Το έργο της αείμνηστης Σοφίας Αδαμίδου, «Σωτηρία με λένε», που αποτελεί ένα αφήγημα με στιγμές και αναμνήσεις από τη ζωή της Σωτηρίας Μπέλλου, της σπουδαίας γυναικείας μορφής του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού παρουσιάζεται με συνοδεία ζωντανής μουσικής, στο θέατρο Μικρό Χορν, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου. Στο ρόλο της Σωτηρίας, η Κάτια Γκουλιώνη. Η παράσταση είναι αφιερωμένη στη μνήμη της Σοφίας Αδαμίδου και της Ντίνας Κώνστα.
- Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
Λίγες ώρες πριν από τη σοβαρή επέμβαση που είχε ως αποτέλεσμα να χάσει τη φωνή της, η μεγάλη λαϊκή ερμηνεύτρια δεν σταματά να μιλά για την πολυτάραχη ζωή της: τα πρώτα χρόνια στη Χαλκίδα, η αναχώρηση για την Αθήνα μια μέρα μετά το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, η συνεργασία με τον Τσιτσάνη.
Το Σωτηρία Με Λένε, είναι ένας τίτλος που εξαρχής προδιαθέτει τον θεατή για την ενική σκηνική έκθεση μιας ηθοποιού. Αυτή η σχεδόν μονολογική παρουσία εμπλουτίζεται από την αναβίωση προσώπων και πραγμάτων που συνοδεύουν την ηθοποιό στο ταξίδι της μνήμης. Το τραγούδι, αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της Μπέλλου και της παράστασης, απλώνεται στις παρυφές του αφηγήματος μιας συναρπαστικής και έντονα βιωθείσας ζωής. Η συγγραφέας ανέσυρε στο φως και μας προσφέρει έναν θησαυρό βιωμάτων και αφηγήσεων μιας προσωπικότητας που σημάδεψε καθοριστικά με τη διαδρομή της την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού και ευρύτερα του λαϊκού μας πολιτισμού, επιτρέποντας όμως να αναδυθούν ταυτόχρονα εικόνες μιας ολόκληρης κουλτούρας και εποχής.
Η παράσταση δίνει βάρος στη βιογραφική πλοκή αλλά και στα βασικά χαρακτηριστικά του γλωσσικού ιδιώματος της Μπέλλου. Η Σωτηρία μιλά για τα πρόσωπα που αγάπησε, για όσους την αγάπησαν, την πρόδωσαν, την πέταξαν. Μιλά για τη μάνα της, την οικογένεια της, τους παππούδες της, τους έρωτες της, τους φίλους της, τις φυλακές, το ξύλο. Φωνάζει για όσα την πίκραναν, για όσα την πόνεσαν, εκφράζει για μια ακόμα μια φορά το παράπονό της για την εγκατάλειψη της από τη γυναίκα που αγάπησε και στην οποία έγραψε όλη την περιουσία της. Χτυπημένη από τον καρκίνο, τα τελευταία χρόνια της ζωής της βρέθηκε αντιμέτωπη με τη φτώχεια και τη μοναξιά. Η πίκρα της έσβησε μαζί με τη ζωή της το 1996.
Στο μονόλογο της ως Μπέλλου, ζει δόξες επί σκηνής. «Γνωρίζει» τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Σαββόπουλο, και πολλούς άλλους του ιδίου βεληνεκούς και γεμίζει μαγαζιά λέγοντας τα τραγούδια τους. Ως Σωτηρία παλεύει μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου με τα θηρία της μνήμης, προσπαθεί να κάνει ένα τσιγάρο στα κλεφτά, να ξεφύγει από το άγρυπνο μάτι της γλυκιάς νοσοκόμας της, να ξεκλέψει λίγο χρόνο πριν την απειλητική τραχειοτομία που θα την σωπάσει για πάντα.
Ένα λιτό ανέβασμα, μια μοναχική σκηνική εξομολόγηση στην πραγματικότητα, ένα ταξίδι στον χρόνο, η παράσταση πλέκει την ανάμνηση με τον ήχο, την ακροβασία με την ιστορία και τον μύθο μις γυναίκας που σφράγισε μια εποχή. Σκηνοθετικά η παράσταση κάνει χρήση αποσπασμάτων εφημερίδων και γραμμάτων , που φανερώνουν τη διάθεση ντοκουμέντου αλλά και την έρευνα στην αληθινή ιστορία. Αλλά επίσης είναι άμεση και ανοιχτόκαρδη, σαν τα μαγαζιά της εποχής, που προσκαλούσαν τους θεατές τους σε ένα γλέντι – τα λουλούδια που μοιράζει η Μπέλλου, εκτός από χαρακτηριστικό της σκηνοθεσίας του Γιώργου Παπαγεωργίου, είναι ένα κάλεσμα συμμετοχής του κοινού σε μια ιστορία, μια εποχή. Εξάλλου σε δεύτερο επίπεδο ο Παπαγεωργίου στήνει ένα μίνι πάλκο, με τους Ξηντάρηδες να παίζουν τα αγαπημένα τραγούδια της Μπέλλου, αλλά και να μεταφέρουν τον ήχο της μνήμης στο σανίδι. Είναι οι στιγμές που ο μεγάλος καημός αλλά και ο υφέρπων θυμός της Μπέλλου θολώνουν το μυαλό και γεννούν οφθαλμαπάτες, δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα ψευδαίσθησης. Η παράσταση κλείνει ιδανικά και υπέροχα, με τη Μπέλλου να παίρνει τη θέση της στο πάλκο, να γίνεται η «αρχόντισσα του ρεμπέτικου» που πρώτη κάθισε σε καρέκλα, με τον ήχο του εμβληματικού «Δε λές κουβέντα» (που η ίδια είχε χαρακτηρίσει ως το πρώτο ποπ τραγούδι που ερμήνευσε!).
Αναμφισβήτητα όμως η παράσταση δεν θα είχε αυτήν την επίδραση αν δεν είχε την Κάτια Γκουλιώνη, που μετά τις εξαιρετικές Ντίνα Κώνστα και Έφη Σταμούλη ανέλαβε αυτό τον τόσο δύσκολο ρόλο.
Η Κάτια Γκουλιώνη με το πολύτροπο, εκφραστικότατο, πνευματώδες υποκριτικό ταλέντο, με σκηνική ακτινοβολία, φέρνει τη Σωτηρία στη σκηνή, με πικρόγλυκο, αυτοσαρκαστικό χιούμορ, μελαγχολία, υποδόρια δραματικότητα. Αφηγείται τα πάθη της με ειλικρίνεια, αμεσότητα και φυσικά με την απίθανη εκείνη εκδοχή της γλώσσας της – γνωστή αθυρόστομη, δεν περιοριζόταν, δεν αυτολογοκρινόταν. Και καταφέρνει να συγκινήσει σε βάθος με τη φυσικότητά της κατάδυσης στον ρόλο – αν και εκ πρώτοις η ηλικία και η εμφάνιση θα έλεγε κανείς ότι δεν ταιριάζουν. Κι όμως, με τα δυνατά εκφραστικά μέσα της, την αμεσότητα και φυσικότητα του λόγου, το σκηνικό της «νεύρο», μορφοποιεί εξαιρετικά, το δυναμικό, ελεύθερο, ατίθασο χαρακτήρα της Μπέλλου, τον ιδιαίτερο ψυχισμό, τους καημούς, τα μεράκια και τα χούγια της. Είναι μια έξοχη, βαθιά συγκινητική ερμηνεία.
Στο ίδιο μήκος κύματος η Ιωάννα Μονέδα, που ερμηνεύει με τρυφερότητα, χιούμορ και ζεστασιά τη Νίκη, τη νοσοκόμα που φρόντισε τη Μπέλλου κατά την πολύμηνη νοσηλεία της.
Οι φωτισμοί του Χάρη Δάλλα εξυπηρετούν τις στιγμές θολούρας και μνήμης, τις στιγμές του καημού και της πονεμένης περηφάνιας της Μπέλλου. Τα σκηνικά του Πάρη Μέξη λιτά και λειτουργικά με βάση το κείμενο. Και φυσικά η μουσική των Αντώνη και Θοδωρή Ξηντάρη, μεταφέρει επί σκηνής την αίσθηση μιας εποχής. Είναι η πάντα υπέροχη επιλογή του Παπαγεωργίου να έχει ζωντανή μουσική στις παραστάσεις του.
Στο σύνολο της είναι μια πολύ συγκινητική, ανθρώπινη θεατρική στιγμή. Ο Παπαγεωργίου έστησε μια αυθεντικού λαϊκού ήθους παράσταση, ξάστερη σαν πενιά μπουζουκιού, διαπεραστική στο συναίσθημα, σαν τη φωνή της Μπέλλου. Να τη δείτε.