Η παράσταση Μια νύχτα στην Επίδαυρο» σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου, και κείμενο των Λένας Κιτσοπούλου και Γιάννη Αστερή παρουσιάζεται στη σκηνή Κοτοπούλη του Εθνικού Θεάτρου ως τις 19 Μαΐου.
Η υπόθεση είναι απλή: μετά από μια παράσταση, οι καλλιτέχνες κάνουν μια δεύτερη παράσταση μεταξύ τους. Ανάμεσα σε ζουμερές μπριζόλες και μελίρρυτα λόγια, απελευθερώνουν τις άγριες πλευρές τους, διατηρώντας παράλληλα έναν αέρα καλλιτεχνικής και εκλεπτυσμένης ευγένειας.
- Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
- Δημοσίευση 5 Μαΐου 2023
Καθώς τελειώνει το Επιδαύριο θέαμα, η σκηνή στήνεται για ένα δικό της δράμα. Οι ηθοποιοί, οι κοόρτες τους, οι υπεύθυνοι του θεάτρου και οι θαυμαστές τους απολαμβάνουν αμοιβαία θαυμασμό, τα λόγια τους ηχούν κούφια και εκθέτουν την έπαρση, τη ρηχότητα και τη δηλητηριώδη φύση τους. Οι δύο βασικές πρωταγωνίστριες, η «παλιά», και η «νέα», επιδίδονται σε μια πικρή κόντρα, ενώ ο τρίτος παραμένει σε απόσταση, σαν να αγνοεί την παρουσία τους. Ο σκηνογράφος, γεννημένος στα προνόμια, απολαμβάνει τη ματαιοδοξία του. Ωστόσο, καθώς η νύχτα περνάει, μεταμορφώνεται σε έναν απαιτητικό καλλιτέχνη, εντελώς δυσανεκτικό σε οτιδήποτε λιγότερο από την τελειότητα. Μέσα σε έναν κατακλυσμό από επαίνους, κατάρες και σκληρές αλήθειες, το δράμα εκτυλίσσεται. Οι ηθοποιοί και οι συντελεστές απολαμβάνουν τη δόξα τους, λατρεύουν ο ένας τον άλλον και αποσύρονται στη φημισμένη ταβέρνα «Ταγρίμια» στο Λυγουριό, (στον περίφημο δηλαδή Λεωνίδα, όπου μαζεύονται εδώ και δεκαετίες οι συντελεστές των επιδαυριακών παραστάσεων).
Επί της ουσίας, υπό τη διεύθυνση του Νίκου Καραθάνου, ένας θίασος είκοσι ηθοποιών ανεβαίνει στη σκηνή για να παίξουν τον εαυτό τους. Η παράσταση ξεκινά καθώς οι ηθοποιοί γλιστρούν με χάρη στις κερκίδες της Επιδαύρου, ανταλλάσσοντας κομπλιμέντα και εξυψώνοντας τον εγωισμό τους. Εσύ, εσύ, εσύ τα έκανες όλα”, λένε ο ένας στον άλλο.. «Μας πέθανες απόψε» και άλλα παρόμοια κενά λόγια που ανταλλάσσονται κατά κόρον στα καμαρίνια της Επιδαύρου μεταξύ των συντελεστών αλλά και των συναδέλφων που έρχονται κάθε φορά να δούν τις παραστάσεις του Φεστιβάλ. Απολαμβάνουν μια ναρκισσιστική φρενίτιδα, αποκαλύπτοντας τελικά τον πραγματικό τους εαυτό με έναν τρόπο πιο ευάλωτο από ποτέ.
Καθώς αυτά τα λόγια αντηχούν στην Επίδαυρο, ο θίασος, με τον διογκωμένο εγωισμό του και το βάρος των επιτυχιών και αποτυχιών του παρελθόντος, παρέλασε μπροστά μας. Σε μια σειρά από σκηνές, γίναμε μάρτυρες του πανικού του ηθοποιού πίσω από τα κοστούμια και της αγωνίας του σκηνογράφου όταν υπέγραφε με τον διάσημο σκηνοθέτη. Αυτές οι στιγμές ήταν και κωμικές και συγκινητικές και βαθιά σατιρικές.
Το βασικό πλεονέκτημα του κειμένου γίνεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα της παράστασης: το παραληρηματικό κείμενο της Λένας Κιτσοπούλου και του Γιάννη Αστερή, που εξαντλείται στην αυτοαναφορικότητα και το ναρκισσισμό, οδηγεί σε μεγάλες αλήθειες, που όλοι σκέφτονται, αλλά καθότι ένα μικρό χωριό το ελληνικό θέατρο, σπάνια ειπώνονται, ώστε όλοι να τα έχουν καλά με όλους. Ωστόσο αυτή η εσωστρέφεια της ουσίας του κειμένου, που μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο από όσους είναι μέσα στο θεατρικό χώρο, σε κάποιο πόστο – από δημοσιογράφους μέχρι ερμηνευτές και συντελεστές – οδηγεί σε μια αμηχανία. Για παράδειγμα, ελάχιστοι θυμούνται ότι όντως για χρόνια πολλοί μπέρδευαν την Έλλη Πασπαλά με τη Σαβίνα Γιαννάτου, επομένως το συγκεκριμένο αστείο δε λειτουργεί τόσο καλά. Ακόμα και οι αναφορές στα σεμινάρια του Τερζόπουλου ή του Μανωλικάκη στην Κρήτη λίγους αφορούν, έστω και αν είναι όντως επιτυχημένη η χρήση τους στο κείμενο – για όσους ξέρουν. Και η επιλογή του Καραθάνου ως Ινδιάνου που έρχεται να σκοτώσει τους ηθοποιούς προκύπτει από τη θεωρία της Κιτσοπούλου ότι ο κόσμος μας είναι ένα τεράστιο γουέστερν – καταλήγοντας για μια ακόμα φορά στο συμπέρασμα ότι αν κάποιος δεν είναι βαθιά γνώστης της λογικής της Κιτσοπούλου, δεν μπορεί να μπεί στο πνεύμα της παράστασης, και εύλογα θα δυσανασχετήσει.
Και έτσι, με την ασύνδετη λογική του κειμένου, προκύπτει μια παντελώς ανύπαρκτη δραματουργία. Εκεί κάπου μπαίνει η μεγάλη καρδιά του Καραθάνου, που προσπαθεί να συμβιβάσει την αγάπη του για το θέατρο και το συνάφι του, με το φλύαρο κείμενο της Κιτσοπούλου, αλλά και τη συγκίνηση που επιθυμεί να δημιουργήσει, με τη σατιρική φάρσα που απαιτεί το κείμενο. Έτσι, η παράσταση ξεκινά με τα λόγια της Παξινού «Κοιτάξτε τον ήλιο, όσο είναι εκεί, και προσπαθήστε να φέρετε το φως και την ζεστασιά του στην καρδιά σας. Μπορείτε να δώσετε λίγη απ’ αυτή την ζεστασιά σε κάποιον άλλον και αυτός σε κάποιον άλλον και αυτός σε άλλον;. Τότε δεν ήρθες μάταια στον κόσμο. Έχεις πετύχει κάτι. Είναι τόσο απλό». Αυτή η ομορφιά, η αγάπη, το φως, εμφανίζονται μόνο στιγμιαία στην παράσταση. Ίσως λίγο στο μονόλογο της Αλεξίου για το «τίποτα», στο χορό του Καραθάνου με τη Χαρούλα (ένα tribute στη γυναίκα που μας έθρεψε όχι με το μουσακά της αλλά με τη φωνή της; ), και στην προτροπή του θιάσου να ζήσουμε το τώρα γιατί το μετά είναι … ο θάνατος.
Στην υπόλοιπη παράσταση υπάρχουν στιγμές άφθονου γέλιου – το αστείο ζεϊμπέκικο της Γαλήνης Χατζηπασχάλη είναι δείγμα του πηγαία κωμικού της ταλέντου – αλλά κυρίως στιγμές που ακροβατούν μεταξύ της ειρωνείας και της φάρσας: όταν η Βούλα, η ταβερνιάρισσα Χαρούλα δηλαδή, βγαίνει με το όπλο της να πάρει παραγγελίες, δε σηκώνει κουβέντα για το μουσακά της, γιατί αυτή έχει ταΐσει βιαστές και παιδεραστές – τονίζοντας μάλιστα ότι εκείνος ο παιδεραστής, ο ξένος ο καλός ηθοποιός δηλαδή, έτρωγε μια μέρα ολόκληρη μουσακά. Όλα αυτά αντιμετωπίζονται με μειδιάματα και γέλια από το κοινό, ωστόσο οδηγούν σε μια σύγχυση, αλλά και στη διαπίστωση ότι όλη η παράσταση χρειαζόταν ένα καλό μάζεμα.
Υπήρχαν ωστόσο κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες στιγμές: μια από αυτές είναι ο ταλαίπωρος θεατής που κρεμιέται τελικά, καθώς δεν μπορεί να αντέξει ότι η παράσταση κράτησε μισή ώρα παραπάνω από όσο έπρεπε και έκανε κοιλιά, και ενώ φωνάζει συνέχεια «ήθελε μισή ώρα κόψιμο», ώστε να μη χρειάζεται να κοιτά το ρολόι του και να του κάνει παρατήρηση με το λέιζερ η ταξιθέτρια, αποφασίζει να περάσει τη θηλιά στο λαιμό του. Και μένει εκεί κρεμασμένος, και η μόνη που αντιδρά είναι η νεαρή πρωταγωνίστρια, που δεν αντέχει να βλέπει το θεατή κρεμασμένο, ενώ όλοι κάνουν ότι δε βλέπουν τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Αυτή η αναφορά στον ταλαίπωρο θεατή, που πολλές φορές δε λαμβάνεται υπόψη από τους συντελεστές της παράστασης μέσα στα πλαίσια της δημιουργίας, συμπυκνώνει επί της ουσίας και την μεγάλη αδυναμία της παράστασης, αφού πράγματι, το Μια Νύχτα στην Επίδαυρο εξαντλεί το θεατή.
Στα εξαιρετικά συν της παράστασης το τελικό τραγούδι της Έλλης Πασπαλά που τραγουδά σε μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, το ποίημα της Μάγιας Αγγέλου «Still I rise», αποθεώνοντας μια ουτοπία, αυτήν που ίσως ονειρεύονται κατά βάθος όσοι κατηφορίζουν στο Αργολικό θέατρο κάθε καλοκαίρι.
Και εύλογα βέβαια, όταν υπάρχει ένα all star cast, οι ερμηνείες είναι υψηλού επιπέδου. Η Έμιλυ Κολιανδρή, σε έναν έξοχο συνδυασμό ευαισθησίας και χιούμορ ως η βετεράνος ηθοποιός που παρακολουθεί σεμινάρια υποκριτικής για να μείνει στην κορυφή, ο Χρήστος Λούλης απολαυστικός στο μονόλογο του για την απόλυτη ματαιοδοξία του ηθοποιού, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη φέρει, πάντα, την απόλυτη κωμικότητα στις παραστάσεις με εύστοχο μέτρο. Η Χάρις Αλεξίου αποδεικνύει ότι μπορεί να σταθεί άνετα στη θεατρική σκηνή – καταλαβαίνουμε ότι η επιλογή να μιλήσει εκείνη για την Παξινού είναι ιδιαίτερα εύστοχη, αφού απαιτείται ένας μύθος για να μιλήσει για έναν άλλο μύθο.
Για μια ακόμα φορά πρέπει να τονίσουμε το πόσο πολύπλευρα ταλαντούχος είναι ο Θανάσης Αλευράς: εξαιρετική ερμηνεία, καταπληκτική φωνή και κίνηση. Είναι μεγάλο συν για κάθε θίασο. Στις πολύ θετικές παρουσίες ο Γιάννης Κότσιφας, που επωμίζεται έτσι κι αλλιώς μια από τις πιο ωραίες στιγμές της παράστασης ώς ο ταλαίπωρος θεατής. Η Ζέτα Μακρυπούλια, που είναι ο.. εαυτός της, κάνει μια ευχάριστη εμφάνιση, ενώ και η Ιωάννα Μαυρέα έχει μια στιβαρά κωμική παρουσία. Ο Κώστας Μπερικόπουλος ακροβατεί εύστοχα ανάμεσα στην αφέλεια της κολακείας αλλά και στη σοφία της επιβίωσης, o Πάνος Παπαδόπουλος έχει πάντα μια επιτηδευμένη κωμικότητα. Η Έλλη Πασπαλά κλέβει τις εντυπώσεις με την υπέροχη φωνή της. Συμμετείχαν επίσης η Βασιλική Δρίβα, ο Γιώργος Ζιάκας, η Ιώ Λατουσάκη, η Ηλέκτρα-Αποστολία Μπαρούτα και η Δανάη-Αρσενία Φιλίδου.
Ο πάντα εξαιρετικός Άγγελος Τριανταφύλλου ντύνει μουσικά την παράσταση, με το εξαμελές σύνολο να ερμηνεύει ζωντανά, και τον ίδιο στο πιάνο. Τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη ακολουθούν τη σκηνοθετική γραμμή και τη σατιρική διάθεση του κειμένου, ενώ τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη είχαν μια αίσθηση 70ς, αλλά ήταν προσαρμοσμένα και αυτά στην φαρσική ατμόσφαιρα. Εξαιρετικοί οι φωτισμοί του Φελίς Ρος.
Στο σύνολο της είναι μια παράσταση που αναλώνεται σε μια φλύαρη αυτοαναφορικότητα, και παρά τον υψηλό στόχο της να διαλύσει τις εγωιστικές και κοινωνικές μας κατασκευές, και παρά την εμφανή προσπάθεια της σκηνοθεσίας του Καραθάνου να προσεγγίσει με τρυφερότητα τις ανθρώπινες αδυναμίες που αναδύονται όταν σβήνουν τα φώτα της σκηνής, δεν μπορεί να περάσει την ουσία της στο κοινό. Χρειαζόταν σίγουρα «μισή ώρα κόψιμο».