Το προσωπικό και το συλλογικό τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής πραγματεύτηκε η παράσταση Θα γίνει Ανταλλαγή;, σε έρευνα, πρωτότυπο κείμενο και σκηνοθεσία της Ρούλας Πατεράκη, που παρουσιάστηκε στις 8 και 9 Αυγούστου στο Γυμνάσιο της Αρχαίας Ολυμπίας, στο πλαίσιο εκδηλώσεων του θεσμού «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» που εφέτος είναι αφιερωμένος στα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
- Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
- Φωτογραφίες Παράστασης: Ελπίδα Μουμουλίδου
Η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη Μικρασιατική Καταστροφή . Η αναφορά στη «Σμύρνη» που συνοδεύεται από έναν αναστεναγμό σαν παράπονο μεταφερμένο θαρρείς στο αίμα μας από τις προηγούμενες γενιές, δεν είναι μόνο ημερομηνίες και ιστορικά γεγονότα αλλά κυρίως οι αφηγήσεις των προσφύγων, οι προσωπικές τους ιστορίες που αποτέλεσαν τη βάση για τη δημιουργία της συλλογικής μνήμης.
100 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή δεν έχει δοθεί οριστική απάντηση στο καίριο ιστορικό ερώτημα: Υπήρξε η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, ως αφετηρία, και η επέκταση έκτοτε της ελληνικής κυριαρχίας στην Ιωνία, λελογισμένη πολιτική πράξη ή μια εκδήλωση τυχοδιωκτισμού που πήρε το όνομα Μεγάλη Ιδέα ή, έστω, επιλογή παρακινδυνευμένη, προορισμένη εξαρχής να προσκρούσει σε ανυπέρβλητες αντιδράσεις; Είχε, τελικά, σταθμιστεί ορθά η ρέουσα διπλωματική συγκυρία – η στάση, ειδικότερα, των σύμμαχων Μεγάλων Δυνάμεων και η ισχύς της τουρκικής αντίδρασης; Πως, τελικά, ερμηνεύεται η πολιτική επιλογή που υιοθέτησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη διαχείριση του Μικρασιατικού Ζητήματος; Η ιστορία της καταστροφής, αλλά και της ανταλλαγής των πληθυσμών συνδέθηκε νωρίς με τις συνέπειες του Διχασμού, που μάστιζε τότε την Ελλάδα, και που τελικά δεν έλαβε ποτέ τέλος.
Την ώρα που οι περισσότεροι δημιουργοί στέκονται με αμηχανία μπροστά στο λόγο, η Ρούλα Πατεράκη έγραψε ένα νέο έργο, με τη μορφή αφηγηματικών μονολόγων, που παρουσιάστηκαν μέσα από το λόγο και την ψυχή των 8 πρωταγωνιστών. Οι αφηγήσεις τους έχουν αναφορές στον Κεμάλ, στον Βενιζέλο, σε διάφορα ιστορικά πρόσωπα που επηρέασαν τα γεγονότα, όπως την ελληνική ήττα και υποχώρηση, το κάψιμο της Σμύρνης, τη σφαγή των Αρμενίων.
Η Ρούλα Πατεράκη δίνει το λόγο σε εταίρες της Σμύρνης, γυναίκες που είχαν τη δυνατότητα να συναναστρέφονται τους πλούσιους, τους αξιωματικούς, αλλά και τους στρατιώτες της Σμύρνης, γυναίκες που είδαν πολλές διαφορετικές οπτικές της ιστορίας πριν και κατά τη διάρκεια της καταστροφής. Κατά μία έννοια η Πατεράκη επέλεξε να ασκήσει «κριτική» στον κυριαρχικό λόγο που συνοδεύει συνήθως τις ιστορίες της Μικρασίας και έδωσε βήμα σε προσωπικές ιστορίες εκείνων των ξεχωριστών, και κάπως μυστηριωδών γυναικών, που φέρουν ανοιχτές πληγές στην ψυχή, και το πρόσωπο τους (απλή αλλά εύγλωττη η επιλογή του αίματος στα πρόσωπα των ερμηνευτών).
Η ιστορία είναι επομένως συμπυκνωμένη στην ιδιωτική σφαίρα οκτώ προσώπων – αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχουν αφενός πολύ ενδιαφέρουσες αφηγήσεις, ωστόσο κάποια από τα θέματα που θίχτηκαν δεν αξιοποιήθηκαν αρκετά, ενώ υπήρχαν κάποια δραματουργικά κενά που απαιτούσαν τη βαθιά γνώση των ιστορικών γεγονότων από το κοινό προκειμένου να μπορεί να παρακολουθήσει. Επιπλέον οι αφηγήσεις ντύθηκαν με εμβόλιμα τραγούδια (βασισμένα σε στίχους του Γιώργου Σεφέρη), με την πολύ όμορφη φωνή της Μαρίας Κουρμούλη, όμως, το ήχοχρωμα, το μελωδικό στυλ της μουσικής (εναλλακτικό μοντέρνο) και η διάρκεια τους λειτούργησαν ως συντελεστής συναισθηματικής (απο)κλιμάκωσης αποδυναμώνοντας το παρασυρτικό βύθισμα στην οικεία ιστορικά συγκίνηση.
Στο σύνολο τους ωστόσο τα κείμενα της Ρούλας Πατεράκη γεμίζουν τη σκηνή και επιδρούν τόσο ώστε η αφήγηση να εντάσσεται στη δράση χωρίς να τη διακόπτει και να παίζεται μέσα στον κάθε ρόλο. Έτσι, και ο λόγος αναδεικνύεται και η παράσταση αποκτά μια ιδιαίτερη σκηνική σφραγίδα. Σημαντικό να ειπωθεί πως η παράσταση δεν αφήνει τη θεατρικότητα να περάσει σε δεύτερη μοίρα, αντιθέτως, υπάρχει μια ροή και ένα συνεχές παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και την υποκριτική προσέγγιση των δραματικών προσώπων, με τη συμβολή των ικανών ηθοποιών. Επιλέγοντας ουσιαστικά το “άχρονο”, καταργεί τον χρόνο και αναδεικνύει τα αιτήματα που παραμένουν επίκαιρα, εντάσσοντας τα διαχρονικά ερωτήματα, με αφετηρία την καταστροφή, στις απαιτήσεις (και τις ομοιότητες) του εκάστοτε παρόντος χρόνου στην ελληνική, και όχι μόνο, ιστορία.
Η Φιλαρέτη Κομνηνού, με την εξαιρετική της ικανότητα να προβάλλει τη θεµελιακή σχέση αφήγησης-αναπαράστασης, εικόνας-πραγµατικότητας, ερμηνεύει με δύναμη, αυθεντικότητα και μέτρο σπάνιας τραγικής λιτότητας, επιδεικνύοντας μια βαθύτατη ευαισθησία στα περάσματα μεταξύ των διαφορετικών διαθέσεων της ηρωίδας της, και σηκώνοντας μεγάλο βάρος της συναισθηματικής κλιμάκωσης της παράστασης, σε μια ερμηνεία απόλυτα συνυφασμένη με τη μνήμη.
Η Δήμητρα Χατούπη με μικρές αργές κινήσεις συμβατές με τη βεβαρυμμένη ψυχολογία και την απογοήτευση της ηρωίδας της, φέρνει έναν αέρα ποιητικής απόδρασης στην παράσταση. Στο μονόλογο της που γίνεται αναφορά στο Βενιζέλο, θα θέλαμε ίσως να έχει μεγαλύτερη δραματουργική εμβάθυνση το κείμενο, αφού έφερε στη συζήτηση ένα τεράστιο θέμα για το ρόλο του, και φυσικά το ζήτημα του διχασμού, αλλά το άφησε μετέωρο.
Η Ειρήνη Καράγιαννη εντυπωσίασε με την φυσικότητα της μετάβασης της από το λόγο στο τραγούδι, με μια ανάσα και α καπέλα, μικρό μόνο δείγμα του πάθους, της γνώσης και της τεχνικής της.
Ο Κοσμάς Φοντούκης έχει μια τρυφερή, ανθρώπινη, αναγνωρίσιμη παρουσία στο έργο, και φέρει εις πέρας με συγκινητικό τρόπο τον τελευταίο μονόλογο, που κλείνει την ιστορία αλλά και που προιδεάζει για το τί ακολούθησε την καταστροφή, και ίσως τι ακολουθεί πάντα.
Η Νάντια Μουρούζη με μια ερμηνεία εσωτερική και συγκινητική, ενσάρκωσε τη θλίψη της καταστροφής και του χαμένου μεγαλείου της Σμύρνης.
Η Ευανθία Κουρμούλη, με εντάσεις και στιγμές αφηγηματικής αλήθειας, σε έναν ενδιαφέροντα σκηνικό διάλογο και με την αδερφή της Μαρία Κουρμούλη.
Η Ρούλα Πατεράκη πάντα παρούσα στη σκηνή, σιωπηλή μάρτυς, αλλά και διαχρονικός παρατηρητής των αφηγήσεων που με αντίλαλη αίσθηση, σε παραλληλισμούς διασταυρώσεων, εξορίζονταν και έσγμιγαν εκ νέου.
Η παράσταση στήθηκε σε έναν από τους ωραιότερους χώρους στην Ελλάδα – τα φώτα παιχνίδιζαν ανάμεσα στα δέντρα, τους κίονες και τους λίθους της ανατολικής στοάς του Γυμνασίου και της παρακείμενης παλαίστρας, δημιουργώντας και ανακαλώντας μνήμες υψηλής αισθαντικότητας. Το ίδιο πέτυχαν και τα ρούχα των γυναικών( Άγγελος Μέντης): οι τουαλέτες, τα στρας και τα όμορφα υφάσματα ήρθαν να θυμίσουν την ομορφιά των γυναικών της Σμύρνης, την αισθητική μιας πόλης που δεν έμοιαζε με καμία άλλη, λόγω του πλούτου της, της αστικής της ομορφιάς, των φυσικών καλλονών που την περιέβαλλαν, των τραγουδιών της, των γεύσεών της και των ανθρώπων της.
Στο σύνολο της η παράσταση «Θα γίνει ανταλλαγή» ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα στιγμή, αισθητικά και εικαστικά όμορφη, που έφερε γνωρίσματα μεταμορφωσιγενή – αναφορές που εγκυμονούν κάτι άλλο, απροσδιόριστο και ιστορικά γενικευτικό, που αφήνουν την έκβαση «ανοιχτή». Αυτό είναι το βασικό πλεονέκτημα της ιστορίας που έστησε η Ρούλα Πατεράκη, που παρά τις αδυναμίες της, θέτει εύστοχα το ερώτημα της ιστορικής αλήθειας και μνήμης, ανασύροντας τους ήρωες της από το παρελθόν. Είναι σημαντικό να μπορούμε να στοχαστούμε, ταξιδεύοντας στα γεγονότα, αξιοποιώντας την ιστορική μνήμη.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Έρευνα/Πρωτότυπο κείμενο – σκηνοθεσία: Ρούλα Πατεράκη
Μουσική σύνθεση: Νίκη Καραγεώργου, Μαρία Κουρμούλη
Ηθοποιοί/performers:
Δήμητρα Χατούπη, Φιλαρέτη Κομνηνού, Κοσμάς Φοντούκης, Νάντια Μουρούζη, Ειρήνη Καράγιαννη, Ευανθία Κουρμούλη, Μαρία Κουρμούλη, Ρούλα Πατεράκη
Τραγούδι: Μαρία Κουρμούλη, Ειρήνη Καράγιαννη
Επικοινωνία/ δημόσιες σχέσεις: Δέσποινα Ερρίκου, Ράνια Παπαδοπούλου
Διεύθυνση Παραγωγής: Αλέξανδρος Νταβρής
Παραγωγή: The Greyblue Gap και ΜεταΘέατρο