O Μιχάλης Πανάδης σκηνοθετεί την Κόρα Καρβούνη και τον Χρήστο Κοντογεώργη στο “JOHN” της βραβευμένης με Πούλιτζερ Annie Baker. Στην παράσταση πρωταγωνιστουν, η Γιούλη Τσαγκαράκη και η Καλλιόπη Παναγιωτίδου. Το έργο έκανε πρεμιέρα το 2015 στο Signature Theatre στη Νέα Υόρκη και δημιούργησε μεγάλη αίσθηση σε κοινό και κριτικούς. Τώρα, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τις 31 Οκτωβρίου και εγκαινιάζει την επαναλειτουργία του θεάτρου Δίπυλον.
- Κριτική Κάτια Σωτηρίου
- Ημερομηνία Δημοσίευσης 17/11/2024
Το έργο
Το JOHN της Annie Baker, αποτελεί μια βαθιά ψυχολογική εξερεύνηση των σχέσεων, της απομόνωσης και των ανεξήγητων δυνάμεων που κρύβονται στον ανθρώπινο ψυχισμό. Το έργο διαδραματίζεται σε ένα περίεργα διακοσμημένο bed-and-breakfast στο Gettysburg της Πενσυλβάνια, όπου ένα νέο ζευγάρι φτάνει με φανερή ένταση στη σχέση τους. Το σκηνικό, γεμάτο με συλλεκτικές πορσελάνες και στοιχειωτικά αντικείμενα, λειτουργεί ως σιωπηλός χαρακτήρας, ενισχύοντας το κλίμα αμφιβολίας και ανασφάλειας που κυριαρχεί.
Η Baker φημίζεται για το ρεαλισμό της και το χαρακτηριστικά αργό, στοχαστικό ρυθμό της, και το JOHN δεν αποτελεί εξαίρεση. Μέσα από διαλόγους που άλλοτε φαντάζουν καθημερινοί και άλλοτε αποκαλύπτουν υπαρξιακές ανησυχίες, το έργο «χτίζει» την ένταση σταδιακά. Οι χαρακτήρες παλεύουν με το βάρος της μοναξιάς, της ενοχής και της ανειλικρίνειας, ενώ ταυτόχρονα το περιβάλλον αποπνέει έναν αέρα μεταφυσικού και μυστηρίου που δεν διασαφηνίζεται ποτέ πλήρως.
Σημαντικός ρόλος ανατίθεται στην ιδιοκτήτρια του bed-and-breakfast, την Κιττυ Μέρτις , μια γυναίκα με απρόβλεπτη συμπεριφορά και σοφία που αμφιταλαντεύεται μεταξύ του ζεστού ενδιαφέροντος και της φαινομενικής εκκεντρικότητας. Η Baker δημιουργεί έτσι έναν τόπο όπου τα όρια μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού θολώνουν, προσφέροντας στους θεατές μια εμπειρία που προκαλεί.
Παρά το μακρόσυρτο της πλοκής, το JOHN προσφέρει την ευκαιρία να βυθιστεί ο θεατής στην αργή αποδόμηση των ανθρώπινων σχέσεων και να αναλογιστεί το βάθος των φαινομενικά ασήμαντων στιγμών. Είναι ένα έργο που απαιτεί υπομονή αλλά ανταμείβει τον θεατή με στιγμές συγκίνησης, έντονης ταύτισης και πνευματικής διέγερσης.
Η Baker για άλλη μια φορά αποδεικνύει την ικανότητά της να δημιουργεί έργα που ισορροπούν ανάμεσα στο απόκοσμο και στο καθημερινό, αποτυπώνοντας τη μοναδικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας. Το JOHN είναι ένα έργο που προχωρά πέρα από τις συμβάσεις του θεάτρου για να προσφέρει μια εμπειρία που συνδυάζει την απλότητα με το μυστήριο, την οικειότητα με το ανεξήγητο. Αν και η επιφάνεια του John αναφέρεται στη σημασία του εδώ και του τώρα, το πραγματικό του ενδιαφέρον είναι σε έναν άυλο κόσμο. Αυτό το στρώμα συνείδησης που βρίσκεται κάτω από τον υπερ-ορθολογισμό της καθημερινής ζωής είναι όπου η Baker σκάβει πραγματικά βαθιά. Εκεί βρίσκει τη γλώσσα για να συζητήσει τη συνεχή πίεση της μοναξιάς που νιώθουν οι περισσότεροι άνθρωποι καθώς αναζητούν αγάπη και αποδοχή σε έναν εγκόσμιο τόπο όπου η αλήθεια είναι πάντα ακριβώς πέρα από την αντίληψή τους.
Στο επίκεντρο αυτής της αφήγησης βρίσκεται το όνομα «John», μια φασματική παρουσία που υφαίνεται σε όλο το κείμενο, καλυμμένη με μια αινιγματική ομίχλη σημασίας, ακόμα κι όταν κανένας σωματικός John δεν εμφανίζεται ποτέ. Η αναφορά του νεκρού πρώην συζύγου της ιδιοκτήτριας του πανδοχείου, ο οποίος φέρει επίσης αυτό το όνομα, προσθέτει ένα στρώμα ίντριγκας. Το «John» χρησιμεύει ως σκεύος για κάθε πιθανό καταπιεστικό εραστή που το κοινό μπορεί να επινοήσει, ενσαρκώνοντας το αρχέτυπο του τυραννικού συντρόφου. Οι αιχμηροί διάλογοι που εξερευνούν τη γεμάτη σχέση του ζευγαριού διαπλέκονται με τα ανησυχητικά, σχεδόν μεταφυσικά περιστατικά που διαστέλλουν την ιστορία. Η φράση, «Όλοι γνωρίζουν κάποιον που λέγεται John», αντηχεί ως ανατριχιαστική υπενθύμιση της παλιάς πατριαρχικής φιγούρας, παραπέμποντας στην ελεγκτική και κυριαρχική ουσία που παραμονεύει στις σκιές της αφήγησης.
Ωστόσο, το μειονέκτημα του έργου είναι ότι δεν έχει σαφή προσανατολισμό και σκοπό, εκτός από τις σκηνές με τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις περί ανθρωπίνων σχέσεων, περί ορατών και αοράτων, αισθήσεων και παρ-αισθήσεων. Επί της ουσίας δεν υπάρχει «μήνυμα», ή στόχος, παρά μόνο η ελεύθερη κατανόηση των γεγονότων από την πλευρά των θεατών.
Η παράσταση
Η σχολαστική σκηνοθεσία του Μιχάλη Πανάδη όπως και το έργο της Baker, εστιάζει στις λεπτομέρειες και στη στιγμή παρά στο τι θα συμβεί μετά. Ο Μιχάλης Πανάδης σκηνοθετεί το Τζον με μια ελαφριά πινελιά, τονίζοντας το χιούμορ αλλά και την απόκοσμη φύση του. Το εξαιρετικό σκηνικό της Ζωή Μολυβδά Φαμέλη – η οποία επιμελείται και των ατμοσφαιρικών φωτισμών – αποκαλύπτει το δωμάτιο υποδοχής του bed-and-breakfast, στο οποίο κάθε εκατοστό είναι γεμάτο με κούκλες και μικροαντικείμενα. Ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο κυριαρχεί στο σετ, ενώ ένα τζουκμποξ που ανάβει και σβήνει αυθόρμητα σαν να ελέγχεται από μια φανταστική παρουσία στέκεται δίπλα σε μια σειρά από σκάλες που οδηγούν στα δωμάτια των επισκεπτών. Η παραγωγή είναι τόσο ρεαλιστική που ακούς όλους τους θορύβους και τα χτυπήματα που κάνουν τα ζευγάρια όταν τσακώνονται στον επάνω όροφο. Έξοχα και ταιριαστά τα κοστούμια από την Αλέγια Παπαγεωργίου.
Σημαντικό στοιχείο της παράστασης είναι οι ερμηνείες. Οι Κόρα Καρβούνη και Γιούλη Τσαγκαράκη ερμηνεύουν τους ρόλους της Μέρτις και της Ζενεβιέβ σαν να γράφτηκαν οι χαρακτήρες γι’ αυτές. Με χρονισμό και ρυθμό που αποτυπώνουν τα χρόνια εμπειρίας τους και με μια ικανότητα να δημιουργούν τον χαρακτήρα από το κέντρο της ύπαρξής τους, είναι εξίσου συγκινητικές όσο και απολαυστικές.
Η Κόρα Καρβούνη επενδύει στη Μέρτις τον σωστό συνδυασμό μητρικότητας και μυστηρίου: με μικρά, μυστικά χαμόγελα, μοιάζει ταυτόχρονα γήινη αλλά και απόκοσμη, σαν να είναι ένα φάντασμα: ο λευκός χώρος που δημιουργεί τις σιωπές στη σκηνή, ο χρόνος μεταξύ των σκηνών, το πώς ακούει και αντιδρά, οδηγούν σε μια ιδιαίτερα απολαυστική ερμηνεία. Η Γιούλη Τσαγκαράκη ως φίλη της είναι εξαιρετική στις σιωπές και στο λεπτό, υπόγειο χιούμορ, εξίσου εύστοχη στο να υποδηλώνει ότι, παρά την τύφλωσή της, έχει μια παντογνωσία. Ο Χρήστος Κοντογεώργης, στον ρόλο του ευέξαπτου, ανασφαλούς Ελίας ταιριάζει ιδανικά με την Καλλιόπη Παναγιωτίδου, που παίζει την ευφυή αλλά τελικά απρόβλεπτη Τζένι.
Οι Κοντογεώργης και Παναγιωτίδου, χρησιμοποιούν τις σιωπές για να δείξουν κάτι παραπάνω από «το πώς μοιάζει ο καβγάς» και αφήνουν τη Τζένι και τον Ελίας να γίνουν τόσο αντιπαθείς, ώστε οι στιγμές που δείχνουν τα αληθινά τους συναισθήματα να αλλάζουν τα πάντα. Και οι τέσσερις κρατούν καλά κρυμμένα τα μυστικά τους, αφήνοντας το κοινό να συνεχίσει να μαντεύει, συμπληρώνοντας τα ανείπωτα.
Στο σύνολο της είναι μια ενδιαφέρουσα και απολαυστική παράσταση που μπορεί να μη μας αφήνει με κάποιο μήνυμα για μετά, αλλά επιδιώκει να εμπλέξει το κοινό σε μια διαδικασία χειραφέτησης από τα στοιχειωμένα φαντάσματα του δυτικού κόσμου. Υπάρχει κάτι στο έργο της Baker – όπως συχνά βρίσκουμε στα έργα του Πίντερ – που δεν υπόκειται στη λογική ανάλυση, και αυτό μόνο ενισχύει τη γοητευτική του αίσθηση.
Κείμενο: Annie Baker
Μετάφραση: Χρύσα Κοτταράκου
Σκηνοθεσία: Μιχάλης Πανάδης
Δραματουργία: Παύλος Παυλίδης
Σκηνικά – φωτισμοί: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη
Κοστούμια: Αλέγια Παπαγεωργίου
Ειδικές κατασκευές κοστουμιών: Αλέξανδρος Λόγγος
Κομμώσεις: Θωμάς Γαλαζούλας
Μουσική: Βασίλης Μαντζούκης
Βοηθός σκηνογράφου: Νέλη Ζερίτη
Βοηθός ενδυματολόγου: Νικολέττα Αναστασιάδου
Φωτογραφίες: Δομνίκη Μητροπούλου
Διεύθυνση και Εκτέλεση Παραγωγής: Kart Productions
Επικοινωνία – Γραφείο Τύπου: Μαρία Τσολάκη
Social Media – Διαφήμιση: Renegade Media, Βασίλης Ζαρκαδούλας
Παραγωγή: Τεχνηχώρος
Ερμηνεύουν (σε αλφαβητική σειρά): Κόρα Καρβούνη, Χρήστος Κοντογεώργης, Καλλιόπη Παναγιωτίδου, Γιούλη Τσαγκαράκη
Εισιτήρια και στο ταμείο του θεάτρου ΓΚΛΟΡΙΑ, Ιπποκράτους 7 , από Δευτέρα έως Σάββατο 11:00-17:00
(τηλ. επικοινωνίας : 210 36 42 334)