Ο Γιώργος Νανούρης σκηνοθετεί το έργο του Άρθουρ Μίλερ, “Ήταν όλοι τους παιδιά μου”, στο Θέατρο Αλκυονίς. Είναι το έργο που κλείνει την τριλογία των σκηνοθεσιών του στα κείμενα του Μίλερ, μετά τον περσινό «Θάνατο του εμποράκου” και το “Ψηλά από τη Γέφυρα”.
- Κριτική Κάτια Σωτηρίου
- Ημερομηνία δημοσίευσης 13/11/2024
Το Έργο
Ο εργοστασιάρχης Τζο Κέλερ πουλάει ελαττωματικά εξαρτήματα πολεμικών αεροπλάνων στην αμερικανική αεροπορία. Κάποια αεροπλάνα πέφτουν και σκοτώνονται 21 άτομα. Ο Κέλερ αθωώνεται. Ο ένας του γιος επιστρέφει σώος από τον πόλεμο, όμως ο άλλος είναι αγνοούμενος. Η απληστία, το ιδιωτικό απέναντι στο δημόσιο συμφέρον, το κέρδος σε βάρος της ανθρώπινης ζωής είναι οι βασικοί άξονες του έργου του Μίλερ, που μετά από μια σειρά αλλεπάλληλων γεγονότων και αποκαλύψεων οδηγούν σε τραγωδία.
Το θεατρικό έργο “Ήταν όλοι τους παιδιά μου” αποτελεί ένα από τα πιο διαχρονικά και συγκλονιστικά δείγματα του μεταπολεμικού αμερικανικού δράματος. Μέσα από την ιστορία της οικογένειας Κέλλερ, ο Μίλλερ αποκαλύπτει τη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου, εστιάζοντας στην ένταση της οικογενειακής τραγωδίας, τις ηθικές συγκρούσεις και τις προσωπικές ευθύνες που οδηγούν σε συντριβή. Ο Μίλερ είναι από τους δραματουργούς που επηρέασαν το παγκόσμιο θέατρο, ακριβώς γιατί καταρράκωσαν, γκρέμισαν αυτήν την ψευδαίσθηση του αμερικάνικου ονείρου. Το κλασικό αυτό δημιούργημα του αμερικανικού θεάτρου φέρνει το θεατή αντιμέτωπο με τις νοσηρές αντιλήψεις και τις τυχοδιωκτικές συμπεριφορές των ανθρώπων, που κινούν τα γρανάζια του συστήματος, γυρνώντας την πλάτη στις ευθύνες τους απέναντι στο σύνολο. Η μεταπολεμική Αμερικανική κοινωνία δημιούργησε σε πολλούς μια ψυχική ένταση, μια ματαίωση που τους οδήγησε νομοτελειακά προς το έγκλημα, καθώς ανταγωνίζονταν τους υπόλοιπους συμπολίτες τους που βίωναν την μέθη του «Αμερικανικού ονείρου».
Εργο – κραυγή κατά της ιμπεριαλιστικής «λογικής» και των βρώμικων μεθόδων του αμερικανικού κεφαλαίου, και ταυτόχρονα μια συνταρακτική, ψυχογραφική οικογενειακή τραγωδία, η ύβρις της οποίας καθαίρεται με δύο θανάτους.
Ο Άρθουρ Μίλλερ στήριξε την πλοκή του έργου του σε μια κρυμμένη, άγνωστη για το ευρύ κοινό των Ηνωμένων Πολιτειών αλήθεια: ότι οι ΗΠΑ, προκειμένου να παρέμβουν την τελευταία στιγμή ως «σύμμαχοι» και «απελευθερωτές» στη ναζιστικά κατεχόμενη Ευρώπη, με τη συνεργασία της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας, χρησιμοποίησαν συνειδητά και προβληματικά αεροπλάνα, που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο αρκετών Αμερικανών στρατιωτών. Οι υπεύθυνοι αυτής της τραγωδίας δεν τιμωρήθηκαν, αλλά αντιθέτως, η πράξη αυτή ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη μεταπολεμική οικονομική τους ισχύ. Μέσα από το έργο του, ο Μίλλερ δεν περιορίζεται απλώς στην καταγγελία αλλά «καταδικάζει» την ατιμωρησία και την υποκριτική φύση του απάνθρωπου συστήματος μέσω του πρωταγωνιστή του, Τζο Κέλλερ. Ο Κέλλερ, που ξεκίνησε φτωχός αλλά κατέληξε πλούσιος ως βιομήχανος όπλων, κέρδισε στον πόλεμο πουλώντας ελαττωματικά αεροπλάνα, μεταθέτοντας την ευθύνη για το έγκλημά του στον αθώο και αδύναμο συνεργάτη του, και κρατώντας μυστικό το αμάρτημά του από τον μικρότερο γιο του, ενώ συγχρόνως κουβαλά το βάρος ότι μεταξύ των θυμάτων του υπήρξε και ο πρωτότοκός του γιος. Η «κάθαρση» του Μίλλερ κορυφώνεται με την αποκάλυψη της αλήθειας, την αντιπαράθεση πατέρα και γιου, την κατάρρευση όλων των ψεύτικων «άλλοθι» που στήριζαν το έγκλημα, και την αυτοκτονία του πατέρα ως απόδοση δικαιοσύνης για τον γιο του και για όλους τους νέους που θυσιάστηκαν.
Η παράσταση
Ο Γιώργος Νανούρης, έξοχος αναγνώστης της ανθρώπινης κατάστασης, θέτει για μια ακόμα φορά στο επίκεντρο της σκηνοθεσίας του τον άνθρωπο , επιδεικνύοντας και πάλι εξαιρετική κατανόηση της συχνά αντικρουόμενης ψυχοσύνθεσης των ηρώων που καλείται να ζωντανέψει στη σκηνή. Διαχειρίζεται το υλικό του Μίλλερ με το δέοντα ρεαλισμό, και με γνώμονα τη λιτότητα και την ουσία που τον χαρακτηρίζουν ως σκηνοθέτη, παραδίδει μια παράσταση βαθιά συναισθηματική, που πραγματεύεται την έννοια της ενοχής, του συγκρουσιακού αξιακού συστήματος, του καθήκοντος, της ατελούς φύσης του ανθρώπου. Το έντονο βλέμμα του διασφαλίζει ότι η ένταση αυξάνεται σταθερά, με αποκορύφωμα το τέλος της παράστασης , όπου οι εσωτερικές μάχες των χαρακτήρων οδηγούνται με μια έξοχη σκηνοθετική παρέμβαση στην «κάθαρση».
Στην ίδια κατεύθυνση το μινιμαλιστικό, με καθαρές γραμμές και μεγέθη το σκηνικό της Μαίρης Τσαγκάρη, επιτρέπει τη δράση να εξελιχθεί σε όλο το μήκος της σκηνής. Οι μεγάλες τζαμαρίες εξυπηρετούν το φωτισμό, που αναλαμβάνει πάντα ο ίδιος ο Νανούρης, αποδεικνύοντας εκ νέου ότι η σχέση του με το φως, το σκοτάδι και τις σκιές είναι όχι μόνο λειτουργική αλλά αποτελεί πλέον και το σήμα κατατεθέν του στο ελληνικό θέατρο. Παρομοίως λιτά και άχρονα τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών προσφέρουν μια εξαιρετική θεατρική εμπειρία.
Ο Τζο Κέλλερ του Γιώργου Γάλλου κρύβει την σκοτεινή του πράξη πίσω από ένα περίβλημα άνεσης και ευθυμίας, αποδίδοντας με εξαιρετική ακρίβεια τις αντιφάσεις και τα ηθικά διλήμματα του χαρακτήρα του. Ο Κέλλερ είναι ένας πατέρας που επιθυμεί να προστατέψει την οικογένειά του με κάθε κόστος, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καλύψει εγκληματικές του πράξεις. Ο Γάλλος καταφέρνει να ενσαρκώσει το βάρος της ευθύνης και της ενοχής που βαραίνει τον Τζο, ενώ παραμένει ταυτόχρονα συμπαθής ως ένας άνθρωπος που παλεύει να δικαιολογήσει τις πράξεις του. Κάτω από την επιφάνεια της ερμηνείας του κρυβόταν μια οξεία αίσθηση ενοχής, καλυμμένη έντεχνα από την άρνηση να εμπλακεί σε αυτοστοχασμό, αντί να εκτρέψει την ευθύνη στους άλλους. Κάθε στιγμή του στη σκηνή είναι γεμάτη από ένταση και πειθώ, κάνοντας τον θεατή να ταλαντεύεται ανάμεσα στην οργή και τη συμπόνια. Η τελευταία έξοδος του δείχνει καθαρά έναν άνδρα στο χείλος της απελπισίας, καθώς οι αμαρτίες του έρχονται στο φως.
Η Άννα Μάσχα υποδύεται την Κέιτ Κέλλερ, την εξαντλημένη και γεμάτη αγωνία μάνα, κλεισμένη στον δικό της κόσμο που δεν της επιτρέπει να παραδεχτεί τη φρικτή αλήθεια για τον μεγαλύτερο γιο της ή τον σύζυγό της. Από την πρώτη σκηνή που στέκεται μπροστά στα σπασμένα κλαδιά του δέντρου και τα αγκαλιάζει με τρυφερότητα , σαν να πρόκειται για το σώμα του παιδιού της, η Μάσχα προσφέρει μια ερμηνεία γεμάτη συναίσθημα και εσωτερική ένταση. Ως μητέρα που δεν μπορεί να αποδεχθεί την απώλεια του γιου της, η Κέιτ ζει σε έναν κόσμο ψευδαισθήσεων και άρνησης. Η ερμηνεία της είναι συγκλονιστική, με τις λεπτές αποχρώσεις του πόνου, της απελπισίας και της αγωνίας να εκφράζονται με κάθε λέξη, κάθε κίνηση και κάθε σιωπή. Η παρουσία της στη σκηνή γεμίζει τον χώρο με συναισθηματικό βάθος, αλλά και την ουσιαστική απλότητα που έχει η ερμηνεία μιας τόσο μεγάλης ηθοποιού.
Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής με την εκφραστική του ικανότητα και τη ρευστότητα των χειρονομιών του αποκαλύπτει το βάθος του μαρτυρίου του γιού Κέλλερ. Ενώ στην πρώτη σκηνή εμφανίζεται κάπως αμήχανος εκφραστικά, στη συνέχεια βρίσκει τις εντάσεις του και αποδίδει με ευαισθησία και πάθος έναν γιο που παλεύει να συμβιβάσει την ηθική του με την αγάπη για τον πατέρα του. Η σύγκρουση ανάμεσα στην αίσθηση του καθήκοντος και στην αγάπη για την οικογένειά του εκφράζεται μέσα από μια ερμηνεία γεμάτη ένταση και εσωτερική πάλη. Ο Κρις αντιπροσωπεύει το νέο ήθος που αναζητά δικαιοσύνη και αλήθεια, και ο ηθοποιός καταφέρνει να αποδώσει αυτήν τη σύγκρουση με πειστικότητα, ενώ ταυτόχρονα εκφράζει τη βαθιά απογοήτευση και θλίψη του όταν ανακαλύπτει την αλήθεια για τον πατέρα του.
Η Λίλα Μπακλέση , ηθοποιός με έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, κινείται εύστοχα μεταξύ της ανάγκης της ηρωίδας της για αποδοχή και αγάπη, αλλά και της προσπάθειας της να λειτουργήσει ως συνεκτικός κρίκος μεταξύ των δυο οικογενειών που βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας νομικής και ηθικής διαμάχης. Η ερμηνεία της έχει τη στιβαρότητα που απαιτεί ο ρόλος της Αννι, που ενώ είναι αντιμέτωπη με την οδυνηρή αλήθεια, όχι μόνο δεν επιλέγει τη φυγή, αλλά λειτουργεί και ως παράγοντας αποκάλυψης και αποδοχής της αλήθειας από όλους τους ήρωες.
Και οι ηθοποιοί που υποδύονται τους δευτερεύοντες ρόλους συμβάλλουν ουσιαστικά στη δημιουργία μιας αίσθησης κοινότητας που καταρρέει. Η Αννα Λουϊζίδη στο ρόλο της γειτόνισσας των Κέλλερ φέρνει ενέργεια στη σκηνή και λειτουργεί ως καθρέφτης που αντανακλά τις ηθικές πτυχές της ιστορίας. Οι μικρές, αλλά σημαντικές παρεμβάσεις της αποδίδονται με ακρίβεια και ευαισθησία, ενισχύοντας το δράμα και την τραγωδία της οικογένειας.
Ο Δημήτρης Σέρφας ερμηνεύει με τρυφερότητα και λεπτότητα την αναγκαία ψυχολογική αστάθεια της πρώιμης νεότητας του ήρωα του, που θέλει να σταθεί αντάξιος του πατέρα του, αλλά ταυτόχρονα επιζητά την αγάπη και τη σταθερότητα που του προσφέρει το παρελθόν.
Στο σύνολο της είναι μια παράσταση – ισχυρό σχόλιο για τη φιλοδοξία, την απληστία και τις συνέπειες των επιλογών μας, θέτοντας ζητήματα ηθικής και κοινωνικής ευθύνης που παραμένουν διαχρονικά. Είναι μια παράσταση που καλεί το θεατή να δεί τον «κόσμο πέρα από την αυλίτσα του», και να αναλάβει τις ευθύνες του. Ο Γιώργος Νανούρης ξέρει πώς να δημιουργεί μια θεατρική εμπειρία – όχι απλώς κάτι που παρακολουθείς, αλλά κάτι που νιώθεις. Να τη δείτε οπωσδήποτε.
Συντελεστές
Απόδοση – σκηνοθεσία – φωτισμοί: Γιώργος Νανούρης. Σκηνικά: Μαίρη Τσαγκάρη. Κοστούμια: Ντένη Βαχλιώτη. Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Νανούρης. Βοηθός σκηνοθέτη: Βάσια Σκιαδά. Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα. Βοηθός σκηνογράφου: Ελλη Σπένδου. Βοηθός σκηνογράφου β’: Αλίκη Σπανουδάκη.
Διανομή:
Τζο Κέλερ: Γιώργος Γάλλος. Κέιτ Κέλερ: Αννα Μάσχα. Κρις Κέλερ: Κωνσταντίνος Μπιμπής. Αννυ: Λίλα Μπακλέση. Λύντια: Αννα Λουϊζίδη. Τζορτζ: Δημήτρης Σέρφας.