Το θέατρο Τέχνης και το Θέατρο του Νέου Κόσμου παρουσίασαν τις Ικέτιδες του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη.
- Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
- Ημερομηνία Δημοσίευσης 4/9/2024
Το Έργο
Οι Ικέτιδες είναι το πρώτο μέρος της τετραλογία του Αισχύλου «Δαναΐδες». ακολουθούμενο από τις τραγωδίες Αιγύπτιοι και Δαναΐδες και από το σατυρικό δράμα Αμυμώνη. Το δράμα «Ικέτιδες» θεωρείται η πρώτη και μοναδική σωζόμενη τραγωδία του Αισχύλου που εντάσσεται σε ένα ενιαίο καλλιτεχνικό έργο μιας τετραλογίας, τις «Δαναΐδες» βάσει της οποίας ο ποιητής κατάφερε να κερδίσει το πρώτο βραβείο στους δραματικούς αγώνες. Θεωρείται η τραγωδία για την οποία η επιστημονική κοινότητα έχει λιγότερο ασχοληθεί μαζί της και ένα από τα λιγότερο διαβασμένα έργα των τριών τραγικών.
Στις Ικέτιδες του Αισχύλου – που διαφέρει σημαντικά από τις Ικέτιδες του Ευριπίδη – οι θυγατέρες του Δαναού μαζί με τον πατέρα τους δραπετεύουν μακριά από τον θείο τους, βασιλιά της Αιγύπτου, που σχεδίαζε γι’ αυτές αιμομικτικό γάμο με τους γιους του, και καταφεύγουν σε έναν ιερό χώρο έξω από το Άργος. Ένα σπάνια παιζόμενο έργο, οι Ικέτιδες, είναι ίσως και η μόνη σωζόμενη τραγωδία στην οποία ο Χορός είναι και δρών πρόσωπο, ένας συλλογικός πρωταγωνιστής. Οι αντρικές μορφές του Βασιλιά, του Κήρυκα και του Δαναού στην τραγωδία του Αισχύλου ταυτίζονται με την εξουσία. Ο μύθος θέτει το ζήτημα της ταυτότητας και της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία, εξιστορώντας παράλληλα το χρονικό της μετανάστευσης και της επικράτησης του ελληνικού φύλου στη χώρα των Πελασγών, των λεγόμενων «Προελλήνων».
Στην παράσταση, η οπτική γωνία διαμεσολαβείται από το Χορό και η λειτουργία των γυναικών ως αποκλειστικών αφηγητών ενισχύεται. Οι Δαναΐδες Ικέτιδες παρουσιάζονται μετέωρες, πρόσφυγες που ζητούν άσυλο και εξαρτώνται από το περί δικαίου αίσθημα των πολιτών και του βασιλιά του Άργους. Στη διάρκεια του έργου βρίσκονται σε ένα μεταιχμιακό χώρο, καθώς επικαλούνται την Ιώ ως απόδειξη της αργίτικης καταγωγής τους αλλά για το βασιλιά Πελασγό είναι «ξένες». Επιπλέον, βρίσκονται πια μακριά από την Αίγυπτο αλλά ακόμα δεν έχουν εισέλθει στο Άργος.
Οι «Ικέτιδες» αποτελούν το αρχαιότερο σωζόμενο έργο της ελληνικής δραματουργίας που ασχολείται με ένα ζήτημα διεθνούς δικαίου, την προσφυγιά και την παροχή ασυλίας σε ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη. Πρόκειται για μια περίπτωση ελληνικού δράματος που θέτει υπό διαπραγμάτευση ένα υψίστης σημασίας ηθικό και πολιτικό ζήτημα, τη διεκδίκηση του δικαίου από ένα σύνολο ανθρώπων. Κι ενώ σε πρώτο επίπεδο δημιουργείται η εντύπωση πως καταπιάνεται αποκλειστικά με την παροχή ασύλου σε φυγάδες – πρόσφυγες από μια ξένη χώρα, όσο προχωράει η πλοκή αντιλαμβανόμαστε ότι παρεισφρέουν πολύ περισσότερα.
Εφόσον ο ικέτης αποτελούσε και πρόσφυγα, τότε καθίστατο επιβεβλημένη η υπεράσπιση του από την εκάστοτε κρατική εξουσία της πόλης . Εύλογα λοιπόν ο εκάστοτε ηγέτης της πόλης θα βρισκόταν σε δύσκολη θέση ικανοποίησης του αιτήματος για την εξασφάλιση προστασίας ενός ικέτη χωρίς την ενδεχόμενη ναρκοθέτηση των συμφερόντων του τόπου του, όπως αναπαριστάται στις «Ικέτιδες» και «Ηρακλείδαι» του Ευριπίδη και στις «Ικέτιδες» του Αισχύλου. Σε κάθε περίπτωση οι δηλώσεις στο θέατρο αναφορικά με τους ικέτες είναι ιδεολογικές και συγκλίνουν στην παρουσίαση μίας ηγεμονικής πόλης που κυβερνούσε βασιζόμενη στην αυτοδιάθεση και στην ισχύ των ηθικών δεσμεύσεων.
Η παράσταση
Οι Ικέτιδες είναι μια κατεξοχήν λυρική παράσταση. Στη σκηνοθεσία της η Μαριάννα Κάλμπαρη έδωσε σημαντικό χώρο και στο θέαμα εκτός από τη λυρικότητα, ενώ επέλεξε να ξεχωρίσει τις δυο κορυφαίες, ως Υπερμνήστρα και Αμυμώνη, και να τις αποσπάσει από το χορό, γεγονός που κατάφερε μεν να αναδείξει για μια ακόμα φορά τις ερμηνευτικές ικανότητες της Λένας Παπαληγούρα και της Λουκίας Μιχαλοπούλου αντίστοιχα, ωστόσο αποδυνάμωσε την παρουσία του χορού. Και αυτό συνέβη σε μια παράσταση που είχε πολυμελή χορό 50 γυναικών (στις παραστάσεις της Επιδαύρου και του Λυκαβηττού), που αξιοποιήθηκε λυρικά λιγότερο από το αναμενόμενο, ωστόσο ήταν δουλεμένος κινησιολογικά και φωνητικά όπου συμμετείχε. Ενδεικτικό είναι ότι η σημαντικότερη στιγμή, και μια από τις ωραιότερες της παράστασης ήταν το Στάσιμο των ευχαριστιών των Δαναΐδων στο λαό του Άργους.
Συζητήθηκε η παρουσία της Μαρίνας Σάττι, που κλήθηκε να κρατήσει το λυρικό κομμάτι της παράστασης σε μια σόλο απόδοση δύο ύμνων. Ο πρώτος ύμνος αντλούσε έμπνευση από τον ύμνο του Καλλίμαχου στην Άρτεμη, ενώ ο δεύτερος ύμνος, αφιερωμένος στην Αφροδίτη, προήλθε από τους σωζόμενους στίχους της τρίτης τραγωδίας εντός της τετραλογίας. Η μουσική σύνθεση του Χαράλαμπου Γωγιού ήταν κάπως πιο διστατική ως προς τα αρμονικά στοιχεία, ιδιαίτερα στον ύμνο που είναι αφιερωμένος στην Αφροδίτη. Η συμβολή της Σάττι αν και χαρακτηρίζεται από την εξαιρετική φωνητική της παρουσία, δεν φαίνεται να ενισχύει τη συνολική απόδοση. Ουσιαστικά, η απουσία της δεν θα άλλαζε τη συνολική ροή ή αισθητική της παράστασης, συνέτεινε ωστόσο στη δημιουργία μιας «αναμονής» μεταξύ των θεατών για την εμφάνιση της.
Ενδιαφέρουσα η παρουσία της Χριστίνας Σουγιουλτζή, με τα ακροβατικά της, ως μια διαρκής υπενθύμιση της κυνηγημένης από την μύγα Ιούς, που αποτελεί και τον δεσμό των Δαναΐδων με τον τόπο του Άργους.
Στο ερμηνευτικό μέρος, η παρουσία της Λυδίας Κονιόρδου ήταν καθοριστική. Με το ειδικό βάρος της μεγάλης ηθοποιού, με το λαμπρό της εκτόπισμα, την αποφασιστικότητα και την παλμική της απαγγελία έπλασε έξοχα έναν Πελασγό ηγέτη αλλά και δίκαιο.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου (Αμυμώνη) και η Λένα Παπαληγούρα (Υπερμνήστρα) ξεχώρισαν για την χημεία τους. Η κάθε λέξη που σχημάτιζε η πάντα ικανή Λουκία Μιχαλοπούλου ήταν κρυστάλλινη , και η Λένα Παπαληγούρα συνδύασε την ερμηνευτική αβρότητα με την εσωτερική παλμικότητα, κρατώντας ψηλά το ενδιαφέρον και τη συγκίνηση της παράστασης.
Βάρβαρος κατά το δέον, αλλά μόνο σχηματικά «κακός» ο Γιάννης Τσορτέκης που απήγγειλε με λαϊκό φαλλοκρατισμό το μισογυνίστικο μονόλογο του ως Αιγύπτιος Κήρυκας. Συμπαθής και ήπιος ο Δαναός του Άκη Σακελλαρίου, ακροβατώντας μεταξύ πατριαρχίας και πατρικής φροντίδας.
Ενδιαφέροντα τα σκηνικά της Χριστίνας Κάλμπαρη εν είδει «τείχους» που κρατά έξω τους «ξένους». Ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί της Στέλλας Καλτσού, και ξεχωριστά τα κουστούμια, που προσπάθησαν να φωτίσουν την αμόλυντη αθωότητά των Δαναίδων και τη ζωντάνια της νιότης τους.
Το έργο αναδεικνύει την πολύ καλή μετάφραση του Γρυπάρη και υποστηρίζει τη στατική, αισχύλεια προσέγγιση. Στο σύνολο της ήταν μια παράσταση κλασικής σύλληψης και αισθητικής, που παρά τις καλές προθέσεις και κάποιες έξοχες ερμηνείες, δεν κατάφερε να αξιοποιήσει το μεγάλο, και πολυδιαφημισμένο ατού της: το χορό και τη Μαρίνα Σάττι.
Συντελεστές
Μετάφραση Ιωάννης Γρυπάρης
Επεξεργασία κειμένου και δραματουργίας – Σκηνοθεσία Μαριάννα Κάλμπαρη
Σκηνικά – Κοστούμια Χριστίνα Κάλμπαρη
Μουσική σύνθεση Χαράλαμπος Γωγιός
Χορογραφία Χριστίνα Σουγιουλτζή
Σχεδιασμός φωτισμών Στέλλα Κάλτσου
Βοηθός σκηνοθέτιδας Μαριλένα Μόσχου
Βοηθοί σκηνογράφου-ενδυματολόγου Κυριακή Φόρτη, Κατερίνα Κυρτάτου
Μουσική διδασκαλία Ειρήνη Πατσέα, Σιμέλα Εμμανουηλίδου
Συντονισμός παραγωγής CHÓRES Βερονίκη Κρικώνη
Διεύθυνση παραγωγής Μαρίνα Γαβριηλίδου
Παίζουν (αλφαβητικά) Λυδία Κονιόρδου (Πελασγός), Λουκία Μιχαλοπούλου (Αμυμώνη), Λένα Παπαληγούρα (Υπερμνήστρα), Άρης Σακελλαρίου (Δαναός), Γιάννης Τσορτέκης (Αιγύπτιος Κήρυκας)
Σολίστ Μαρίνα Σάττι
Κορυφαία χορεύτρια Χριστίνα Σουγιουλτζή
Κορυφαίες CHÓRES (αλφαβητικά) Ελένη Βασιλάκη, Κωνσταντίνα Γιαννοπούλου, Γιώτα Δημητρακοπούλου, Φανή Λύκου, Ιόνυ Μοσχοβάκου, Δάφνη Παγουλάτου, Ελένη Πούλιου, Ελίνα Σταμοπούλου, Δανάη Στεργίου, Νικολάια Τριανταφύλλου
Κορυφαίες Δραματικής Σχολής Θεάτρου Τέχνης (αλφαβητικά) Νεφέλη Δοδοπούλου, Μυρτώ Καπώλη, Ρένια Κρητικού, Άννα Μωρόγιαννη
Συμπαραγωγή Θέατρο του Νέου Κόσμου – Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν