fbpx

Είδαμε το Λεωφορείο ο Πόθος στο θεάτρο Προσκήνιο – Κριτική της Παράστασης

Το θρυλικό έργο του Τενεσί Ούλιαμς, «Λεωφορείο ο Πόθος», ξαναζωντανεύει στη σκηνή του Θεάτρου Προσκήνιο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, με την Αλεξία Καλτσίκη στο ρόλο της Μπλανς Ντιμπουά.

Το «Λεωφορείο ο πόθος» ανέβηκε για πρώτη φορά στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης, στις 3 Δεκεμβρίου 1947, σε σκηνοθεσία του Ελία Καζάν, με την Τζέσικα Τάντι στον ρόλο της Μπλανς και τον 24άχρονο Μάρλον Μπράντο που σφράγισε με την ερμηνεία του τον ρόλο του Κοβάλσκι. Παιζόταν συνεχώς για δύο χρόνια, κέρδισε πολλά βραβεία, ανάμεσά τους το Πούλιτζερ για τον Τένεσι Ουίλιαμς, και αργότερα ανέβηκε στο Λονδίνο, με σκηνοθέτη τον Λώρενς Ολίβιε και τη Βίβιαν Λη ως Μπλανς.

  • Κριτική Κάτια Σωτηρίου
  • Ημερομηνία Δημοσίευσης 21/12/2024

Ο Μπράντο και η Λη συναντήθηκαν στην κινηματογραφική εκδοχή του έργου, με σκηνοθέτη τον Ελία Καζάν, που κέρδισε τρία  Όσκαρ το 1951 και έκανε μια ασύλληπτα επιτυχημένη διαδρομή. Από τότε, αυτό το αειθαλές κλασικό έργο ενέπνευσε δεκάδες θεατρικές και τηλεοπτικές εκδοχές του, μια όπερα, τρία μπαλέτα, μια παρωδία μιούζικαλ στη σειρά «Σίμσονς» και μια εκσυγχρονισμένη κινηματογραφική έκδοσή του, την «Blue Jasmine» του Γούντι Άλεν.

Η  λεωφορειακή γραμμή Πόθος (Desire) λειτούργησε από το 1920 ως το 1948, στη Νέα Ορλεάνη, στις χρυσές μέρες της χρήσης των λεωφορείων ως μέσων μετακίνησης. Η διαδρομή του ήταν συγκεκριμένη, περνούσε και από την οδό Πόθου (Desire Street), ενώ η διαδρομή της Μπλανς στο έργο είναι αλληγορική, στα αδιέξοδα του πόθου και του πάθους.

Το έργο

Ο ρόλος του μύθου μέσα στην αφήγηση είναι σαγηνευτικός. Στο «Λεωφορείο», ο μύθος υπερβαίνει μια απλή χρονολογική αφήγηση των γεγονότων. Γίνεται ο αγωγός μέσα από τον οποίο αποκαλύπτονται οι μυριάδες αντιφάσεις και τα πολύπλοκα στρώματα των χαρακτήρων. Αυτή η διερεύνηση του μύθου υποδηλώνει έναν μακρινό απόηχο της ανατροπής των παραδοσιακών δραματικών θεμελίων, που προαναγγέλθηκε από την εμφάνιση του μεταδραματικού θεάτρου. Θυμίζει τη συγκλονιστική δήλωση της Μπλανς «Δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία», η οποία αντηχεί ως ένα είδος μανιφέστου για ένα θέατρο που επιδιώκει να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με τον απτό κόσμο. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τον πλούσιο κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό που υπάρχει σε όλο το έργο του Williams. Η Μπλανς είναι σύμβολο ψευδαίσθησης και άστοχων φιλοδοξιών. Αντίθετα, ο Stanley -οι γροθιές του ανυποχώρητες σαν πέτρα- προκαλεί τη σκληρή ρητορική του φασισμού και της έμφυλης καταπίεσης. Η σύγκρουσή τους αποκαλύπτει ότι, στο τέλος, όλοι οι χαρακτήρες παλεύουν με την απουσία δικαιοσύνης. Αυτή η δυναμική αντανακλά το κόστος που επωμίζεται ένας κόσμος άοπλος, παρασυρμένος μεταξύ αρχέγονων ενστίκτων και υψηλών ιδανικών, παγιδευμένος στην ένταση μεταξύ ομορφιάς και σκληρής πραγματικότητας.

Οι ήρωες του Williams παλεύουν να ξεφύγουν από το θάνατο, τη μοναξιά, τη σκληρή πραγματικότητα, τα προδομένα όνειρα, πλάθοντας το φανταστικό τους κόσμο και ζώντας μέσα από τους ανεκπλήρωτους έρωτες. Ο Williams επέδρασε καθοριστικά στο αμερικανικό θέατρο και στον κινηματογράφο, γράφοντας έργα με “ψυχή”. Το γράψιμο για τον Ουίλιαμς ήταν πάντα “μια φυγή από την πραγματικότητα”, στην οποία πάντα ένιωθε “στενόχωρα”.

O Williams σαφώς και καθρεφτίζει στο έργο του την κοινωνία μιας εποχής, η οποία φέρει ευδιάκριτα τα σημάδια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης. Αφουγκράζεται τα κατάλοιπα στην τραυματισμένη από τον πόλεμο ανθρωπότητα και τη δυσκολία προσαρμογής σε μια νέα εποχή. Όμως πολύ περισσότερο εστιάζει σε εκείνες τις βαθιά κρυμμένες επιθυμίες που καθορίζουν την ανθρώπινη ζωή. Και εκεί ακριβώς έρχεται η διαφοροποίηση της παράστασης του Καραντζά. Η Μπλανς του δεν είναι ένα αιθέριο πλάσμα, αλλά ένα χωμάτινο, γήινο, βασανισμένο, αντιφατικό πλάσμα. Ο ίδιος ο Williams έλεγε πως Μπλανς λέει πως ήταν ένα δαιμονικό πλάσμα, γιατί δεν μπορούσε να αντέξει το μέγεθος των συναισθημάτων της. Ήταν ένα πλάσμα σε αναζήτηση της αγάπης και της ασφάλειας. Όσον αφορά τον Στάνλεϋ, ο συγγραφέας δεν τον θεωρεί απόλυτα κακό. Σε γράμμα του προς τον Elia Kazan, διευκρινίζει πως και οι δυο χαρακτήρες του έργου έχουν ελαττώματα και προτερήματα, ότι τα πράγματα δεν είναι άσπρο – μαύρο.

Η παράσταση

Ο Δημήτρης Καραντζάς σεβάστηκε απόλυτα ότι το Λεωφορείο ο Πόθος είναι έργο με κλασική δομή και γραμμική αφήγηση. Η διαδοχή των σκηνών ακολουθεί χρονολογική σειρά προς τα εμπρός, από την αρχή ως την τελική έκβαση. Παράλληλα όμως, η συνεχής κίνηση από το εσωτερικό του σπιτιού προς τον έξω χώρο, η χρήση της μουσικής και οι φωτισμοί, όλα ενισχύουν την δράση και κρύβουν συμβολισμούς για τα μεγάλα θέματα που πραγματεύεται το έργο. Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο «πόθος – θάνατος» διατρέχει το έργο και τα σύμβολά του είναι στην παράσταση του Καραντζά απόλυτα ευδιάκριτα. Αντιθετικά δίπολα κάνουν από την αρχή την εμφάνισή τους, με πρώτο τα ονόματα των δυο λεωφορείων που φέρνουν την Μπλανς στα Ηλύσια Πεδία: “πόθος – νεκροταφείο”. Τα όρια φαντασίας – πραγματικότητας θαμπώνουν κάθε φορά που το ταραγμένο μυαλό της Μπλανς στροβιλίζεται στους ζωηρούς ήχους της Βαρσοβιάνα, που ανασύρει από την μνήμη ξανά και ξανά την αυτοκτονία του αγαπημένου νέου.

Στην σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά ο θεατής βυθίζεται από την αρχή σε μια ταπετσαρία ζωντανής θεατρικότητας. Ο διάλογος πλημμυρίζει ζωντάνια και κάθε σκηνή αντηχεί με μια βαθιά πληρότητα. Στην παράσταση μας προσφέρεται μια καλειδοσκοπική άποψη της ζωής του Νότου, αποκαλυμμένη σε όλη της την πολυπλοκότητα – οι κραυγαλέες δυνάμεις συνυφασμένες με απτές αδυναμίες, η συναρπαστική ζέση που συγκρούεται με το χάος της ύπαρξης. Ένας θεμελιώδης σκεπτικισμός απέναντι στην ανθρωπότητα διαποτίζει την αφήγηση, καθώς ο αμερικανικός ρεαλισμός ξεδιπλώνεται με εξαιρετική σαφήνεια. Παρασυρόμαστε σε μια καθημερινή ύπαρξη που χαρακτηρίζεται από σκιές, βάναυσες συναντήσεις και ηθικές συγκρούσεις, προκαλώντας μια αίσθηση σκληρότητας που παραμένει στον αέρα. Η αλληλεπίδραση κάθετων και οριζόντιων διαστάσεων, το ίδιο το πνεύμα του Tennessee Williams, είναι παρόν στο σύνολό του στην παράσταση του Καραντζά για όσους θέλουν και μπορούν να κατανοήσουν την ουσία του.

Εξάλλου, εκείνο για το οποίο επιμένει ο Williams, ότι είναι βασικό θέμα του έργου, είναι η ανικανότητα να επικοινωνήσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, να δώσουν ο ένας στον άλλο να καταλάβει τι είναι αυτό που επιθυμούν, ποια είναι η πραγματική τους ανάγκη. Έτσι στην παράσταση του Καραντζά ο κάθε ήρωας προβάλλει πάνω στον άλλο τις δικές του αδυναμίες. Ως αποτέλεσμα τα κίνητρά τους ερμηνεύονται λανθασμένα και η σύγκρουση επέρχεται. Ο Στάνλεϋ δεν αντιλαμβάνεται την απεγνωσμένη ανάγκη της Μπλάνς για αγάπη, βλέπει σ’ αυτήν μια ξιπασμένη αριστοκράτισσα, μια χειριστική γυναίκα. Η Μπλανς από την πλευρά της δεν μπορεί να δει πίσω από το σκληρό πρόσωπο του Στάνλεϋ, τον άνθρωπο που φοβάται ότι η επίδρασή της πάνω στη Στέλλα είναι ισχυρότερη από την δική του και άρα καταστροφική για τον ίδιο.

Αξιοσημείωτο το φινάλε – ο Καραντζάς επιλέγει μια ποιητική έξοδο, που δίνει όλα τα στοιχεία του εγκλεισμού στο ψυχιατρείο ( η παρηγορητική ανδρική φωνή, ο αποχαιρετιστήριος σπαραγμός της Στέλλας), διατηρεί όμως και μια ασαφή εκκρεμότητα: η Μπλανς λυτρώνεται και αποδρά σε ένα ολάνθιστο κήπο, σε έναν τόπο ομορφιάς, που παραπέμπει όμως και στα “flores de los Muertos” που η ίδια επικαλείται. Μοναδική παραφωνία όμως σε αυτό το ποιητικά ενδιαφέρον φινάλε, είναι η αλλαγή της πιο εμβληματικής φράσης του έργου: «πάντα βασιζόμουν στην καλοσύνη των αγνώστων» ακούμε στην παράσταση.. γιατί όχι των «ξένων» όπως έχει μείνει στην ιστορία;

Οι ερμηνείες

Η Αλεξία Καλτσίκη μας παραδίδει ίσως την πιο ενδιαφέρουσα Μπλανς που έχουμε δει. Η Μπλανς της είναι εύθραυστη ψυχολογικά, καλλιεργημένη και διαλυμένη ταυτόχρονα, καταφεύγει στο όνειρο, την παραίσθηση και τη φαντασίωση. Η νιότη της έχει ξεφτίσει, θυμίζει μια αριστοκρατία άλλων εποχών, ξεπεσμένη ηθικά και κοινωνικά πια, προσπαθεί μέσα από φτηνά κοσμήματα, ωραία φορέματα, στολίδια και ωραίους τρόπους να γοητεύσει και να κρύψει το παρελθόν και την ηλικία της. Αλαζονική και ψεύτρα χωρίς κακή πρόθεση, υπνωτίζει και μαγεύει δημιουργώντας ένα πολυδιάστατο και περίπλοκο χαρακτήρα. Τη στιγμή που ο Στάνλεϋ σχίζει το χάρτινο φανάρι της, ρίχνοντάς την στην ανυποχώρητη λάμψη της φθοράς, την απελευθερώνει αμετάκλητα από τα όρια του βασιλείου του.

Απέναντι στη διαλυμένη Μπλανς, ο άξεστος, Πολωνός μετανάστης που αντιπροσωπεύει το “Αμερικάνικο όνειρο”. Τίποτα δε του χαρίστηκε, επιβίωσε χάρη στη χειρωνακτική εργασία. Εκπέμπει έντονη σεξουαλικότητα, ζωώδη ένστικτα, αμεσότητα και φαλλοκρατισμό. Και εδώ έρχεται η εξαιρετική ερμηνεία του Άρη Μπαλή, που κόντρα στο παρουσιαστικό του, είναι ίσως ο πιο ουσιαστικά βίαιος, ωμός Κοβάλσκι που έχουμε δει. Η ηθοποιία του ήταν φυσική και πολύ ρεαλιστική, προβάλλοντας τα μισαλλόδοξα χαρακτηριστικά του ήρωα του, αλλά και τα συμπλέγματα του, τα οποία εντείνονται από την απόρριψη της Μπλανς. Με αυθόρμητες εκρήξεις πληθωρικότητας, τρεμόπαιγμα ειρωνείας δίνει μια έξοχη ερμηνεία.

Η Στέλλα της Δήμητρας Βλαγκοπούλου είναι η τυπική γυναίκα, παραδομένη στην έλξη για τον αρρενωπό σύντροφο. Διχασμένη ανάμεσα στη φουρτούνα της επιθυμίας για τον Στάνλεϊ και την αδελφική αγάπη, φέρει μια πανικόβλητη πυρακτωμένη λάμψη. Η ερμηνεία της απέριττη, και τολμηρή.

Ο Βασίλης Μαγουλιώτης ερμήνευσε με ανθρωπιά τον αντίποδα του Κοβάλσκι, τον Μιτς ως έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που μέσα στη μοναξιά του δεν έχει τη δύναμη να πάρει τις σωστές αποφάσεις για τη ζωή του. Αξιοπρεπής, συνεσταλμένος αλλά και συμβιβασμένος, ένα θύμα κι αυτός των κοινωνικών επιταγών.

Με αμεσότητα η Ευνίκη της Ιωάννας Ραμπαούνη, και επιτυχημένα μιμητική του Στάνλευ η αρρενωπότητα στην ερμηνεία του Γιάννη Κόραβου.

Μονόχωρο, στενάχωρο, με την κουρτίνα ανάμεσα, το σκηνικό της Μαρίας Πανουργιά, που δημιουργεί μια απτή αίσθηση ασφυξίας που καταπνίγει τις ψυχές, που συμπιέζονται μεταξύ τους. Η απουσία απομόνωσης και άρα αξιοπρέπειας εντείνει τη βία στο σπιτικό των Κοβάλσκι, και εντείνει την ψυχική παγίδευση της Μπλανς. Παρά τη στενότητα του ήταν εύστοχα λειτουργικό.

Στο σύνολο της η παράσταση του Δημήτρη Καραντζά, παρουσιάζει με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο το νοσηρό ερωτισμό και τη σύγκρουση Μπλανς-Κοβάλσκι, και λειτουργεί ως μια βαθιά ωδή στον πόθο, έναν οδυνηρό προβληματισμό για τον αντίκτυπο του τραύματος και μια στοχαστική υπενθύμιση της λεπτής φύσης των ψευδαισθήσεων. Είναι ίσως το πιο πλήρες ανέβασμα του έργου που έχουμε δει.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς

Σκηνικό: Μαρία Πανουργιά

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος

Moυσική: Γιώργος Ραμαντάνης

Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης

Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Γκιζώτης

 

Βοηθοί σκηνογράφου: Σοφία Θεοδωράκη,  Μαρία Σταθοπούλου 

Artwork, Φωτογραφίες & Video: Γκέλυ Καλαμπάκα

Δημόσιες Σχέσεις & Επικοινωνία: Όλγα Παυλάτου

Social Media: Renegade Media

Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη

ΔΙΑΝΟΜΗ

Μπλανς Ντιμπουά: Αλεξία Καλτσίκη

Στάνλεϊ Κοβάλσκι: Άρης Μπαλής

Στέλλα Κοβάλσκι: Δήμητρα Βλαγκοπούλου

Μιτς: Βασίλης Μαγουλιώτης / Γιώργος Ζυγούρης

Στιβ: Γιάννης Κόραβος

Ευνίκη: Ιωάννα Ραμπαούνη

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr