fbpx

Είναι τελικά το “Υπάρχω” μια μονοδιάστατη αλλά καλογυρισμένη ταινία ;

Η ταινία “Υπάρχω” του Γιώργου Τσεμπερόπουλου για το Στέλιο Καζαντζίδη αποτελεί ένα σημαντικό έργο στην ελληνική κινηματογραφική ιστορία, κυρίως λόγω της σύνδεσής της με έναν από τους πιο εμβληματικούς τραγουδιστές της χώρας. Η ιστορία του Στέλιου Καζαντζίδη, από τα πρώτα κιόλας παιδικά του χρόνια στον Πόντο, που σημαδεύονται από την απώλεια του πατέρα του, μέχρι την απόλυτη καταξίωση, τις σαρωτικές πωλήσεις των δίσκων του αλλά και τις επεισοδιακές σχέσεις του με τις Καίτη Γκρέυ και Μαρινέλλα, υπό το άγρυπνο βλέμμα της βλοσυρής μητέρας του Γεσθημανής, στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία.

Από την μία πλευρά, η ταινία αναδεικνύει την καλλιτεχνική προσωπικότητα και τη μουσική ιδιοφυΐα του Καζαντζίδη, δίνοντας στους θεατές μια γεύση από το μεγαλείο του ως ερμηνευτή. Το ομώνυμο τραγούδι, “Υπάρχω”, που συνοδεύει την ταινία, λειτουργεί ως δήλωση ζωής, αγγίζοντας το κοινό σε βαθύτερο συναισθηματικό επίπεδο. Με την ερμηνεία και τη μουσική παρουσία του Καζαντζίδη, η ταινία αποκτά μια έντονη δραματικότητα.

Ωστόσο, υπάρχουν απόψεις ότι η ταινία δεν απεικονίζει τον πραγματικό χαρακτήρα του Στέλιου Καζαντζίδη. Παρότι βασίζεται σε στοιχεία από τη ζωή του, ο τρόπος που παρουσιάζεται ο πρωταγωνιστής ίσως να εξιδανικεύει την εικόνα του, αποφεύγοντας τις πιο σύνθετες και αντιφατικές πτυχές της προσωπικότητάς του. Ενώ ο Καζαντζίδης ήταν γνωστός για την αυθεντικότητά του και τη σύνδεσή του με τις λαϊκές τάξεις, η ταινία επικεντρώνεται κυρίως στο συναισθηματικό κομμάτι της δημόσιας εικόνας του, αφήνοντας πίσω τις δυσκολίες και τις συγκρούσεις που τον χαρακτήριζαν.

Η αρνητική κριτική για την ταινία “Υπάρχω” εστιάζει κυρίως στον τρόπο που παρουσιάζει τον Στέλιο Καζαντζίδη ως μια ιδανική φιγούρα, απομακρυσμένη από την πολυπλοκότητα της πραγματικής του προσωπικότητας και της ζωής του. Αν και ο Καζαντζίδης υπήρξε μια αυθεντική και ειλικρινής φωνή της λαϊκής Ελλάδας, πολλοί πιστεύουν ότι η ταινία επιλέγει να επικεντρωθεί στις πιο “ηρωικές” και εξιδανικευμένες πτυχές του χαρακτήρα του, αποφεύγοντας να αγγίξει τις δυσκολίες, τις αντιφάσεις ή τις αμφιλεγόμενες στιγμές που υπήρχαν στη ζωή του.

Ένα βασικό σημείο κριτικής είναι ότι η ταινία μοιάζει περισσότερο με ένα “προσωπικό μνημείο” για τον Καζαντζίδη, παρά με μια βαθιά και ρεαλιστική βιογραφική αφήγηση. Αντί να αναδείξει τις ανθρώπινες αδυναμίες του – όπως οι δυσκολίες του να προσαρμοστεί στις αλλαγές της μουσικής βιομηχανίας, οι συγκρούσεις με συνεργάτες, οι προσωπικές απογοητεύσεις ή ακόμα και η απόφασή του να αποσυρθεί από τη δισκογραφία – η ταινία τον τοποθετεί σε μια άκρως ρομαντική και σχεδόν “άψογη” θέση.

kazantzidis

Επιπλέον, για τους θεατές που γνώριζαν τη ζωή του Καζαντζίδη, η ταινία μπορεί να φαντάζει μονοδιάστατη. Ο Καζαντζίδης ήταν ένας άνθρωπος βαθιά επηρεασμένος από τις κοινωνικές και προσωπικές δυσκολίες της εποχής του. Οι αγώνες του για δικαιοσύνη στη μουσική βιομηχανία, οι πολιτικές του θέσεις, η απογοήτευσή του από το σύστημα και οι επιρροές του από τις λαϊκές ρίζες του είναι στοιχεία που αγγίζονται επιφανειακά, αν όχι καθόλου, στην ταινία.

Τέλος, η ταινία μπορεί να θεωρηθεί ότι “αγιοποιεί” τον Καζαντζίδη, αφαιρώντας περιστατικά της ζωής του που αναφέρονται σε βιογραφίες συναδέλφων του, και αφορούν στο οξύθυμο ή ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του. Αυτή η εξιδανικευμένη παρουσίαση ίσως να μην αντικατοπτρίζει την πραγματική πολυπλοκότητα και τη δυναμική της ζωής του, μειώνοντας έτσι την αυθεντικότητα του έργου.

Για παράδειγμα, ο σολίστ του κλαρίνου και της κιθάρας, ο οποίος εργάστηκε για χρόνια στις ηχογραφήσεις της Columbia, Δημήτρης Τζάρας ανέφερε:

«Η Μαρινέλλα -η Κίτσα, όπως τη φωνάζαμε τότε- ήταν και είναι πολύ άξια. Γι’ αυτό και ανέβηκε στο υψηλότερο βάθρο και θεωρείται σήμερα κορυφαία. Δουλέψαμε πολύ μαζί με τη Μαρινέλλα και τον Καζαντζίδη. Βοηθούσε όλους όσους ήταν τριγύρω της. Δεν θα ξεχάσω στα πρώτα της βήματα, όταν ο Στέλιος είχε ήδη γίνει φίρμα, η Μαρινέλλα ήταν πολύ φτωχή κοπέλα. Ο Στέλιος δεν της είχε πάρει ούτε ένα παλτό. Και όταν ήταν να βγάλουμε αναμνηστικές φωτογραφίες για να στείλουμε σε καρτ ποστάλ, με το παλτό της γυναίκας μου έβγαζε φωτογραφίες, γιατί δεν της έπαιρνε τίποτα ο Στέλιος. Από την άλλη, εγώ είχα πικραθεί μαζί του, γιατί χωρίς να μου το πει, μου πήρε κάποια τραγούδια και τα ηχογράφησε σε στούντιο εκτός Columbia. Ένα από αυτά είναι και το τεράστιο “Μου ’βαλες μεγάλο πόνο στην καρδιά”, που έχει μόνο την υπογραφή του Στέλιου, χωρίς τότε να πάρει την έγκρισή μου. Όμως, επειδή εγώ έφευγα στην Αμερική, όπου έμεινα 60 χρόνια, ούτε έδωσα σημασία ούτε ήθελα να προχωρήσω νομικά τα πράγματα. Κάτι ανάλογο πρέπει να έγινε και με τον Νικολόπουλο».

Χαρακτηριστικά απούσα απο την ταινία είναι και η περίφημη ιστορία με τη Βίκυ Μοσχολιου Το 1962 ο Στέλιος Καζαντζίδης χώρισε για λίγο με τη Μαρινέλλα και« πιάστηκε στους έρωτες» με κάποια νεαρή τραγουδίστρια, τη Βίκυ Μοσχολιού, που έκανε το ντεμπούτο της στα λαϊκά πάλκα. Ο ίδιος αρνείται πως υπήρξε κάτι περισσότερο από ένα πλατωνικό αίσθημα. Οι δυο τους πάντως θα φύγουν μαζί με τους υπόλοιπους συνεργάτες του μεγάλου λαϊκού τραγουδιστή στην Αυστραλία για συναυλίες. Εκεί τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν όπως θα τα ήθελαν, οι διοργανωτές δεν θα τηρήσουν τα συμφωνημένα και ο Καζαντζίδης έξαλλος εγκαταλείπει τη μακρινή χώρα, για να επιστρέψει στην πατρίδα αφήνοντας ωστόσο πίσω την νεαρή τραγουδίστρια, μόνη και χωρίς χρήματα, που χρειάστηκε ακόμα και να πέσει στην επαιτεία προκειμένου να μαζέψει τα χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής.

Σε κάθε περίπτωση η ταινία, αν και αγιογραφεί τον Καζαντζίδη, είναι μια καλογυρισμένη ταινία. Συνολικά το «Υπάρχω» έκοψε 117.703 εισιτήρια το πρώτο τετραήμερο προβολής, σημειώνοντας το πέμπτο καλύτερο άνοιγμα ελληνικής ταινίας, πίσω μόνο από τις «Σειρήνες στο Αιγαίο», «Νήσος», «Εl Greco» και «Μόλις χώρισα», ενώ σε επίπεδο πρεμιέρας βρίσκεται στην τρίτη θέση με 22.087 εισιτήρια. Για να έχει κανείς μια τάξη μεγέθους, η «Ευτυχία», η τελευταία πραγματικά μεγάλη εισπρακτική επιτυχία του ελληνικού σινεμά, άνοιξε (τετραήμερο) με κάτι παραπάνω από 70.000 θεατές στις αίθουσες. Λίγο οι εορταστικές μέρες που πάντα φέρνουν περισσότερο κόσμο στα σινεμά, λίγο οι καλές κριτικές που έλαβε το φιλμ και πολύ περισσότερο η τεράστια δημοφιλία του λαϊκού ήρωα –ίσως και του πρωταγωνιστή, Χρήστου Μάστορα– οι επόμενες εβδομάδες προβλέπονται λαμπρές για την παραγωγή της Tanweer, η οποία θα είναι με αρκετή βεβαιότητα η πιο επιτυχημένη ταινία της σεζόν στη χώρα μας.

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr