- Κριτική Κάτια Σωτηρίου
Το έργο του Ρώσου μυθιστοριογράφου, ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Ιβάν Τουργκένιεφ «Ένας μήνας στην εξοχή» παρουσιάζει φέτος το Διάχρονο Θέατρο της Μαίρης Βιδάλη, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Μαντέλη.
Η υπόθεση
Το «Ένας μήνας στην εξοχή» είναι μια κωμωδία ηθών σε πέντε πράξεις του. Γράφτηκε στη Γαλλία μεταξύ του 1848 και του 1850 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1855.
Το έργο είναι μια περίπλοκη ερωτική ιστορία. Η ηρωίδα του, η Ναταλία Πετρόβνα, ισορροπεί στην πληκτική και γεμάτη συμβατικότητες ζωή της ανάμεσα σ’ έναν σύζυγο που δεν αγαπά και σ’ έναν φίλο που δεν αποφασίζει να του δοθεί. Κοιτάζοντάς τους, γοητεύεται από την απλότητα που υπάρχει στις σχέσεις τους και λαχταράει τον απλό, φυσικό έρωτα. Όταν τα καταπιεσμένα αισθήματα της αφυπνιστούν και αρχίσει να διεκδικεί έναν τρίτο άντρα, χωρίς να έχει σκοπό να τον ακολουθήσει, τότε θα χάσει τον πρώτο, πιστό θαυμαστή της και θα μείνει τελικά με τον άντρα της, δίχως να τον αγαπά, συνειδητοποιώντας το υπαρξιακό και ερωτικό της κενό.
Το έργο
Το Ένας μήνας στην εξοχή είναι αναμφισβήτητα ένα έργο για την αγάπη, αλλά και ένα δράμα πάθους. Αλλά όχι το θορυβώδες και σφοδρό πάθος που μπορούμε να βρούμε άφθονα και αβίαστα στα κινηματογραφικά έργα. Ο Τουργκένιεφ ασχολήθηκε πρωταρχικά με τα πάθη των καρδιών και των ψυχών, τα πάθη των εσωτερικών ψυχικών συγκρούσεων, την αμφισημία, τη λαχτάρα, την ενοχή, το φθόνο και τη ζήλεια. Αυτά τα εσωτερικά πάθη και οι συγκρούσεις είναι, φυσικά, η ουσία της ψυχαναλυτικής θεωρίας και θεραπείας. Ο Τουργκένιεφ ήταν ένας άνθρωπος πολύ πιο μπροστά από την εποχή του στην ιστορία της λογοτεχνίας και προετοίμασε το έδαφος, στο οποίο αργότερα οι ρώσοι συγγραφείς θα άνθιζαν. Πράγματι, χρόνια πριν τον Τσέχωφ ο Τουργκένιεφ έγραφε με τρόπο που καταδείκνυε ότι η πλήξη είναι το εθνικό χόμπι της Ρωσίας . Ο ψυχογραφικός ρεαλισμός και η προσεκτική περιγραφή της πραγματικότητας και της κατάδειξης των κοινωνικών προβλημάτων στο «Ένας μήνας στην εξοχή», σημαδεύει το πέρασμα από τη ρομαντική παράδοση στο αστικό δράμα και γίνεται προάγγελος της δραματουργίας του Άντον Τσέχωφ.
O ίδιος ο Ιβάν Τουργκένιεφ θεώρησε το έργο του κωμωδία, διότι όλοι οι ήρωες του έργου βρίσκονται σε μια περιδίνηση αναντιστοιχιών, ο καθένας ερωτευμένος με κάποιον, ο οποίος με τη σειρά του είναι ερωτευμένος με κάποιον άλλο. Κανείς δεν καταλαβαίνει τα αληθινά κίνητρα του άλλου έως ότου είναι πολύ αργά και σχεδόν όλες οι ενέργειες μπερδεύονται να σημαίνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που είχε αρχικά προβλεφθεί.
Ο Ρακίτιν είναι ερωτευμένος με τη σύζυγό του φίλου του Ισλάεφ, Νατάλια. Η Νατάλια είναι ερωτευμένη με τον Μπελάγιεφ, τον νέο δάσκαλο του γιου της. Η Βέρα, έφηβη κόρη του Νατάλια, είναι επίσης ερωτευμένη με τον Μπελάγιεφ, ο οποίος είναι απόλυτα μπερδεμένος από όλους. Ο Μπελάγιεφ είναι νέος, φτωχός και ελπιδοφόρος. Η Νατάλια είναι μεγαλύτερης ηλικίας, πλούσια και πολύ λυπημένη. Ο Ρακίτιν γίνεται ανίσχυρος από την αγάπη του για τη Νατάλια. Ο Ισλάγιεφ γίνεται ισχυρός από την προσκόλλησή του στη Νατάλια.
Το Ένας μήνας στην εξοχή είναι μια κωμωδία ανθρώπινων συναισθηματικών σφαλμάτων και είναι μια θλιβερή ή σκοτεινή κωμωδία επειδή τα σφάλματα προκαλούν τόσο πολλά βάσανα σ τους χαρακτήρες του δράματος. Ακριβώς όπως μια φανταστική κωμωδία χρησιμοποιεί την αντιπαράθεση των αντιθέτων και την επανάληψη των γεγονότων (ανατροπές), το ίδιο κάνει και η σκοτεινή κωμωδία.
Στην αδιασάλευτη ζωή της Ρωσίας των αρχών του προηγούμενου αιώνα, τίποτα δεν συμβαίνει. Όλα κινούνται αργά, όλα είναι πνιγηρά, όλα είναι υποταγμένα στη μοίρα. Η εισβολή του διαφορετικού, της ομορφιάς θα στρέψει όλα τα βλέμματα προς το εκθαμβωτικό της νιότης. Και ενώ στην πραγματικότητα ο νεαρός είναι απλός, και ίσως αδιάφορος, η νεότητα και το σφρίγος του τον αναγάγουν όχι μόνο σε αντικείμενο του πόθου, αλλά και σε καταλύτη αποφάσεων και αλλαγών.
Μέσα από την αφήγηση της αγάπης της Νατάλια για τον νεαρό δάσκαλο του γιου της Beliaev το έργο ασχολείται με αρκετά σύγχρονα θέματα: με την κυριαρχία που έχουν οι άνθρωποι πάνω σε αυτούς που τους αγαπούν, τις ελευθεριότητες στις οποίες οι άνδρες παραδίδονται στις μάταιες προσπάθειες τους να κατακτήσουν αυτό που επιθυμούν . Ο τόνος του έργου είναι παρόμοιος με τα Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύχτας» (1955) του Bergman. Στις σελίδες του Τουργκένιεφ, είναι οι αμήχανες παύσεις των χαρακτήρων που περιγράφουν την ιστορία αρκετά εύγλωττα. Είναι μια κωμωδία, αλλά ένα πολύ ξεχωριστό είδος κωμωδίας, γεμάτη γλυκό πάθος.
Η Παράσταση
Η σκηνοθεσία της Κατερίνας Μαντέλη προσεγγίζει το έργο με σεβασμό αλλά και επιφανειακότητα, διατηρεί μεν,έναν αυθεντικό ρυθμό για ένα δράμα ρομαντικών και γλωσσικών εμπλοκών, αλλά περιορίζει τη ριζική ενέργεια του πάθους, και το έργο αργοκυλά, σε κάποιες στιγμές πιο στατικά από όσο ίσως θα έπρεπε. Υπάρχουν στιγμές που ο θεατής, που δε γνωρίζει το έργο, μπορεί να αναρωτηθεί τελικά ποιο ρόλο παίζει το συναίσθημα και ποιο η κοινωνική σύμβαση, καθώς η προσέγγιση δεν βοηθά να αναλυθεί σε βάθος τίποτα από τα δυο. Η άρτια όμως αισθητική της παράστασης, αλλά και οι ερμηνείες των βασικών ηρώων κρατούν τον πήχη ψηλά.
Η ιδέα της άτονης πλήξης που ταράσσεται από την σπίθα του πάθους είναι η ιδέα που ενσωματώνεται στην συναρπαστική ερμηνεία της Μαίρης Βιδάλη ως Νατάλια. Δεν πρόκειται για χαλαρή αστή, αλλά για μια γυναίκα που είναι απόλυτα εκτεθειμένη στην ανάγκη της αγάπης και του πάθους. Περιφέρεται στη σκηνή με μια ανήσυχη αγανάκτηση, ειρωνεύεται και θυμώνει με τον πιστό φίλο της και χειραγωγεί με σαγήνη την ανυπεράσπιστη ψυχοκόρη. Όταν τελικά δηλώνει το πάθος της για τον δάσκαλο, η Βιδάλη ανεβάζει την ένταση, αλλά διατηρεί τον έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, με υπαινικτικές χειρονομίες και εκφράσεις για να εκφράσει τη σύγχυση και αγωνία της ηρωίδας της. Είναι μια εξόχως γοητευτική Νατάλια.
Ο Πέτρος Αποστολόπουλος, φέρνει στο ρόλο του Ρακίτιν ποιότητα και βάθος, με θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στο οξύ χιούμορ και την πληγωμένη αξιοπρέπεια του ήρωα του. Είναι υποδειγματικός στην μετριοπάθεια του ήρωα του, αλλά και στην έκφραση των ειλικρινών συναισθημάτων του. Την ίδια στιγμή που τα εκρηκτικά συναισθήματα της Νατάλια εγγράφονται στα εκφραστικά χαρακτηριστικά της Μ. Βιδάλη, η δυστυχία του Ρακίτιν αποτυπώνεται ανεξίτηλα στο πρόσωπο του Πέτρου Αποστολόπουλου.
Ο Δημήτρης Δρακόπουλος αποδίδει πειστικά την αμηχανία και ταραχή του Αλεξέι Νικολάγιεβιτς Μπελάγιεφ που ταράζει την ηρεμία και πλήξη της οικογένειας. Είναι γοητευτικός, μετρημένος και με απόλυτο έλεγχο των συναισθημάτων του.
Ο Τάσος Μπλάτζιος ως Αρκάντι Σεργκέγιεβιτς Ισλάγιεφ, είναι στιβαρός, με τη δέουσα αδιαφορία για τα όσα συμβαίνουν γύρω του, αλλά πολύ εκφραστικός στην αγωνία του για τη συναισθηματική διαφοροποίηση της Νατάλια.
Στο ρόλο του γιατρού ο Κωνσταντίνος Νιάρχος , φέρνει ένταση και ευτράπελη διάθεση που σπάνε τη μονοτονία, και γίνεται συμπαθής, έστω και αν απομακρύνεται από τον κυνικό ήρωα του Τουργκένιεφ, ενώ η Βέρα Μακρομαρίδου ενσαρκώνει με αυθεντική αθωότητα την Βέρα, εκφράζοντας πλήρως την ερωτική απογοήτευση και άγνοια κινδύνου της νιότης.
Επαρκείς οι Λαμπρινή Λίβα ως Άννα Σιμιόνοβνα Ισλάγεφ, και η Ρούλα Αντωνοπούλου ως Λιζαβέττα Μπογκτάνοβνα, όπως και ο Τάκης Δεληγιάννης ως Αφανάσυ Ιβάνοβιτς Μπολσιντσώφ, σε κάπως πιο κωμικό τόνο από όσο ίσως θα περίμενε κανείς.
Η μετάφραση, ρέουσα, αποδίδει σωστά το ύφος της αστικής ρωσικής κοινωνίας, αλλά και των πιο απλοϊκών επαρχιωτών. Τα κουστούμια της Ιωάννας Κατσιαβού είναι εξόχως καλαίσθητα, ενώ και το σκηνικό της λειτουργικό. Ίσως λίγο πιο έντονοι οι φωτισμοί από όσο έπρεπε, δεν βοήθησαν στη δημιουργία ατμόσφαιρας.
Στο σύνολο της η παράσταση είναι καλοφτιαγμένη και προσεγμένη, αλλά είναι κάπως ληθαργική και χάνει σε βάθος, καθώς το υποβόσκον πάθος και η αγωνία των ηρώων εκφράζεται μόνο μέσα από τις μεμονωμένες καλές ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Ωστόσο, πρόκειται για μια αξιοπρεπή και καλαίσθητη παράσταση, που αποτελεί καλή επιλογή για να συστηθεί κάποιος με τον Ρώσικο θεατρικό κόσμο. Εξάλλου το Θέατρο Διάχρονο της Μαίρης Βιδάλη, επιλέγει και φιλοξενεί εδώ και χρόνια έργα σημαντικά και ουσιώδη και οι παραστάσεις είναι πάντα αισθητικά άρτιες και ολοκληρωμένες.
Ταυτότητα της παράστασης:
Συγγραφέας: Ιβάν Σεργκέγεβιτς Τουργκένιεφ
Διασκευή: Ιβάν Ντοντακόφ
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Μαντέλη
Τραγούδι: Αλμπίνα Ζαχαριάδου
Σχεδιασμός φωτισμού: Γιώργος Δανεσής
Σκηνογραφία: Ιωάννα Κατσιαβού
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Αδαμαντία Μαντελένη
Φωτογραφίες Αναστασία Λιάπη
Ηθοποιοί:
Μαίρη Βιδάλη (Ναταλία Πετρόβνα Ισλάγιεφ)
Πέτρος Αποστολόπουλος (Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Ρακίτιν)
Δημήτρης Δρακόπουλος (Αλεξέι Νικολάγιεβιτς Μπελάγιεφ)
Βέρα Μακρομαρίδου (Βέρα)
Κωνσταντίνος Νιάρχος (Ιγκάντι Ίλιτς Σπιγκέλσκι)
Τάσος Μπλάτζιος (Αρκάντι Σεργκέγιεβιτς Ισλάγιεφ)
Λαμπρινή Λίβα (Άννα Σιμιόνοβνα Ισλάγεφ)
Ρούλα Αντωνοπούλου (Λιζαβέττα Μπογκτάνοβνα)
Τάκης Δεληγιάννης (Αφανάσυ Ιβάνοβιτς Μπολσιντσώφ)