Ο Θωμάς Μοσχόπουλος παρουσιάζει στο θέατρο Πόρτα το έργο Πομόνα, το σουρεαλιστικό θρίλερ του Άλιστερ ΜακΝτάουαλ που γράφτηκε κατά παραγγελία για το Orange Tree Theatre στο Richmond, όπου και ανέβηκε πρώτη φορά το 2014.
- Κριτική Κάτια Σωτηρίου
- Φωτογραφίες Παράστασης Ελπίδα Μουμουλίδου
Άνθρωποι εξαφανίζονται, ο αμοραλισμός φαίνεται να διαχέεται παντού, και κατά κάποιο τρόπο όλα συνδέονται με την Πομόνα, μια έρημη και εγκαταλειμμένη περιοχή στο κέντρο του Μάντσεστερ. Έχει μείνει σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητη και ο McDowall τη χρησιμοποιεί ως μεταφορά για όλα τα πράγματα στον κόσμο που επιλέγουμε να μην δούμε: όλες τις ανισότητες της παγκοσμιοποίησης, και όλες τις ιδεοληψίες και τις κακουχίες που στηρίζουν τη ζωή μας. Στην Πομόνα ο συγγραφέας θέτει ερωτήματα σχετικά με τη φύση και την προέλευση της διαφθοράς, καθώς παρατηρούμε χαρακτήρες να κάνουν ανείπωτες πράξεις. Το έργο του ξεκινά, δελεαστικά, με μια περιπετειώδη σύνοψη του “Raiders of the Lost Ark”, όπως την αφηγείται ένας άντρας που λατρεύει τα Chicken McNuggets. «Δεν είναι καλό να εμπλέκεσαι σε όλα» λέει. Και αυτό γίνεται η βάση μια κοινωνίας που γνωρίζει αλλά δε μιλά. Η κοινωνία της Πομόνα, η δική μας κοινωνία.
Αφηγημένη σε άτακτα θραύσματα, η ιστορία που εκτυλίσσεται εναλλάσσεται μεταξύ της δυστοπικής φρίκης και των εγκόσμιων ανταλλαγών, παρουσιάζοντας ένα ανησυχητικό όραμα ενός κόσμου όπου κανείς δεν εμπλέκεται αλλά όλοι επηρεάζονται. Το σενάριο του θεατρικού συγγραφέα Άλιστερ ΜακΝτόουαλ είναι επίτηδες άχρονο-με τη σαφήνεια του συναισθήματος ενός εφιάλτη και το ίδιο είδος λογικής γρήγορης αλλά ασυνάρτητης δράσης των ονείρων που έχουμε λίγο πριν ξυπνήσουμε.
Η δυστοπία του ΜακΝτάουελ κυλά μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας – είναι το είδος της παράστασης που κάνει το θεατή να δυσανασχετεί ηθικά αλλά και να χαμογελά ταυτόχρονα για το πόσο ισχυρό μπορεί να είναι το πραγματικά ενδιαφέρον θέατρο. Είναι μη χρονολογικό, επεισοδιακό έργο, περιστρέφεται γύρω από τον απόλυτο τρόμο, ενώ παραμένει ανησυχητικά διασκεδαστικό και προκλητικό με τρόπο που αφήνει το κοινό να αναρωτιέται τι είναι φαντασία και τι είναι αλήθεια.
Στην Pomona του Alistair McDowell, η πραγματική δράση, όπως σε κάθε δυστοπικό κόσμο, συμβαίνει υπόγεια. Ελλείψει ορατών κτιρίων, ο κυνισμός υπερτερεί, καθώς παρακολουθούμε τις χειρότερες από τις καπιταλιστικές μας παρορμήσεις να αναδύονται, μέσα από μια σειρά από φρικτά εγκληματικά σενάρια. Το έργο παρουσιάζει τις πιο άθλιες εμπορικές δραστηριότητες να λαμβάνουν χώρα σε κρυφά καταφύγια, πίσω από κλειστές πόρτες. Αν οι επιχειρηματικές συναλλαγές είναι τόσο διεφθαρμένες στο φως της ημέρας, πόσο μάλλον οι σκοτεινές συναλλαγές που γίνονται στα κρυφά – και είναι για αυτές που επιλέγουν όλοι να μη ρωτούν, να μη μιλούν.
Ο McDowall συνδυάζει ιστορίες σκιερών ιδιοκτητών εργοστασίων, εργαζομένων του σεξ, ενός άνδρα που προσπαθεί να ελέγξει τη βία μέσα του και ενός άλλου που έχει βαθύ πάθος για τον H.P. Λάβκραφτ. Στο σκοτεινό τσιμεντένιο κουτί κάτω από το νησί, η ζωή είναι ζοφερή και μυστηριώδης. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου αποτελείται από σκηνές δυο ατόμων, κομμάτια ανησυχητικών, τραυματικών ζωών, που είναι πάντα συναρπαστικές. Και μερικές φορές αρρωστημένες. Η βία είναι κάτω από την επιφάνεια σχεδόν κάθε συνάντησης. Ωστόσο, δεν υπάρχει μόνο απειλή σωματικής βίας, αλλά οι χαρακτήρες έρχονται αντιμέτωποι με ψυχολογική φρίκη ή συναισθηματική αγωνία. «Δεν μπορείς πια να είσαι καλός άνθρωπος. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Απλώς υπάρχουν άνθρωποι που έχουν επίγνωση του πόνου που προκαλούν και άνθρωποι που δεν γνωρίζουν».
Τα εύσημα για αυτήν την παραγωγή ανήκουν δικαιωματικά στη σκηνοθεσία των Sigurdur F3, και Θωμά Μοσχόπουλου. Η Πομόνα ήταν ξεκάθαρα μια σχολαστική δουλειά αγάπης και απέδωσε. Μπόρεσε να πάρει το καλύτερο από ένα ήδη ταλαντούχο καστ παρέχοντας ένα προκλητικό όραμα για τη δυστοπία που εκπλήρωσε ολόκληρη η ομάδα, λειτουργώντας με τη λογική των παιχνιδιών ρόλων και του εγκλωβισμού που αυτά προάγουν. Η χρήση του χώρου ήταν εξαιρετική. Η σκηνή του Πόρτα με τις λεκάνες της τουαλέτας δημιούργησε εξίσου την απεραντοσύνη του εγκαταλειμμένου Μάντσεστερ και την κλειστοφοβία της ζωής των χαρακτήρων. Η χρήση της κίνησης πήγε την παράσταση σε άλλο επίπεδο: η ενέργεια της κάθε σκηνής είναι υψηλή , δεν παραπαίει ποτέ. Το όραμα του Μοσχόπουλου ήταν καινοτόμο και ενδιαφέρον, δημιουργώντας θέατρο που ήταν συναρπαστικό και τρομακτικό να παρακολουθεί κανείς εξίσου.
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος συγκέντρωσε ένα καλοδουλεμένο σύνολο ερμηνευτών και τους κράτησε όλους στη σκηνή, δημιουργώντας μεγάλη ένταση όταν αυτοί οι ηθοποιοί κάνουν κύκλους γύρω από τους χαρακτήρες στους οποίους εστιάζουμε ανά πάσα στιγμή. Κοιτάζουν, όπως το κοινό, το δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά τους, αλλά παρεμβαίνουν όπως στα παιχνίδια ρόλων, και ρίχνουν το ζάρι για να αποφασίσει η «τύχη» την πορεία και εξέλιξη των ηρώων.
Η Άννα Μάσχα φέρνει στην σκηνή του Πόρτα τη μεγάλη ερμηνευτική της δεινότητα και παρουσιάζει την Γκέιλ της με υποδόρια, μελαγχολική, λεπτή κυνικότητα, ευθύβολη αμεσότητα, αλλά και υποδειγματική δύναμη, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό συνδυασμό δραματικού και απειλήτικά τρομακτικού στοιχείου.
Ο Γιώργος Παπαπαύλου, αποδεικνύει για μια ακόμα φορά ότι πρόκειται για έναν από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς του θεάτρου μας, ειδικά στον ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτητικό εναρκτήριο μονόλογο της παράστασης. Κίνηση, τοποθέτηση σώματος, βλέμμα, φωνή, όλα προσανατολισμένα σε μια απόλυτα ποιοτική ευθεία, υπηρετούν εξαιρετικά την ναρκισσιστική, ιδιαίτερη και εκκεντρική πλευρά του Ζέππο, και η σωματικότητά του και η εκφραστικότητα του προσώπου του, μιλούν εύγλωττα για το σύστημα και την κοινωνία, στην οποία οι πολίτες κινδυνεύουν να χάσουν τη συνείδηση τους και την αγάπη και την πίστη στην αυταξία της ζωής.
Ο Σίμος Κακάλας είναι αυστηρός, χειραγωγημένος από την εξουσία και τους μηχανισμούς της, αλλά και ταπεινωμένος από τον προσωπικό του εθισμό στη βία. Ταυτόχρονα όμως, προσεγγίζει το ρόλο του Μόου με μεγάλη ευαισθησία και τρυφερότητα, ειδικά στις στιγμές παραδοχής της αδυναμίας του κατορθώνει να προκαλέσει στη συνείδηση του θεατή έντονους προβληματισμούς και συγκινήσεις.
Ο Φώτης Στρατηγός που έδωσε ήδη ενδιαφέροντα διαπιστευτήρια από τις περσινές ερμηνείες του στο Πόρτα, είναι λιτός, αισθαντικός και μετρημένα “αποστασιοποιημένος”, στον ρόλο του Τσάρλι, που ακροβατεί ανάμεσα στην ανάγκη του για επιβίωση, αλλά και την ανάγκη του να ξεφεύγει νοητικά μέσα από τα παιχνίδια ρόλων που παίζει και οργανώνει.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η παρουσία του Άλκη Μπακογιάννη, που υποδύεται την Ολι με απλότητα, συναισθηματική αλήθεια, τρυφερότητα και καρτερικότητα, παρασύροντας το θεατή σε ένα παιχνίδι ανακάλυψης της αλήθειας της ταυτότητας της ηρωίδας αλλά και της καταβύθισης στο σκοτεινό κόσμο της Πομόνα.
Η Ειρήνη Μακρή με απλότητα μέσων, αλλά και εσωτερική αλήθεια φέρνει μια απόλυτα ανθρώπινη διάσταση στην ηρωίδα της, Φαίη , που προσπαθεί να ξεφύγει από ένα κακοποητικό παρελθόν αλλά υποκύπτει στις απειλές μιας αδυσώπητης πραγματικότητας.
Η Στεφανία Ζώρα υιοθετεί απόλυτα την dark αισθητική και σωματικότητα ενός ήρωα RPG ή κόμικ, δημιουργώντας ένα εξαίσιο δίδυμο με τον Φώτη Στρατηγό.
Αυτές οι εξαιρετικές ερμηνείες πλαισιώθηκαν από ένα επιδέξια αλληγορικό σετ σχεδιασμένο από τον Βασίλη Παπατσαρούχα που επιμελήθηκε και τα πολύ όμορφα κουστούμια. Οι ηθοποιοί κινούνται ανάμεσα σε λεκάνες τουαλέτας και ένα πλέγμα έντονου φωτισμού, που δημιουργούν ένα μεταλλικό, εχθρικό σύμπαν που μυρίζει αρρώστια και αίμα, κάνοντας το έργο να μοιάζει κλινικό και ιδιαίτερα εγκλωβιστικό. Ο καλοσχεδιασμένος φωτισμός πρόσθεσε σημαντικά στην απόκοσμη απειλή του έργου, ιδιαίτερα τα φώτα σαν Βενετσιάνικα στόρια που πάλλονταν απειλητικά στο τέλος κάθε σκηνής, και κατάφεραν να αποτυπώσουν με επιδεξιότητα τη ζοφερότητα του δυστοπικού τοπίου.
Τα κομπλιμέντα επεκτείνονται και στον ηχητικό σχεδιασμό (Λευτέρης Δούρος): οι ξαφνικοί ήχοι διέκοπταν βίαια τη δράση και ταίριαζαν άψογα με την απειλητική φύση του έργου. Οι προσεκτικές επιλογές ήχου έκαναν τις αλλαγές της σκηνής να γίνονται μέρος της δράσης, επιτρέποντας την ενδιαφέρουσα παραμόρφωση της πραγματικότητας που ένιωθε το κοινό σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Στο σύνολο της η παράσταση παρασύρει το κοινό της σε έναν χώρο που μπορεί να μην πάει ποτέ, αντιμετωπίζοντας ανθρώπους που μπορεί να μην συναντήσει ποτέ. Αλλά στην πραγματικότητα, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους και γνωρίζουμε αυτά τα μέρη, αλλά επιλέγουμε να τους αγνοήσουμε γιατί έτσι η ζωή είναι πιο εύκολη. Το νησί της Pomona είναι βρώμικο, αντιπαθητικό και αποκρουστικό. Αλλά η Πομόνα είναι σίγουρα μια από τις πιο άρτιες εικαστικά παραστάσεις που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια και ίσως η πιο ιδιαίτερη παράσταση της χρονιάς, που την αποκρυπτογραφείς σιγά σιγά και την κουβαλάς μαζί σου για μέρες μετά.
Μετάφραση: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνοθεσία: Sigurdur F3, Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά-Κοστούμιια-Προβολές: Βασίλης Παπατσαρούχας
Σχεδιασμός φωτισμών: Νίκος Βλασόπουλος
Σχεδιασμός ήχου: Λευτέρης Δούρος
Βοηθός σκηνοθέτη: Παύλος Παυλίδης
Κατασκευή κοστουμιών: Όλγα Εβσέεβα
Ειδικές κατασκευές: Δήμητρα Καίσαρη
Γραφιστική επιμέλεια: Χρυσούλα Κοροβέση-Μάριος Γαμπιεράκης (Mavra Gidia)
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Στεφανία Ζώρα, Σίμος Κακάλας, Ειρήνη Μακρή, Άννα Μάσχα, Άλκης Μπακογιάννης, Γιώργος Παπαπαύλου, Φώτης Στρατηγός