη, Νιόβη Χαραλάμπους) με την εξαιρετική Μαρία Κοσκινά κορυφαία, ήταν καλοκουρδισμένος – η χορογραφία της Μαριάννας Καβαλλιεράτου από τα πολύ θετικά στοιχεία της παράστασης – εύστοχα κριτικός, και καίρια παρεμβατικός. Η Εύα Μανιδάκη έστησε ένα γήινα ελληνικό (με βυζαντινές παραπομπές) σκηνικό, με χρυσά τούβλα για να παραπέμπει και στην βασιλική τάξη, ενώ τα κουστούμια της Βάνας Γιαννούλα και το μακιγιάζ ήταν όσο γκροτέσκο έπρεπε. Η ζωντανή μουσική του Θοδωρή Οικονόμου πάτησε σε οικείες μελωδίες αλλά έντυσε εύστοχα την παράσταση, ενώ και οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου ήταν σωστοί.
Συμπερασματικά, η παράσταση ήταν μια ιδιαίτερα φρέσκια και σύγχρονη εκδοχή της κλασσικής κωμωδίας του Μποστ, με τη σκηνοθετική προσέγγιση να αναδεικνύει την ουσία του έργου και να το μπολιάζει με όλα εκείνα τα στοιχεία που το κάνουν μια άρτια θεατρική πρόταση. Έχει ρυθμό, έχει κέφι, με το λόγο και την κίνηση να αποτελούν ζωντανά της κύτταρα, που ναι μεν προκαλούν το γέλιο, αλλά και που αφήνουν μια υποδόρια αίσθηση μελαγχολίας για τη διαχρονικότητα της πραγματικότητας μας, που σχολίασε ο Μποστ πριν 30 χρόνια, και που παραμένει καυστικά επίκαιρη.
Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός
Δραματουργική επεξεργασία: Γιάννης Καλαβριανός, Έρι Κύργια
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Βάνα Γιαννούλα
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Χορογραφία: Μαριάννα Καβαλλιεράτου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά
Βοηθός σκηνοθέτη: Κέλλυ Παπαδοπούλου
Β΄βοηθός σκηνοθέτη: Διονυσία Βλαστέλλη
Βοηθός σκηνογράφου: Κατερίνα Βλάχμπεη
Βοηθός ενδυματολόγου: Αλέξανδρος Γαρνάβος
Διανομή (με αλφαβητική σειρά)
Γιώργος Γλάστρας: Τροφός
Θανάσης Δήμου: Οιδίποδας
Άνδρη Θεοδότου: Αντιγόνη
Στέλιος Ιακωβίδης: Ευριπίδης
Θανάσης Ισιδώρου: Ψαράς
Σύρμω Κεκέ: Καλόγρια
Μαρία Κοσκινά: Κορυφαία
Φανή Παναγιωτίδου: Εξάγγελος
Γιώργος Σαββίδης: Καλόγερος
Σταύρος Σβήγκος: Ιάσονας
Γαλήνη Χατζηπασχάλη: Μήδεια
Χορός (αλφαβητικά): Μαρία Κωνσταντά, Ειρήνη Μακρή, Λυγερή Μητροπούλου, Ελπίδα Νικολάου, Κατερίνα Πατσιάνη, Ματίνα Περγιουδάκη, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θεοδοσία Σαββάκη, Νιόβη Χαραλάμπους.
Μουσικοί επί σκηνής (αλφαβητικά): Παρασκευάς Κίτσος (κοντραμπάσο), Θοδωρής Οικονόμου (πιάνο–μουσική διεύθυνση), Δημήτρης Χουντής (σοπράνο σαξόφωνο), Μαρία Χριστίνα Harper (άρπα).