Το θέατρο του Νέου Κόσμου παρουσιάζει το έργο της Νεφέλης Μαϊστράλη “Κακούργα Πεθερά“, στο θέατρο Πόρτα, σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη. Το έργο γράφτηκε στο πλαίσιο του Εργαστηρίου New Stages Southeast του Goethe Institute [2021-22].
- Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
- Ημερομηνία Δημοσίευσης 17/1/2024
Στο νέο έργο της, η Νεφέλη Μαϊστράλη εμπνέεται από ένα διάσημο έγκλημα που συντάραξε την Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα, το Έγκλημα της Χαροκόπου ή το Έγκλημα του αιώνα, όπως το χαρακτήρισαν οι δημοσιογράφοι της εποχής. Το 1931, ανήμερα των Θεοφανίων, στις όχθες του ποταμού Κηφισού, ξεβράζονται σακιά που περιέχουν ένα διαμελισμένο πτώμα. Η έρευνα της αστυνομίας θα υποδείξει ως ενόχους την πεθερά, τη σύζυγο, τον ξάδερφο της και την υπηρέτρια του σπιτιού. Η κοινή γνώμη συνταράσσεται, όχι μόνο από την αγριότητα του εγκλήματος, αλλά ειδικότερα από το γεγονός ότι οι βασικοί δράστες είναι γυναίκες. Η σκληρή πατριαρχική κοινωνία αδυνατεί να πιστέψει ότι μια γυναίκα –ακόμη κι αν είναι θύμα χρόνιας κακοποίησης όπως αποδείχθηκε στη δίκη– είναι ικανή για μια τόσο φρικιαστική πράξη.
Αιτία του εγκλήματος υπήρξε η συστηματικά κακοποιητική συμπεριφορά του θύματος προς την σύζυγο και μητέρα των τριών παιδιών τους, Φούλα. Ο Αθανασόπουλος, ο οποίος βρισκόταν πλέον σε διάσταση με την Φούλα, ενώ παράλληλα διατηρούσε και εξωσυζυγικές σχέσεις, επέστρεφε διαρκώς στην οικογενειακή του εστία όπου κακοποιούσε σωματικά και σεξουαλικά την γυναίκα του. Μετά τη δολοφονία του Αθανασόπουλου, ο εξάδελφος μαζί με την υπηρέτρια της οικογένειας τεμάχισαν και τοποθέτησαν σε μεγάλες σακούλες από λινάτσα τα μέλη του θύματος. Ύστερα από πολυήμερες ανακρίσεις, η αστυνομία συνέλαβε εν τέλει τον εξάδελφο, την πεθερά του Αθανασόπουλου, την σύζυγό του Φούλα, αλλά και την υπηρέτριά τους. Ο εξάδελφος καταδικάστηκε σε 20 χρόνια κάθειρξη, η υπηρέτρια σε ισόβια, ενώ οι δύο γυναίκες, μάνα και κόρη, καταδικάστηκαν σε θάνατο, ποινή η οποία μετατράπηκε αργότερα σε ισόβια κάθειρξη.
Το έγκλημα το οποίο συντάραξε την κοινωνία της εποχής, τράβηξε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, γεγονός που αποτυπώθηκε τόσο σε θεατρικά έργα, ακόμα και σκετς του Καραγκιόζη, όσο και στο γνωστό άσμα της εποχής που έγραψε ο Ιάκωβος Μοντανάρης και έγινε μεγάλη επιτυχία, «Καημένε Αθανασόπουλε, τι σού ‘μελλε να πάθεις/Από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις».
Αρχικά, η κοινή γνώμη διατηρούσε αρνητικά συναισθήματα για τον Αθανασόπουλο και τη σύζυγό του, και το πρωτοφανές επίπεδο βίας στο έγκλημα. Ωστόσο, καθώς αποκαλύφθηκαν οι λεπτομέρειες του γάμου του Αθανασόπουλου με τη Φούλα, ρίχνοντας φως σε περιπτώσεις σοβαρής κακοποίησης, η κοινή γνώμη σταδιακά άλλαξε. Αν και είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αυτοδικία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, το έγκλημα που διαπράχθηκε κατά του Αθανασόπουλου χρησιμεύει ως απόδειξη των τρομερών συνεπειών μιας εξαιρετικά καταχρηστικής συζυγικής σχέσης.
Η παράσταση
Το κείμενο της Νεφέλης Μαιστράλη έχει τις ρίζες του στην πραγματική ιστορία, αλλά προσπαθώντας να αποφύγει μια αυστηρά δημοσιογραφική τεκμηρίωση των ιστορικών γεγονότων και αντ ‘αυτού να εμπλουτίσει τους χαρακτήρες με πολύπλευρα χαρακτηριστικά και κίνητρα που ευθυγραμμίζονται όσο το δυνατόν πιο στενά με τον πρωταρχικό στόχο του έργου, άλλαξε τα ονόματά τους σε μια προσπάθεια να δημιουργηθούν συμβολικές αναπαραστάσεις που έχουν διαχρονική ποιότητα. Το θύμα – δυνάστης απεικονίζει την εκδήλωση της τοξικής αρρενωπότητας μέσα σε μια συζυγική σχέση. Η νύφη τονίζει την εικόνα της νεαρής συζύγου και μητέρας που βρίσκεται παγιδευμένη μέσα σε έναν αμείλικτο κύκλο βίας. Η πεθερά ενθυλακώνει μια γυναίκα που προσπαθεί να απομακρυνθεί από αυτόν τον κύκλο, υιοθετώντας χαρακτηριστικά που αποκλίνουν από τις κοινωνικές προσδοκίες που της επιβάλλονται ως γυναίκα. Ο ανιψιός ένα νεαρό αγόρι που καταφεύγει στη βία ως μέσο για να επιβεβαιώσει την αρρενωπότητά του, ενώ η υπηρέτρια συμβολίζει μια γυναίκα που έχει αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή της στην παροχή υπηρεσιών για την βελτίωση των άλλων.
Μέσα στο κείμενο, η εστίαση δίδεται στην εξέταση της έννοιας του θύματος και των διαφόρων εκδηλώσεών του σε διαφορετικά υποθετικά σενάρια. Η Φούλα (Βούλα) όπως απεικονίζεται στην παράσταση αντιπροσωπεύει τη γυναίκα που υπομένει τη σωματική και συναισθηματική κακοποίηση που την προκαλεί από τον σύζυγό της. Επιπλέον, βρίσκει τον εαυτό της κάτω από την κυριαρχία μιας ανθεκτικής γυναικείας φιγούρας, της μάνας της, που προσπαθεί να βρεί τον τρόπο να σώσει την κόρη της – και τον εαυτό της – από την κακοποίηση, χωρίς όμως να εμπλακεί η ίδια.
Η Νεφέλη Μαιστράλη προσπαθεί με το κείμενο της να καταδείξει το πώς ένας άνθρωπος γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη εγκληματίας αντιδρώντας όμως σε αυτό που η τέλεια ελληνική οικογένεια διδάσκει: την ανευ όρων υπακοή στην πατριαρχία. Μέσα στην αγία ελληνική οικογένεια μαθαίνουμε πως ασφάλεια μπορούμε να βρούμε μόνο εκεί αφού είμαστε υπό την προστασία του πατέρα, του αδερφού και ύστερα του συζύγου και πως το να αγαπάς σημαίνει να υπηρετείς σωστά τον ρόλο σου. Αυτό τονίζεται όχι μόνο από την – στα όρια του φαιδρού – αγόρευση του εισαγγελέα, αλλά και από τον τελικό – καταπληκτικά ερμηνευμένο από την Ελένη Ουζουνίδου – μονόλογο της πεθεράς που συνδέει το έγκλημα της Χαροκόπου με κάθε σύγχρονη γυναικοκτονία, δίνοντας έμφαση όμως και στην έλλειψη τυφλότητας της δικαιοσύνης απέναντι στο φύλο του θύτη, αφού οι γυναίκες δολοφόνοι είναι κακούργες και αδίστακτες, ενώ οι άνδρες γίνονται δολοφόνοι για λόγους τιμής. Και είναι σε αυτό το μονόλογο που νιώθει ο θεατής το πνίξιμο στο λαιμό, αφού οι ειδήσεις για τις βιαιοπραγίες κατά γυναικών, ή και ακόμα οι αυτοδικίες είναι καθημερινές μας ειδήσεις – μια πραγματικότητα θλίψης χωρίς τέλος.
Ενώ η παράσταση ευτυχεί ως προς το κείμενο (και τις ερμηνείες), αδικείται σημαντικά από τη σκηνοθεσία του Θανάση Ζερίτη. Η σκηνοθεσία, θέλοντας να υπογραμμίσει την κοινωνική καταγγελία μεν ,αλλά όχι πολύ σοβαρά δε, έφερε και κωμικά χαρακτηριστικά στην παράσταση, με μια καθ’ υπερβολήν, και αναίτια χρήση τεκνο-ρειβ μουσικών θεμάτων, που έσπαγαν τη ροή της παράστασης και ανάγκαζαν τους ηθοποιούς να κινούνται στο ρυθμό, με την ταυτόχρονη χρήση στρομποσκοπικού φωτισμού. Όχι μόνο ήταν μια ασύνδετη επιλογή, αλλά ταυτόχρονα έσπαγε το λαϊκό – ηθογραφικό ύφος των υπόλοιπων σκηνών, και άρα αποδυνάμωνε τις τραγικές καταστάσεις που βίωναν οι ήρωες. Και έτσι, ενώ κάποιες επιλογές, όπως τα πανια – μπερντέδες για τη θέαση δευτερεύουσας δράσης, ή η χρήση σκηνικών αντικειμένων για την δημιουργία ηχοτοπίων , και η ένταξη της ρεμπέτικου τύπου κομπανίας για το σχολιασμό της υπόθεσης, είχαν πολύ ενδιαφέρον, η επανειλημμένη διακοπή της ροής και της αισθητικής της παράστασης άφηνε το θεατή αμήχανο και δημιουργούσε έναν αισθητικό εκνευρισμό.
Οι ερμηνείες της παράστασης ωστόσο ισοζύγισαν σε μεγάλο βαθμό τα σκηνοθετικά προβλήματα.
Η Ελένη Ουζουνίδου στο ρόλο της πεθεράς παραδίδει μια ερμηνεία με τέτοιο αυθορμητισμό, ζεστασιά και γνησιότητα που θαρρείς δεν υποκρίνεται ήρωα παράστασης, αλλά το ζει και βιώνει την ηρωίδα αυτή. Ερμηνεύει αυτό το πλάσμα το «δηλητηριασμένο» από τη ζωή αλλά και «δηλητηριώδες», θύτη και θύμα και εκείνη εξίσου, με τη γνήσια εσωτερική αλήθεια της, συμβάλλοντας στην κορύφωση του δραματικού στοιχείου. Ο τελικός της μονόλογος, η πιο συγκινητική και συγκλονιστικά ειλικρινής σκηνή της παράστασης, ερμηνεύεται από την Ουζουνίδου σαν μια αυτονόητη συνέχεια μιας προσωπικής ενδοσκόπησης που ψηλαφεί αλήθειες της έμφυλης ταυτότητας, αγγίζοντας τραυματικές περιοχές. Αξίζει να δείτε την παράσταση και μόνο για αυτόν τον μονόλογο.
Η Εριέττα Μανούρη ερμηνεύει το ρόλο της κόρης και συζύγου του Αθανασόπουλου, και καταφέρνει να «βυθίσει» το λόγο, την έκφραση, την κίνηση, προπαντός το συναίσθημά της στην κακοποίηση που δέχεται, αλλά και την απελπισία που της προκάλεσε ο φόνος. Η τελική της αναμέτρηση με την μάνα της είναι υποδειγματικά ερμηνευμένη.
Αμεση, αληθινή, με σκηνικό νεύρο και αίσθηση του χιούμορ η ερμηνεία του Γιώργου Παπανδρέου στο ρόλο του δυνάστη συζύγου, εξόχως χιουμοριστική στην πατριαρχικά φαιδρή αγόρευση του εισαγγελέα. Καλή, πικρά χιουμοριστική, αλλά και συγκινητικά ευαίσθητη είναι και η ερμηνεία του Ιώκο Ιωάννη Κοτίδη, στο ρόλο του ανιψιού που είναι ο και de facto δράστης του εγκλήματος.
Με παιγνιώδη αυθορμητισμό και χιούμορ και η ερμηνεία της Νεφέλης Μαϊστράλη στο ρόλο της υπηρέτριας.
Στα θετικά της παράστασης οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, και το απλό αλλά λειτουργικό σκηνικό της Γεωργίας Μπούρδα.
Στο σύνολο της είναι μια παράσταση που παρά τα σκηνοθετικά προβλήματα, φέρει στη σκηνή ένα από τα πιο γνωστά οικογενειακά εγκλήματα στην Ελλάδα, και πατώντας στο έξοχο κείμενο επιχειρεί και επιτυγχάνει μια σύνδεση της έμφυλης βίας του τότε και του τώρα, αφήνοντας τελικά στο μυαλό του θεατή μια καταγγελία και κραυγή για την ενδοοικογενειακή βία.