Στο Θέατρο Βρετάνια
- Κριτική: Ειρήνη Μάρκου
Ένα γλυκόπικρο έργο, από τα πιο αγαπημένα του ελληνικού ρεπερτορίου, διάλεξε για την φετινή θεατρική σεζόν ο Γιάννης Μπέζος. Μετά την τεράστια επιτυχία που γνώρισε πέρυσι η εκδοχή του σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή στον Φιλάργυρο του Μολιέρου στο Εθνικό Θέατρο, ενώνει και πάλι τις δυνάμεις του σκηνικά με την Δάφνη Λαμπρόγιαννη και αυτήν την φορά δίνουν ραντεβού στην σκηνή του Θεάτρου Βρετάνια, για να μας ταξιδέψουν στην Ελλάδα του «Ένας ήρωας με παντόφλες» των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου.
Το έργο
Ο απόστρατος στρατηγός Λάμπρος Δεκαβάλλας ζει φτωχικά με την σύζυγο και την κόρη του και λιγάκι αποκομμένος από την πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Αρνείται να απαρνηθεί την παλιά, στρατιωτική του παραβολή και εξοργίζεται με την γυναίκα του που ετοιμάζεται να πουλήσει το σπαθί και τα ρούχα του στον παλιατζή, προκειμένου να μπορέσει να εξασφαλίσει λίγα χρήματα απαραίτητα για τους λογαριασμούς. Όχι όμως από ματαιοδοξία ή εγωισμό. Εάν ο στρατηγός Δεκαβάλλας εμμένει να ζει προσκολλημένος στο σπαθί του και στις αναμνήσεις του, είναι γιατί έχει ανάγκη να πιστέψει πως οι θυσίες και τα κατορθώματά του έχουν νόημα ακόμα και σήμερα. Ότι ο ηρωισμός και τα ιδανικά στα οποία πίστευε και για τα οποία θα έδινε ακόμα και την ίδια του την ζωή, δεν έχουν χάσει την αξία τους, όπως η δραχμή στην εποχή του υπερπληθωρισμού. Κατά μία έννοια, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας λιγάκι ιψενικός ήρωας, καθώς έχει αγκιστρωθεί από ένα «ζωτικό ψεύδος», το οποίο δεν θέλει να εγκαταλείψει ακόμα κι αν σημάνει την καταστροφή του.
Το έργο, παρά τις πηγαία αστείες ατάκες του, τον ρυθμό των διαλόγων, τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις του, δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία ηθογραφική κωμωδία. Κι αυτό γιατί ριζώνει περισσότερο στον χώρο του επώδυνου. Συνήθως, έργα μιας άλλης εποχής είτε μας φαίνονται σήμερα σχετικώς παρωχημένα είτε χρησιμεύουν ως ένα όχημα ταξιδιού νοσταλγίας. Στην συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται περισσότερο για μάθημα αυτοσυνειδησίας. Πόσο εύστοχο ως έργο και πόσο θλιβερή για εμάς ως λαό η διαπίστωση ότι η πολιτική μας πραγματικότητα, οι επιλογές μας και η κυρίαρχη νοοτροπία του Έλληνα, πάνω στα οποία επιρρίπτουμε τον λόγο για την σημερινή κρίση, δεν είναι καινά φαινόμενα, ούτε πρόκειται για σημεία των καιρών. Αλίμονο, δυστυχώς, η «λαμογιά» βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στο αίμα αυτού του λαού και των πολιτικών που επιλέγει.
Από αυτήν την άποψη το έργο, όχι μόνο παρωχημένο δεν είναι, αλλά και τελείως εύστοχη, και καθόλου εύκολη επιλογή από πλευράς του κ. Μπέζου να το ανεβάσει σήμερα.
Η παράσταση
Σε ένα πλούσιο σκηνικό της επιμέλειας του Γιώργου Πάτσα, η παράσταση φέρει τα όλα φόντα μίας μεγάλης παραγωγής. Ακόμα και η επιλογή, όταν το άγαλμα εγείρεται, να μην είναι άκρως ρεαλιστικό σε ένα κατά τα άλλα ρεαλιστικό σκηνικό περιβάλλον, είναι δικαιολογημένη –και αρκετά εύστοχη– από την ειρωνεία που εμπεριέχει ως κίνηση. Γλυκόπικρα ειρωνικά ή νοσταλγικά ηχούν και τα μουσικά ιντερμέδια, που δεν πρόκειται για προωτότυπη μουσική, ούτε για γνωστά τραγούδια της εποχής, παρά για μελωδικά αποσπάσματα του εθνικού μας ύμνου, κάτι που επίσης φαίνεται να λειτουργεί οργανικά με την υπόλοιπη παράσταση.
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Μπέζου, ακολουθεί τον γάργαρο ρυθμό του κειμένου, ενώ κάνει χώρο στους δευτερεύοντες χαρακτήρες να λάμψουν. Εξάλλου, ο μεγάλος πρωταγωνιστής γνωρίζει όσο λίγοι το σωστό timing της κωμωδίας και τις επιθυμητές αναλογίες στοιχείων «καρικατούρας» και ρεαλισμού για την τελική ισορροπία του έργου. Έτσι, παρά τα μικρά τους περάσματα, η Ελένη Τσιμπρικίδου και ο Κώστας Φλωκατούλας έλαμψαν ως οι απαραίτητες, καθάριες κωμικές ανάσες που αποενοχοποίησαν το γέλιο του κοινού.
Ο Γιάννης Μπέζος ως στρατηγός Δεκαβάλλας, είναι αυτό ακριβώς που περιμένεις: επιστρατεύει τα όλα γνωστά, πετυχημένα και αγαπημένα τερτίπια στον λόγο και την κίνηση και ξέρει πότε και πώς να σερβίρει την κάθε ατάκα, προκειμένου να βγάλει γέλιο ακόμα και μέσα από έναν ήρωα τραγικό, χωρίς να τον υπονομεύει. Ίσως μάλιστα, εάν επέλεγε να αξιοποιήσει περισσότερο την δραματική του παλέτα, να ράγιζε πραγματικά το κοινό, σε ένα έργο που ούτως ή άλλως, στερείται τελικής κάθαρσης.
Η Δάφνη Λαμπρόγιαννη δεν έχει ίσως τον χώρο –από άποψη κειμένου–, για να μεγαλουργήσει όπως άλλες φορές που την έχουμε θαυμάσει˙ παρόλ’ αυτά, σκιαγραφεί πλήρως το πορτρέτο της αφοσιωμένης συζύγου και μητέρας, που έχει μεγαλύτερη συναίσθηση των πραγματικών διαστάσεων προσώπων και καταστάσεων.
Η Αμαλία Νίνου και ο Αλμπέρτο Φάις σκιαγράφησαν με συνέπεια και χάρη τα πορτρέτα των δύο νέων, που εντέλει χαράζουν διαφορετικές πορείες, ενώ ο Τάσος Γιαννόπουλος και ο Δημήτρης Κανέλλος έχουν βρει την τέλεια αναλογία του γλειώδους και αντιπαθούς.
Μία παράσταση που θα γελάσετε, χωρίς να είναι η κωμωδία αυτοσκοπός, καθώς δεν χαρίζεται σε κανέναν: ούτε στους καλούς, ούτε στους κακούς της ιστορίας, ούτε ακόμα και στο ίδιο το κοινό, που θα φύγει χωρίς την ψευδαίσθηση του «και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
Ειρήνη Μάρκου για το mytheatro.gr
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Γιάννης Μπέζος
Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Πάτσας
Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας
Bοηθός σκηνοθέτη: Ντένια Στασινοπούλου
Παραγωγή: Θεατρικές επιχειρήσεις Κάρολος Παυλάκης
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Γιάννης Μπέζος
Δάφνη Λαμπρόγιαννη
Τάσος Γιαννόπουλος
Κώστας Φλωκατούλας
Αλμπέρτο Φάις
Δημήτρης Κανέλλος
Αμαλία Νίνου
Ντένια Στασινοπούλου
Ελένη Τσιμπρικίδου
Δημήτρης Λιόλιος
Παραστάσεις:
Τετάρτη και Κυριακή στις 7.00 μ.μ.
Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 9.00 μ.μ.
Λαϊκή απογευματινή Σάββατο στις 6.00 μ.μ.
Διάρκεια:
1 ώρα και 45 λεπτά (μαζί με το διάλειμμα)
Τιμές: Α’ Ζώνη: 20 ευρώ, Β’ Ζώνη: 17 ευρώ Λαϊκή απογευματινή : 17 ευρώ Νεανικό (μέχρι 28 ετών) και συνταξιούχων (άνω των 65 ετών): 14 ευρώ. Ανέργων: 10 ευρώ Σάββατο βράδυ και περίοδο εορτών: Α’ Ζώνη 22 ευρώ και Β’ Ζώνη 20ευρώ. (Σάββατο βράδυ και περίοδο εορτών, νεανικό, συνταξιούχων, ανέργων δεν ισχύουν.)
Θέατρο Βρετάνια Πανεπιστημίου 7 Αθήνα, τηλ. 2103221579