O Γυάλινος Κόσμος του Τενεσί Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη, που έκανε πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο στη Σκηνή – Νίκος Κούρκουλος και ξεπέρασε τις 8.000 διαδικτυακές θεάσεις, επαναλαμβάνεται στη σκηνή του Θεάτρου Αλκυονίς. Οι Λένα Παπαληγούρα, Άννα Μάσχα, Κωνσταντίνος Μπιμπής και Αναστάσης Ροϊλός ζωντανεύουν τους ήρωες ενός από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας.
- Κριτική Κάτια Σωτηρίου
Το έργο διαδραματίζεται στο St. Luis των Ηνωμένων Πολιτειών τη δεκαετία του 1930—την περίοδο της Ύφεσης. Υπάρχουν επτά σκηνές και μόνο τέσσερις βασικοί χαρακτήρες: η Amanda, η Laura, ο Tom και ο Jim O’Connor. Πρόκειται για την τραγική ιστορία μιας τριμελούς οικογένειας της οποίας ο πατέρας- Γουίνγκφιλντ—έφυγε από το σπίτι εδώ και πολύ καιρό και η φωτογραφία και οι δίσκοι του είναι τα μόνα πράγματα που τον θυμίζουν στην οικογένεια.
Ο Γυάλινος Κόσμος είναι ένα αντηχείο των σκληρών στιγμών που έζησε ο Τένεσσι Ουίλιαμς στο σπίτι του. Το έργο πραγματεύεται την απομόνωση που νιώθουν οι άνθρωποι όταν δεν μπορούν να συνδεθούν μεταξύ τους ή με τον κόσμο γενικότερα. Ο Ουίλιαμς χρησιμοποίησε ως βάση τη δική του απομόνωση και της οικογένειάς του. Ο Thomas Lanier Williams, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, είχε μια δύσκολη παιδική ηλικία, έπασχε από διφθερίτιδα ακολουθούμενη από τη νόσο του Bright, η οποία του καθιστούσε αδύνατο να περπατήσει για δύο χρόνια. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ασθένειάς του, η μητέρα του ήταν η αφοσιωμένη νοσοκόμα του και η αδερφή του Ρόουζ, μόλις δεκαέξι μηνών μεγαλύτερή του, ήταν η σταθερή του σύντροφος, κάνοντας την ανάρρωσή του μια ευτυχισμένη περίοδο καθώς έπαιζαν μαζί, έφτιαχναν χάρτινες βάρκες, μάζευαν κομμάτια από σπασμένα γυαλιά με έντονα χρώματα από κάδους σκουπιδιών.
Ο συγγραφέας κατανοούσε τη δυναμική της οικογένειας με αναπηρία, γιατί τη βίωσε. Η Λώρα είναι ένας χαρακτήρας του Ουίλιαμς που βασίζεται στην αδελφή του, Ρόουζ η οποία είχε διαγνωστεί με πρώιμη άνοια και ήταν γνωστό ότι είχε σοβαρές κρίσεις υστερίας, παράνοια, και κατάθλιψη από την ηλικία των είκοσι επτά. Έτσι ο Ουίλιαμς δημιουργεί μια ιστορία για τρεις ανθρώπους σε φυγή: τη μάνα που καταφεύγει στο παρελθόν της όταν ήταν περιζήτητη για να αντέξει το παρόν της, το γιο που κληρονομεί τη λαχτάρα του πατέρα του για μακρινά μέρη – πεινασμένος για τις μεγάλες αλλαγές στη ζωή και τη χώρα, ο Τομ βρίσκεται σε ένα αμήχανο δίλημμα ανάμεσα στο να στηρίξει την οικογένεια και να φύγει από το σπίτι για να κυνηγήσει το όνειρό του – και την κόρη που καταφεύγει στο όνειρο και την ψευδαίσθηση λόγω του κόμπλεξ κατωτερότητας της.
Η παράσταση
O Tένεσσι Ουίλιαμς είναι ποιητής αλλά και ρεαλιστής, ωστόσο αυτή η διπλή του ιδιότητα γίνεται συχνά τροχοπέδη στις περισσότερες σκηνοθετικές προσπάθειες . Ο Γιώργος Νανούρης καταφέρνει να ζυγίσει τις ιδιότητες αυτές και υποβάλλει τους χαρακτήρες του από τη μια σε έναν αμείλικτο ψυχολογικό τεμαχισμό, ανασύροντας ποιητικά όμως, με τη βοήθεια και της ρέουσας μετάφρασης του Στέλιου Βαφέα, τις αδυναμίες και τα πάθη τους, βοηθώντας το κοινό να τους αντιμετωπίσει με μια βαθιά συμπόνοια. Η ποιητικότητα της σκηνοθεσίας του διαπερνά όλη την παράσταση, παντρεύοντας την πραγματικότητα με το δράμα και το όνειρο. Και ενώ επιλέγει ένα απλό και λιτό σκηνικό, με έναν καναπέ και ένα τραπέζι, εντούτοις η, βαθιά ατμοσφαιρική, σκηνή μοιάζει φορτωμένη και φορτισμένη με μνήμες. Ακολουθεί πιστά την οδηγία του Ουίλιαμς – το έργο είναι μια ανάμνηση, και «όπως κάθε ανάμνηση, είναι υποφωτισμένη και φυσικά μη ρεαλιστική». Έτσι όλη η παράσταση γίνεται ένα ταξίδι ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την αλήθεια του κάθε ήρωα. Το δυνατό χαρτί του Γιώργου Νανούρη, ο φωτισμός, παίζει και εδώ καθοριστικό ρόλο δίνοντας μια αίσθηση κρυφής οικειότητας, λυρισμού και τρυφερότητας. Στο φως βασίζεται και η εμφάνιση του «γυάλινου κόσμου» που είναι ένας αφαιρετικός συμβολισμός, λειτουργικός και ατμοσφαιρικός. Και επειδή η παράσταση σκηνοθετήθηκε εν μέσω covid, ο Νανούρης κράτησε την έννοια της απόστασης και στην πράξη, με αποτέλεσμα οι ηθοποιοί να μην αγγίζονται ποτέ. Η συνθήκη αυτή έδωσε όμως ένα μεγάλο πλεονέκτημα στην παράσταση: την ευρηματικότητα των σκηνών – το φιλί ανάμεσα στη Λώρα και τον Τζιμ είναι μια σκηνή πραγματικά υπέροχη – αλλά και την σκηνική απεικόνιση της ψυχικής απόστασης των ηρώων.
Η παράσταση ευτυχεί να έχει εξαίσιες ερμηνείες.
Η Άννα Μάσχα στον γιγαντιαίο ρόλο της Αμάντα, της τυπικής Νοτιο Αμερικάνας “belle” στάθηκε συγκλονιστική. Ενσαρκώνει την καταπιεστική μάνα, που ωστόσο έχει αναλάβει μετά τη φυγή του πατέρα να σταθεί βράχος για τα παιδιά της, και σαρώνει τη σκηνή με τη δυναμική της παρουσία . Η υστερική ανάγκη της Αμάντα να επιβιώσει μέσα από το παρελθόν της γίνεται στην ερμηνεία της Άννας Μάσχα στιγμή σκηνικής τέχνης. Είναι τέτοια η ακρίβεια της ερμηνείας της που κινείται με άνεση στα περιθώρια κωμικού και πάθους που διαθέτει ο ρόλος της, και μετουσιώνει τα αντιφατικά συναισθήματα που προκαλεί τόσο στα παιδιά της, όσο και κατ’επέκταση και στο κοινό. Το βλέμμα της, οι κινήσεις της, η αεικίνητη παρουσία της επί σκηνής συνθέτουν μια Αμάντα που ενσαρκώνει την πλήρη διάλυση του αμερικάνικου ονείρου, χωρίς όμως να χάνει τη στοργικότητα και τον άκριτο ρεαλισμό της. Είναι μια αψεγάδιαστη Αμάντα.
Με εσωτερικά κατεθυνόμενη υπερευαισθησία η Λώρα της Λένας Παπαληγούρα, που σωματοποιεί την αυτοκατάργηση της ηρωίδας της, εκφράζει την δειλία και το φόβο και αποδίδει τη λεπτεπίλεπτη και εύθραυστη παρουσία της. Σακατεμένη σωματικά, η Λώρα είναι συνειδητοποιημένη, ντροπαλή και έχει έντονη αίσθηση κατωτερότητας, υποχωρεί στον δικό της κόσμο και δεν έχει την ικανότητα να επικοινωνεί με τον άλλον, όπως συμπεραίνει ο Τομ «… ζει σε έναν δικό της κόσμο – έναν κόσμο από—μικρά γυάλινα στολίδια». Μας δίνει την εντύπωση ότι είναι τρυφερή και εύθραυστη, όπως τα γυάλινα ζώα που έχει συλλέξει. «Το γυαλί σπάει τόσο εύκολα. Όσο προσεκτικός κι αν είσαι». Είναι αυτή που πληγώνεται πιο εύκολα και που δεν έχει την ικανότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Η εύθραυστη, απόκοσμη ομορφιά της Λώρα μεταφέρεται με ακρίβεια από την Λένα Παπαληγούρα, που φαίνεται σαν ένα κομμάτι ημιδιαφανούς γυαλιού που αγγίζεται από το φως, που του δίνεται μια στιγμιαία λάμψη, όχι πραγματική, όχι διαρκής. Έτσι ο Τζιμ που είναι «αρκετά αδέξιος με τα πράγματα» προορίζεται να την πληγώσει και να κάνει τη ζωή της πιο τραγική.
Με ελεγχόμενες εκρήξεις, και ειρωνεία, παραστατικά δραματικός ο Κωνσταντίνος Μπιμπής τόσο ως αφηγητής αλλά και ως Τομ. Φέρνει ένα εξαιρετικό χιούμορ στον διαρκώς αποσπασμένο Τομ Γουίνγκφιλντ, κάτι που κάνει την αναπόφευκτη έκρηξη μεταξύ του Τομ και της Αμάντα στο τέλος της 2ης πράξης πιο δυνατή. Ο Τομ του Μπιμπή είναι ανήσυχος, μαγνητικός αλλά φανερώνει καθαρά τον καλλιτέχνη που θα γίνει.
Ο Αναστάσης Ροιλός φέρνει μια λαμπερή νότα στον απατηλά προκλητικό Jim O’Connor. Ο χαρακτήρας του λειτουργεί ως ο μοναδικός εξωτερικός χαρακτήρας στον κόσμο του έργου που εισέρχεται στο δυσλειτουργικό νοικοκυριό. Ο Ροιλός χειρίζεται αυτή την πρόκληση με άνεση, και η σκηνή του με τη Laura είναι γοητευτική και εγκάρδια, υποστηριζόμενη από την εξαιρετική του πλαστικότητα. Είναι όμορφος, τζέντλεμαν, ιδανικός Τζιμ.
Η σκηνογραφία της Μαίρης Τσαγκάρη ανταποκρίνεται πλήρως στην άρνηση της στεγνής φωτογραφικής απεικόνισης από τον ίδιο τον Ουίλιαμς , η υποβλητική μουσική του Θοδωρή Οικονόμου και τα κουστούμια των Deux Hommes προσφέρουν σημαντικά στην ατμόσφαιρα, συντελώντας στη διάχυτη μελαγχολία και παραίτηση των ηρώων.
Ο Γυάλινος Κόσμος είναι πρωτίστως ένα έργο μνήμης, που κάνει ευρεία χρήση ποιητικής αδείας, γιατί η μνήμη εδράζεται κυρίως στην καρδιά. Και αυτός ο Γυάλινος Κόσμος του Γιώργου Νανούρη είναι μια παράσταση καρδιάς. Δείτε την οπωσδήποτε.
Tαυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Στέλιος Βαφέας
Σκηνοθεσία-Φωτισμοί: Γιώργος Νανούρης
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Σκηνικά: Μαίρη Τσαγκάρη
Κοστούμια: Deux Hommes
Βοηθός ενδυματολόγων: Δέσποινα Ιγνάτογλου
Φωτογραφίες: Μαριλένα Βαϊνανίδου
Διανομή (αλφαβητικά)
Άννα Μάσχα: η μητέρα Αμάντα Ουίνγκφιλντ
Κωνσταντίνος Μπιμπής: ο γιος Τομ Ουίνγκφιλντ
Λένα Παπαληγούρα: η κόρη, Λώρα Ουίνγκφιλντ
Αναστάσης Ροϊλός: ο επισκέπτης, Τζιμ Οκόνορ
Το Θέατρο θα λειτουργήσει ως Αμιγής Χώρος