fbpx

Είδαμε την παράσταση “Ιφιγένεια/Βορά” – “Εγώ, μια δούλα”, στο μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου – Κριτική της Παράστασης

Στο πλαίσιο του επιτυχημένου Κύκλου Contemporary Ancients, το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου ανέθεσε φέτος τη συγγραφή δύο θεατρικών μονολόγων εμπνευσμένων από τραγωδίες του Ευριπίδη στη Βίβιαν Στεργίου και τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Ο μονόλογος «Ιφιγένεια/Βορά» και «Εγώ μια Δούλα» αντίστοιχα, παρουσιάστηκαν στο μικρό θέατρο της Επιδαύρου σε μια παράσταση με ξεχωριστές όμως παραγωγές ο καθένας. Τη σκηνοθεσία των μονολόγων στη σπονδυλωτή αυτή παράσταση ανέλαβαν ο Νίκος Χατζόπουλος και η Αικατερίνη Παπαγεωργίου, με τη Φιλαρέτη Κομνηνού (Εγώ, μια δούλα) και την Ελίζα Σκολίδη (Ιφιγένεια / Βορά) να πρωταγωνιστούν.

  • Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
  • Ημερομηνία Δημοσίευσης 8/7/2024

Ιφιγένεια/ Βορά

Η Ιφιγένεια κάνει βόλτα στην Επίδαυρο, στέλνει ηχητικά στη μαμά της, κάνει αναδρομή στους πατριαρχικούς χρησμούς που καθορίζουν τη γυναίκα σε κάθε ηλικία. Θυμώνει, φοβάται, ξεσπά, παραδίνεται, ίσως όχι, αλλά μάλλον ναι.   Το κείμενο της Βίβιαν Στεργίου σε σκηνοθεσία της Αικατερίνης Παπαγεωργίου θέτει ερωτήματα για το προσωπικό και συλλογικό τραύμα των γυναικών που υποτιμήθηκαν, που σώπασαν, που ντράπηκαν ή απλώς σάστισαν, που αναρωτήθηκαν αν ήταν μόνες τι άλλο θα μπορούσε να είχε συμβεί.

© Ελίνα Γιουνανλή

Διαρκές το πηγαινέλα από το παρόν στο παρελθόν, μόνο που το παρελθόν είναι εδώ, μέσα στην «Ιφι», που προσποιείται ότι καλεί στο κινητό την μάνα της, την Κλύτ, γιατί φοβάται μόνη στην άγνωστη Αργολίδα. Η Ιφι κουβαλά το χρησμό του μάντη Κάλχα στο σαρκίο της, στα βάθη του είναι της, δεν μπορεί  ν’ απαλλαγεί από αυτό, όσο κι αν το θέλει.  Οι χρησμοί είναι οι φωνές των ανδρών, τα λόγια που ως επί το πλείστον φωνάζουν με βία οι άνδρες. Εκείνοι που διεγείρουν τη φαντασία τους μέσω της γυναικείας φιγούρας, η οποία εμφανίζεται ως σεξουαλικό αντικείμενο και αποτελεί το μοτίβο του ερωτικού και πατριαρχικού θεάματος. Μέσω του μοτίβου ενεργητικό – αρσενικό, παθητικό-θηλυκό, οι γυναίκες είθισται να έχουν το ρόλο “εκθέματος”, τροπαίου, ιδιοκτησίας, θύματος του κάθε χρησμού.

© AlexCat

Το κείμενο της Βίβιαν Στεργίου, είναι γραμμένο από γυναίκα για γυναίκες που έχουν νιώσει πως χρειάστηκε να θυσιάσουν φιλοδοξίες, που μπερδεύτηκαν με το προαπαιτούμενο της επιλογής, που κατάλαβαν πως το να είσαι γυναίκα μπορεί να γίνει αβίωτο αν δεν βάλεις λίγο νερό στο κρασί σου… για γυναίκες που βρήκαν την ισορροπία ανάμεσα στην ενστικτώδη στήριξη προς άλλες γυναίκες λόγω του συλλογικού βιώματος και του ανταγωνισμού που φυτεύει η πατριαρχία στη μήτρα αυτής της βιωματικής ταύτισης, που κατάλαβαν πως οι «χρησμοί» που μας μεγάλωσαν δημιούργησαν γυναίκες που εξαργυρώνουν τη φύση τους σε πόνο και έμφυλη ανισότητα σε μια κατάσταση που είναι δύσκολα αναστρέψιμη.

Ωστόσο, αν και πολύ ενδιαφέρον ανά σημεία το κείμενο, με το εύρημα του χρησμού να κερδίζει τις εντυπώσεις, εντούτοις θεατρικά ήταν ο αδύναμος κρίκος της παράστασης, με την ηρωίδα να βρίσκεται στο στάδιο της οργής, να οδηγείται σε ένα μονοδιάστατο και όχι απόλυτα ισορροπημένο δραματουργικό αποτέλεσμα, που κάπου χάνει την κατεύθυνση του μέσα από την καλή του πρόθεση.  Διότι μπορεί τελικά να αναρωτιέται η δημιουργός πόσες ακόμα Ιφιγένειες θα θυσιαστούν στον βωμό της ματαιοδοξίας ή πώς θα πιστέψουν βαθιά μέσα τους ότι η αγάπη δεν πονάει, δεν τραμπουκίζει, δεν εκφοβίζει και δεν υποτιμάει, όμως η δομή του έργου της οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το αίσθημα του φόβου και της ενοχής δεν μπορεί να αποδεσμευτεί από τη θηλυκή τους υπόσταση.

Τα κενά και τις αδυναμίες αυτές κλήθηκε να καλύψει η σκηνοθεσία της Αικατερίνης Παπαγεωργίου, που ανά στιγμές φαίνεται μεν να «υπερσκηνοθετεί», ωστόσο υποχρεούται σε μεγάλο βαθμό να το κάνει από την ανάγκη να δημιουργήσει επίπεδα εκ του μη όντος, και την συνεχή εναλλαγή των προσώπων των χρησμών. Πολύ εύστοχο το σκηνικό με το φουσκωτό παλάτι , το όνειρο αλλά και το καταφύγιο κάθε κοριτσιού, κάθε μικρής πριγκίπισσας,  εξυπηρετώντας τόσο την σκηνοθεσία που αναγκάζει την ηθοποιό να μετακινείται διαρκώς, όσο και ως υποστηρικτικό μέσο για τις απαιτήσεις των διαφορετικών φωνών. Η δημιουργική σύνθεση αυτού του σκηνικού παράγει συχνά ωραίες εικόνες και δίνει την λύση για την τελική σκηνή του έργου, που αποτελεί και την σημαντικότερη στιγμή του. Η μικρή πριγκίπισσα, η Ιφιγένεια, η κάθε Ιφιγένεια, καταποντίζεται μαζί με το παλάτι της, γιατί πρέπει να θυσιαστεί στην πατριαρχία , σε ένα αναπόφευκτο (; ) τέλος. Ενδιαφέρουσα, ταιριαστή προς το κείμενο η μουσική του Διαμαντή Αδαμαντίδη, και ο φωτιστικός σχεδιασμός του Αλέκου Αναστασίου.

© AlexCat

Μεγάλο ρόλο στην παραστασιακά θετική αποτίμηση του μονολόγου έχει η Ελίζα Σκολίδη, που ξεδιπλώνει όλα τα πλούσια εκφραστικά της μέσα: το σώμα της πάλλεται ολόκληρο, κινείται ακατάπαυστα, η φωνή της έχει διακυμάνσεις και λυγμό, το συναίσθημα είναι αβίαστο και πηγαίο. Είναι μια ερμηνεία έντονα συναισθηματική, αλλά ταυτόχρονα και «εξυπνα» χτισμένη, αφού καταφέρνει να καλύψει τις πολλές αδυναμίες  του κειμένου. Συνεπής και με βάθος στην εναλλαγή των φωνών και των πατριαρχικών ρόλων, παρά τα μεμονωμένα γκροτέσκα στοιχεία, η Σκολίδη δείχνει ερμηνευτική συνέπεια και ένταση που θα μας απασχολήσει στο μέλλον αναμφισβήτητα.

 

Εγώ μια Δούλα

Στον κωμικό μονόλογό του, «Εγώ, μια Δούλα», ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης διερευνά την τραγική ιστορία της Εκάβης μέσα από τα μάτια της πιστής της δούλας, και όχι της ίδιας της βασίλισσας. Αυτή η ανώνυμη Τρωαδίτισσα μαρτυρεί τόσο τα γεγονότα που συνέβησαν στην Εκάβη, άρα και στην ίδια, όσο και στην πατρίδα τους, που τώρα έχουν γίνει απλά ερείπια στον απόηχο του πολέμου. Σε αυτή τη συναρπαστική  αφήγηση, η αινιγματική φιγούρα της Εκάβης ξετυλίγεται με τρόπο που ξεπερνά τις παραδοσιακές ερμηνείες. Μέσα από τη μοναδική οπτική ενός μάρτυρα απρόσμενου, αποκαλύπτονται κρυμμένα βάθη που αγνοήθηκαν ακόμη και από τα πιο αξιόλογα λογοτεχνικά μυαλά. Μέσα από το πρίσμα της κοινής ανθρώπινης προοπτικής και της περιορισμένης ανθρώπινης κατανόησης, το επικό ταξίδι της Εκάβης και της δούλας της, αντιμετωπίζεται με μοναδικό και αντισυμβατικό τρόπο.

© Ελπίδα Μουμουλίδου

Σε μια υπολογισμένη κίνηση, η Εκάβη ξεγέλασε τον εχθρό της τον Πολυμήστορα να έρθει στο κρησφύγετό της με τους δύο γιους του, υποσχόμενη να αποκαλύψει την τοποθεσία ενός κρυμμένου θησαυρού. Με τη βοήθεια της δούλας της και των άλλων εξόριστων γυναικών, αναζήτησε εκδίκηση τυφλώνοντας τον Πολυμήστορα και σκοτώνοντας τα παιδιά του. Η πράξη τροφοδοτήθηκε από μια αίσθηση ηθικής υπεροχής.

Κι αν εμείς, όπως τονίζει ο  Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης “κάνουμε τα στραβά μάτια για αυτή τη μικρή «λεπτομέρεια» του βίου και της πολιτείας της, ώστε να μην αμαυρωθεί στη συνείδησή μας το φωτοστέφανο της πονεμένης γερόντισσας, υπάρχει ωστόσο ένα πρόσωπο, μια πιστή δούλα, η πιο κοντινή της παρατρεχάμενη, που δε θα διστάσει να περάσει την κυρά της γενεές δεκατέσσερις και να βγάλει στη φόρα κάθε αντιπαθητικό στοιχείο του χαρακτήρα της”.

© Ελπίδα Μουμουλίδου

Έξυπνα δομημένο, με ιστορική βάση αλλά και πολύ έντονα το μυθοπλαστικό στοιχείο, το κείμενο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη έρχεται να δώσει με κωμικό τρόπο, λόγο και φως στη δούλα που αναφέρεται στο στίχο 890 της Εκάβης του Ευριπίδη. Η εξιστόρηση των γεγονότων εκτυλίσσεται με τον τρόπο της αρχαίας τραγωδίας, με τα πάθη, τις συγκρούσεις, κυρίως εσωτερικές, την αλγεινή πορεία προς την αυτογνωσία και την αναγκαία κάθαρση που έρχεται με τη μορφή μιας τελικής αγωνιώδους ερώτησης. Οι σιωπές, οι με κόπο μαθημένες, οι σιωπές που είχαν μεταβληθεί σε τρόπο επιβίωσης στο παλάτι της μεγάλης βασίλισσας, τελικά ξεσκεπάζουν τα πέπλα τους.

Η σκηνοθεσία του Νίκου Χατζόπουλου ήταν διακριτική και ουσιώδης. Επέτρεψε στο κείμενο να ανασάνει, και γνωρίζοντας βέβαια ότι είχε στα χέρια του ένα πανίσχυρο ερμηνευτικό εργαλείο, άφησε το πεδίο ελεύθερο στην ηθοποιό του, χωρίς ούτε σε ένα σημείο να θελήσει να καπελώσει το κείμενο ή την ερμηνεία. Έξυπνο και λειτουργικότατο το εύρημα με τον μουσικό επί σκηνής να «θέτει τα ερωτήματα» προς τη δούλα, ή να σχολιάζει τα λεγόμενα της. Τα ηχοτοπία του Jan Van Angelopoulos αποτέλεσαν ιδανικό όχημα για την ξεδίπλωση του κειμένου.

© Ελπίδα Μουμουλίδου

Και πράγματι, το άπαν είναι η Φιλαρέτη Κομνηνού, η οποία απολαμβάνοντας δίκαια και εμφανέστατα την ερμηνευτική συνθήκη, διατηρεί το επίπεδο της ενέργειας ψηλά καθόλη τη διάρκεια του μονολόγου της. Η μορφή της Κομνηνού (ταιριαστό το ένδυμα και η όψη από την Ιωάννα Τσάμη), η μουσική του λόγου της και οι λέξεις των σιωπών της, το πλούσιο δραματικό συναίσθημά της και η λεπτότητα του χιούμορ της, η συγκίνηση και το χαμόγελό με τα οποία «προικίζει» το ρόλο της, προσφέρουν «σάρκα και οστά» σε μια αφανή ηρωίδα. Σε όλο το φάσμα της εξιστόρησης της Κομνηνού τα κομμάτια της ιστορίας, ιδωμένα από μια άλλη, παραγκωνισμένη ματιά,  μπαίνουν σταδιακά στη θέση τους και συγκροτούν αποκρίσεις.  Η ερμηνεία της αλλάζει υφές και ύφος με χαρακτηριστική άνεση: οι λαϊκότροπες εκμυστηρεύσεις, οι άτολμες ελπίδες, ο θαμμένος – κάτω από το βάρος της μεγάλης βασίλισσας – ναρκισσισμός συνιστούν την εσωτερική σύγκρουση της δούλας που καθαίρεται με την εξομολόγηση, με την εμφάνιση της στο προσκήνιο. Τι υπέροχη και τι αυθεντικά χιουμοριστική η στιγμή που η – πάντα χωρίς όνομα – ηρωίδα συστήνεται με χαρά και περηφάνια ως η δούλα του στίχου 890. Είναι μια έξοχα ερμηνευμένη σκηνή.

© Ελπίδα Μουμουλίδου

Η Κομνηνού, με το πηγαίο κωμικό της ταλέντο – ευχάριστη έκπληξη για πολλούς –  κέντησε βελονιά τη βελονιά, λέξη τη λέξη, στο μυαλό και στην ψυχή, στο πρόσωπο και στο βλέμμα, στο λόγο, στην κίνηση, στην παραμικρή χειρονομία, την απέριττη φυσικότητα, την καίρια κοινωνική ουσία και την πλέρια ψυχοδιανοητική αλήθεια μιας δούλας, του τελευταίου τροχού μιας χρυσής άμαξας του παρελθόντος, που όμως τώρα έγινε για λίγο πρωταγωνίστρια. Είναι μια πολύ σημαντική ερμηνευτική στιγμή, κέντημα πολύχρωμο για την Κομνηνού.

Στο σύνολο τους οι δυο μονόλογοι συνομίλησαν με πολύ ενδιαφέροντα και διαφορετικό τρόπο με τις δημιουργίες του Ευριπίδη, έφεραν στο φώς τις ηρωίδες των οποίων η άποψη υπήρξε ασήμαντη ιστορικά, σε μια παράσταση που θα θέλαμε πολύ να ξαναδούμε.

Συντελεστές

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr